Χωρισμός και συνάντηση – Αναμνήσεις από τα σχολικά μου χρόνια στην Αθήνα – Dr. Ronald Meinardus

Αν είναι έπαινος για τη Σχολή μας ή ψόγος για το Πανεπιστήμιο, το ερώτημα αυτό ας μείνει αναπάντητο. Πάντως κέρδισα τόσα πολλά από τις “γενικές σπουδές στο “Doerpfeld-Gymnasium”, ώστε στα πρώτα εξάμηνα των σπουδών κάποιες παραδόσεις και κάποια σεμινάρια μου φάνηκαν ιδιαίτερα χαμηλής έμπνευσεως, περιττά και βαρετά. Με άλλα λόγια: το Abitur στην Αθήνα αποτέλεσε μια στερεά βάση για τις περαιτέρω ακαδημαϊκές σπουδές, τις οποίες άρχισα το φθινόπωρο του 1974 στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, μετά από εξάχρονη σχολική φοίτηση. Είναι γενικά αποδεκτή η άποψη, ότι τα τελευταία σχολικά χρόνια σφραγίζουν το υπόλοιπο της ζωής. Οπωσδήποτε βγήκε αληθινή η γνώμη του τότε καθηγητή της τάξης, ότι ποτέ ξανά στη ζωή δε διαθέτει κανείς τόσο διευρυμένες γνώσεις όπως την ημέρα των απολυτηρίων εξετάσεων. Η φράση προέρχεται από τον Dr. Weber ο οποίος δίδασκε Γερμανικά και Ιστορία και επιπλέον με επιδέξιους παιδαγωγικούς χειρισμούς επετύγχανε υψηλές επιδόσεις στην ομολογουμένως μικρή ομάδα μαθητών. Πού αλλού υπάρχει αυτό: μία τάξη τελειοφοίτων με 10 μαθητές; Το ότι σε ένα τόσο μικρό κύκλο η επιτυχία μάθησης είναι ταχύτερη απ’ ότι σε μια υπερπλήρη αίθουσα διδασκαλίας δεν είναι ανάγκη να διευκρινισθεί περισσότερο.

Ομως δεν ήταν μόνο ο μικρός αριθμός μαθητών το μοναδικό προνόμιο της τάξης μου. ‘Ενα ιδιαίτερα ευνοϊκό στοιχείο ήταν – και παραμένει – το ότι ως νεαρός (Γερμανός) μαθητής πήγα σχολείο στην Αθήνα. Στο σημείο αυτό δε θα προχωρήσω σε επαίνους για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Ομως σε ποιο μέρος του κόσμου η ιστορία και ο πολιτισμός που έχουν σφραγίσει τόσο αποφασιστικά τη σκέψη μας, πλησιάζουν περισσότερο παρά στους πρόποδες της Ακρόπολης;

Παρόλα αυτά: Το σχολείο μας δεν ήταν εστία φιλελληνισμού στα δικά μου χρόνια. Η κλασική Ελλάδα έμενε μάλλον στο περιθώριο. Ο Dr. Hirsch – που οι μαθητές με αγάπη ονόμαζαν επίσης “Cervus” – δίδασκε αρχαία ελληνικά με εντατική μέθοδο σε μια ομάδα εργασίας. Η άμεση επαφή με την κλασική αρχαιότητα γινόταν στις τακτικές σχολικές εκδρομές, αν και στις ωραίες αυτές στιγμές δινόταν μεγαλύτερη προσοχή στις επισκέψεις σε ταβέρνα.

Ολα αυτά ίσως ακούγονται αρνητικά, και πιθανώς αταίριαστα για γραπτό της επετείου των εκατό χρόνων της Σχολής. Αλλά πριν από τα σχολικά μου χρόνια στην Αθήνα έμεινα αρκετά χρόνια στο Κάιρο / Αίγυπτο, όπου μέχρι την έβδομη τάξη φοίτησα στη “Γερμανική Ευαγγελική Σχολή”. Η σχολή εκείνη είναι μία ονομαζόμενη “σχολή συνάντησης”, ενώ η ΓΣΑ είναι μία “Σχολή “Ειδικών”. Οι διαφορές δε θα μπορούσαν να ήταν πιο χαρακτηριστικές: ενώ στο Κάιρο Γερμανοί και Αιγύπτιοι κάθονται μαζί στα θρανία, στην Αθήνα, ως γνωστόν, ΤΕλληνες και Γερμανοί μαθαίνουν την ύλη τους σε ξεχωριστά τμήματα. Εδώ δε θα μιλήσουμε για τις αιτίες ύπαρξης διαφορετικών τύπων γερμανικών σχολείων στο εξωτερικό. Παρόλα αυτά σε μια προσωπική αναδρομή ας μου επιτραπεί η παρατήρηση ότι στο Αθηναϊκό “Σχολείο των Ειδικών” (τουλάχιστον) στα δικά μου χρόνια η συνύπαρξη, η συνεργασία μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων μαθητών έμενε περιορισμένη στο ελάχιστο. Η σχολική συνύπαρξη λάμβανε χώρα σε μικρούς κύκλους στο περιθώριο: φυσικά πρέπει κανείς πρώτα απ· όλα να αναφέρει τον αθλητισμό, που έχει τη δύναμη να συνδέει λαούς. Υπό τη διεύθυνση του Gerd Hilbrecht αγωνίζονταν πολλές ηλικίες για αθλητικές τιμές. Ακόμα και η απέχθεια του γυμναστού μας και παλαιού πρωταθλητή Hilbrecht για το δημοφιλές ποδόσφαιρο δεν εμπόδισε να σχηματιστεί τελικά μια οπωσδήποτε ισχυρή (το επίθετο έχει επιλεγεί με σκέψη) ελληνο-γερμανική ομάδα. Οταν σήμερα – μετά από δύο δεκαετίες και πλέον – συναντώ Έλληνες συμμαθητές από τότε, σύντομα η συζήτηση γυρνάει σ· αυτούς τους αγώνες.

Ο κατάλογος από ανέκδοτα και αναμνήσεις είναι μεγάλος.

Παρόλα αυτά η συνεργασία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στην αθλητική συνύπαρξη και αντιπαλότητα. Φυσικά υπήρχαν ακόμα οι καθημερινές συναντήσεις στην αυλή του σχολείου, οι σύντομες συνομιλίες στο μπλε λεωφορείο, όμως και εδώ υπήρχαν διαχωριστικές διαφοροποιήσεις. Ηδη εξωτερικά χαρακτηριστικά τόνιζαν την απόσταση: εμείς – η τότε μικρή ομάδα των Γερμανών – κάναμε οπωσδήποτε εμφανίσεις σύμφωνα με τη μόδα των χίππυς και με μακριά ακατάστατα μαλλιά. Αντίθετα οι Έλληνες συμμαθητές εμφανίζονταν κάθε πρωί στον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας με αυστηρή σχολική στολή και τραγουδούσαν τον Εθνικό ‘Υμνο. Ηταν τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. Το ότι στην Ελλάδα υπήρχε καταπίεση και βασανιστήρια, αυτό δεν αποτελούσε θέμα για τη Γερμανική Σχολή – δεν υπήρχε πολιτικοποίηση. Κι έτσι δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη αλληλεγγύης, όταν το φθινόπωρο του 1973 ξέσπασε στην Αθήνα η εξέγερση στο Πολυτεχνείο και οι Έλληνες μαθητές – παρά τις έντονες προειδοποιήσεις της διοίκησης της Σχολής – προχωρούσαν κατά ομάδες από το Μαρούσι στο κέντρο της πόλης. Ποτέ δε θα ξεχάσω την εικόνα: ο Διευθυντής της σχολής, Dr. Zeidler, στέκεται στην πύλη και εκλιπαρεί κυριολεκτικά τους μαθητές να είναι “λογικοί” και να επιστρέψουν στις τάξεις τους. Αυτοί υποχωρούν μόνο για λόγους τακτικής, για να διαφύγουν λίγα λεπτά αργότερα από τα παράθυρα. Τη βαθύτερη σημασία αυτών των γεγονότων καθώς και το ακριβές παρασκήνιο της αιματηρής διένεξης στο Πολυτεχνείο επρόκειτο να καταλάβω αργότερα ως φοιτητής της Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτικής στο γερμανικό Πανεπιστήμιο. Και να σκεφτεί κανείς ότι ήμουν τόσο κοντά σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα!

Τα θεμέλια για την ακαδημαϊκή και τελικά επαγγελματική μου απασχόληση με την Ελλάδα και τους ‘Ελληνες μπήκαν αυτά τα χρόνια στην Αθήνα. Αρχικά σπούδασα Πολιτολογία και σύντομα ασχολήθηκα με την εξωτερική πολιτική. Το ότι το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής κατόπιν επρόκειτο ακριβώς να είναι οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, οφείλεται στον κυρίαρχο ρόλο της διμερούς προβληματικής σε σχέση με τη διπλωματία των Αθηνών. Φυσικά η επιλογή του διδακτορικού θέματος δεν οφείλετο μόνο σε ακαδημαϊκή φιλοδοξία, μια και προσφερόταν η ευκαιρία για πολυάριθμα – και εν μέρει μεγαλύτερης διάρκειας – μορφωτικά ταξίδια στην Ελλάδα. Μετά τη διδακτορική εργασία, ο επαγγελματικός προσανατολισμός: εθελοντική (άμισθη) εργασία στην Deutsche Welle στην Κολωνία και αμέσως μετά η υπεύθυνη δραστηριότητα του συντάκτη στο Γερμανικό Πρόγραμμα, το οποίο προφανώς στην Ελλάδα έχει πολλούς φίλους. Υπάρχει για έναν επαγγελματικά αρχάριο στη ραδιοφωνία καλύτερη “τονωτική ένεση” (feed back) από τη συχνά λεγόμενη φράση: “σας έχω ακούσει πρόσφατα στο ραδιόφωνο;” Το ίδρυμα Friedrich Naumann μου έδωσε τη δυνατότητα για μια μεγαλύτερης διάρκειας παραμονή στην παλιά αγάπη μου, την Αθήνα.

Το ίδρυμα έψαχνε για το ελληνικό του πρόγραμμα όχι μόνο ένα φιλελεύθερο, αλλά και ένα διευθυντή προγράμματος, που να ξέρει τη Νέα Ελληνική γλώσσα. Τρία χρόνια πέρασα (1990-1993) στην Αθήνα. Στο διάστημα αυτό συσσωρεύονταν οι αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια, έγιναν τυχαίες ή και προγραμματισμένες συναντήσεις με παλιούς συμμαθητές. Αλλά και στην τωρινή αποστολή μου το νήμα αυτό δεν έχει διακοπεί. Ως διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος της Deutsche Welle επέστρεψα μεν (δυστυχώς) στη Γερμανία, όμως το σημείο αναφοράς, δηλαδή η απασχόληση με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της έμεινε. Η γερμανική μου επαγγελματική σταδιοδρομία με πολύ ισχυρή αναφορά στην Ελλάδα βρήκε στο Ρήνο μία καλή συνέχεια. Τις βάσεις – κι αυτό δε θέλω να το ξεχάσω – έβαλε “το παλιό” μας σχολείο στην Αθήνα.

Dr. Ronald Meinardus

Κάντε Εγγραφή στο εβδομαδιαίο Newsletter

* indicates required
Συμπληρώστε το e-mail σας