Τι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε από εκείνον, τώρα που πέταξε για το ουράνιο Πάνθεον των Μεγάλων της ελληνικής Διεθνούς; Μια αναγνωρίσιμη, πρωτότυπη ελληνικότητα. Μια λόγια ροκιά, πατημένη πάνω στους ήχους και τις τεχνικές της ελληνικής παράδοσης και ρίζας. Και μια, φανερή και κρυφή, επαναστατικότητα. Αν θέλετε, μια διαρκή επανάσταση.
«Ανέμισαν μαύρα λάβαρα. Το μαχαίρι, βαφτισμένο (στο αίμα), ανέμισαν. Έλεος, έλεος». Ήταν η στιγμή της μεγάλης συνειδητότητας. Ήξερε ποιος είναι, που πάει, τι θέλει να πει, τι θέλει να καταγγείλει, τι θέλει να φωνάξει. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Και τα κρουστά και οι φωνές, ό,τι πιο αρχαϊκό και πρωτογενές, ακολουθούσαν σε εκείνο το «Ζάβαρα Κάτρα Νέμια, ίλεος, ίλεος», με το οποίο έκανε τον αγώνα του κόντρα στη δικτατορία, αλλά και σε κάθε κατάχρηση εξουσίας. Ελληνικότατος και παγκόσμιος συνάμα, σε μια στιγμή βροντερή και μαγική.