Ένα σχόλιο του Δημήτρη Χαραλάμπη,Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στοΤμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και Προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της 30.4.2023 με τίτλο “Διασημότητες και εκλογές” και μας το επεσήμανε μεταξύ άλλων και ο Δημήτρης Ηλιόπουλος, συμμαθητής του από την τάξη του ’69.
Διασημότητες, υποτιθέμενες ή όχι, και εκλογές
Γνωστό, πασίγνωστο και εύκολα κατανοητό. Τα κόμματα εντάσσουν στα ψηφοδέλτιά τους γνωστά από τη δημοσιότητα πρόσωπα. Επώνυμες και επώνυμους, “celebrities” που προέρχονται από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο, τη μόδα, ή τον αθλητισμό. Πρόσωπα που προέρχονται από χώρους εκτός πολιτικής απλά και μόνο γιατί είναι αναγνωρίσιμα. Γιατί στο χώρο τους έχουν ένα κοινό θαυμαστών που μπορεί έτσι να εργαλειοποιηθεί πολιτικά, να ψηφίσει δηλαδή το συγκεκριμένο πρόσωπο και μέσω αυτού το κόμμα. Ή ακόμη και να λειτουργήσει καταλυτικά την τελευταία στιγμή και να οδηγήσει στην επιλογή του ψηφοφόρου, ο οποίος μπροστά στον κυκεώνα των ονομάτων της λίστας των υποψηφίων που έχει μπροστά του, κρυμμένος πίσω από αυτό το φοβερό, ή κοινότοπο παραβάν της απόφασης, θα επιλέξει αυτόν που αναγνωρίζει. Θα βάλει τον σταυρό μπροστά από το όνομα αυτού, ή αυτής που πιστεύει ότι γνωρίζει, επειδή τον/την αναγνωρίζει. Τον γνωρίζει. Τον ξέρει, γιατί η εικόνα του είναι γνωστή, τόσο γνωστή όσο άγνωστη πραγματικά είναι η προσωπικότητα και η ποιότητα χαρακτήρα του αναγνωρίσιμου προσώπου, ακόμη και η ίδια η πολιτική του τοποθέτηση, εάν όντως υπάρχει κάτι τέτοιο. Εκτός κάποιων που ήταν ήδη πολιτικοποιημένα άτομα πριν καταστούν λόγω τέχνης, ή αθλητισμού αναγνωρίσιμα, η πλειονότητα επιλέγεται αποκλειστικά και μόνον λόγω της αναγνωρισιμότητας. Οι ίδιοι οι επιλεγέντες αποδέχονται την επιλογή αυτή γιατί μέσω αυτής και επιβεβαιώνεται και σταθεροποιείται η δημόσια παρουσία τους. Άλλωστε και οι σχετικές απολαβές δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες, πόσον μάλλον αυτές του Ευρωκοινοβουλίου.
Τα πρόσφατα γεγονότα επανέφεραν το θέμα στο προσκήνιο. Η συζήτηση στον Τύπο, στα παραδοσιακά ηλεκτρονικά μέσα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «άναψε». Άναψε, όχι μόνο για το συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο από μόνο του έχει ουσιαστικότατη και καθοριστική βαρύτητα γιατί βρίσκεται στον αξιακό πυρήνα της Δημοκρατίας, γιατί αφορά στην προστασία της σωματικής ακεραιότητας και στην προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Άναψε και επί της αρχής του προβληματισμού στον οποίον αναφερόμαστε. Επί της αρχής της λογικής της συμμετοχής των «επωνύμων» στα κομματικά ψηφοδέλτια. Αν, υπό ποιους όρους, υπό ποιες χρονικές, ή άλλες προϋποθέσεις αυτές οι επιλογές είναι ορθές, ή αν νοθεύουν την ίδια τη λογική της ψήφου, ή αν η επιλογή βάσει της αναγνωρισιμότητας δεν είναι παρά μια θεμιτή τακτική του κάθε κόμματος που στόχο έχει την όσον το δυνατόν μεγαλύτερη αύξηση του ποσοστού του, ώστε να πετύχει τον στόχο του, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, ή έστω η συμμετοχή σε αυτή.
Όμως πίσω από αυτή την σχεδόν πια κοινότοπη συζήτηση για την ορθότητα, ή μη της επιλογής υποψηφίων βουλευτών με κριτήριο την αναγνωρισιμότητα καλύπτονται πολύ ουσιαστικότερα ζητήματα που αφορούν στη Δημοκρατία μας. Ζητήματα που αποτελούν κάποιες πλευρές, κάποιες όψεις της γενικότερης λανθάνουσας κρίσης της Δημοκρατίας.
Ενδεικτικά μπορεί κανείς να αναφερθεί σε κάποια σημεία αυτής της κρίσης.
Αρχικά στην ίδια την υποχώρηση του ρόλου του κοινοβουλίου και στη προνομιακή θέση της εκτελεστικής έναντι της νομοθετικής εξουσίας. Ιδιαίτερα σε μια πρωθυπουργοκεντρική Δημοκρατία, όπως η δική μας. Η σύγχρονη κομματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία λειτουργεί αναπαράγοντας συνεχώς συνθήκες πολιτικής πόλωσης, που αποτελούν μετάσταση της υπαρκτής κοινωνικής πόλωσης στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης με αποτέλεσμα τη μετάλλαξή της σε παιχνίδι εξουσίας. Οι βουλευτές, εκτός των ελαχίστων που «παίζουν» στο ηγετικό παιχνίδι, συγκροτούν την εντός του κοινοβουλίου μαθηματικά αναγκαία ομάδα υποστήριξης της κομματικής ηγεσίας και ως εκ τούτου ο ρόλος τους είναι πολύ περισσότερο αριθμητικός παρά πολιτικός. Άρα το ποιος είναι ο/η βουλευτής είναι πολιτικά δευτερεύον, αρκεί να ανταποκρίνεται στον αριθμητικό του ρόλο, τον οποίον καταλαμβάνει δια της αναγνωρισιμότητας.
Στο επίπεδο του Ευρωκοινοβουλίου, η ιδιόμορφη θεσμική του υπόσταση σε συνδυασμό με την τακτική της επιλογής των ευρωβουλευτών από τις εθνικές κυβερνήσεις αποτελεί προφανώς όχι μόνον ένα θετικό πλαίσιο ανάπτυξης του φαινομένου της ατομικής και της θεσμικής διαφθοράς, πράγμα που βεβαίως δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ. Αποτελεί και ένα πλαίσιο, όπου τα κριτήρια για την επιλογή της πλειοψηφίας των εθνικών αντιπροσώπων στο Ευρωκοινοβούλιο εξαρτώνται από τακτικές της εσωτερικής εθνικής πολιτικής και υπάγονται στην ίδια λογική της ηγεσίας για τη θέση του βουλευτή και του κοινοβουλίου.
Η αποχή ως αποτέλεσμα όχι αδιαφορίας, αλλά συνεχούς απογοήτευσης από την πολιτική, κυρίως των νεώτερων εκλογέων, είναι μια επόμενη πλευρά αυτής της κρίσης. Η αντιμετώπισή της δεν είναι πολιτική ούτε θέλει πραγματικά να είναι πολιτική, γιατί αν ήταν θα είχε αντιμετωπίσει αυτή την απογοήτευση. Η αντιμετώπιση είναι επικοινωνιακή. Πρόσωπα από τον λεγόμενο χώρο του life style χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των εκλογέων. Η προσέλκυση είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν οι αριθμοί τους οποίους χρειάζονται οι κομματικές ηγεσίες για να διαμορφώσουν και διαχειριστούν το παιγνίδι της πολιτικής εξουσίας που είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αναπαραγωγής και σταθεροποίησης της κοινωνικής εξουσίας.
Τέλος ας μη ξεχνάμε ότι η ανυπαρξία πολιτικής στρατηγικής και σκοποθεσίας πέραν της απόκτησης, της διατήρησης, ή της αναπαραγωγής της εξουσίας πάντοτε υποκαθίσταται από επικοινωνιακή πολιτική. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα υποκατάστασης της πολιτικής από την επικοινωνιακή πολιτική που έχει γνωρίσει η Δημοκρατία μας ήταν ασφαλώς η καραμανλική πενταετία 2004-2009 και η υποκατάσταση πολιτικής, που με απόλυτη συνέπεια την χαρακτήρισε, ήταν καθοριστική για την πτώχευση της χώρας που ακολούθησε.
Η επικοινωνιακή υποκατάσταση πολιτικής είναι και σήμερα καθοριστικό στοιχείο της έλλειψης βιώσιμης πολιτικής στρατηγικής πέραν της αναπαραγωγής της εξουσίας, γιατί η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και του real estate δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη βιώσιμηπολιτική. Η αναζήτηση αναγνωρίσιμων υποψηφίων από χώρους εκτός πολιτικής είναι καιαυτό μια μορφή υποκατάστασης πολιτικής. Όχι προφανώς η πιο επικίνδυνη. Γιατί ηυποκατάσταση της πολιτικής από επικοινωνιακές στρατηγικές είναι αυτή που παράγειαπογοήτευση και η απογοήτευση ήταν και είναι η ιδανική κλιματική συνθήκη για τηνεπώαση του αυγού του φιδιού.