Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι κρύβεται πίσω από την επιθυμία μας να συναντάμε συμμαθητές και συμμαθήτριες τόσα χρόνια μετά. Ποιά είναι η κινητήριος δύναμη που κάνει τους περισσότερους από εμάς να επιδιώκουμε την επαφή;
Ο Ισπανός συγγραφέας Javier Marias, κυκλοφόρησετο 1996 μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Όταν ήμουν θνητός” (“Cuando fui mortal”, 1996), όπου κάνει μία αναφορά στον δεσμό αυτόν με αφορμή το γεγονός ότι αναφέρεται αλλά και απευθύνεται στον συμμαθητή του χρησιμοποιώντας το επώνυμό του:
… στο σχολείο είσαι γνωστός με το το επώνυμό σου μέχρι την εφηβεία. Και, με τον ίδιο τρόπο που, αν διατηρηθεί η επαφή, βλέπει κανείς στον ενήλικο να προβάλλεται πάντα το πρόσωπο του παιδιού με το οποίο μοιράστηκε το ίδιο θρανίο, λες και οι μεταγενέστερες αλλαγές ή ο τονισμός κάποιων χαρακτηριστικών είναι μάσκα και παιχνίδι για να καλυφθεί η ουσία, έτσι και η επίτευξη ή η μη συμπλήρωση των ηλικιών του άλλου μοιάζουν εξωπραγματικές ή μάλλον πλασματικές, σαν σχέδια ή φαντασιώσεις ή αναπαραστάσεις ή φόβοι που αφθονούν στα παιδικά χρόνια , λες και ανάμεσα σ’ αυτούς τους φίλους όλα όσα συμβαίνουν εξακολουθούν να φαίνονται και εξακολουθούν να βιώνονται ως αναμονή -η κύρια κατάσταση της παιδικής ηλικίας , δεν είναι καν επιθυμία-, τα παρόντα, τα παρελθόντα, ακόμα και τα πολύ μακρινά. Σ’ αυτό το είδος των φίλων, κανένα ή λίγα πράγματα μπορούν να ληφθούν πολύ στα σοβαρά γιατί έχει συνηθίσει κανείς να είναι τα πάντα παιχνίδι, εκφρασμένο με σαφήνεια με εκείνες τις στερεότυπες φράσεις που κατόπιν τις εγκαταλείπει για να βγει στον κόσμο: “Έλα να παίξουμε αυτό”, “Έλα να κάνουμε ότι”, “Τώρα είμαι εγώ ο αρχηγός”…