Ένα άρθρο της Άννας Φιλίνη δημοσιεύτηκε το Σάββατο 13 Απριλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών:
ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ ΕΜΣΤ
Ο διαγωνισμός για την πρόσληψη του διευθυντή του ΕΜΣΤ κηρύχθηκε άγονος. Και ενώ ξεκίνησε διάλογος για τους όρους κήρυξης ενός νέου διεθνούς διαγωνισμού, ήδη κινείται η διαδικασία ανοίγματος του Μουσείου, χωρίς να έχει λυθεί σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο το φλέγον πρόβλημα του διευθυντή.
Ουσιαστικά το ερώτημα είναι αν μπορεί να προχωρά το άνοιγμα του μουσείου δίχως την ενεργή και νόμιμη παρουσία του ανθρώπου που με τεράστιους κόπους και θυσίες το έστησε από το 1999, που συγκρότησε τις συλλογές του σύμφωνα με την αρχική σύλληψη για την ίδρυση στην Ελλάδα ενός μουσείου Σύγχρονης Τέχνης σε αντιστοιχία με τα μουσεία Σύγχρονης Τέχνης σε όλες τις μητροπόλεις του κόσμου στον καινούργιο αιώνα, δίχως τον άνθρωπο που καθόρισε σε συσχετισμό με τις συλλογές όλον τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του.
Η μεγάλη ανατροπή στην πορεία του ΕΜΣΤ έγινε τον Δεκέμβριο του 2014, όταν καθαιρέθηκε από τον τότε υπουργό της ΝΔ Τασούλα η νόμιμη διευθύντρια του ΕΜΣΤ Άννα Καφέτση, ενώ το κτίριο μετά από μάχες πολλών χρόνων είχε επί τέλους ολοκληρωθεί, είχαν πρόσφατα εγκριθεί οι μουσειολογικές μελέτες, είχε υπάρξει οικονομική συμφωνία 3 εκατομμυρίων με το Ίδρυμα Νιάρχου, είχε προγραμματιστεί το άνοιγμά του στους αμέσως επόμενους μήνες. Η καθαίρεση έγινε από την τότε κυβέρνηση ΝΔ καθώς προωθούσε εσπευσμένα να ανοίξει άρον-άρον έστω δύο αίθουσες του νέου μουσείου πριν τις εκλογές, πράγμα που η διευθύντρια δεν δέχθηκε. Σε αντιστοιχία με την τότε κυβέρνηση γίνονταν υπονομευτικές κινήσεις της τότε αντιπροέδρου του ΔΣ του Μουσείου σε άμεση σχέση με την τότε ηγεσία της Τράπεζας Πειραιώς, που βρίσκονταν σε σοβαρή οικονομική αντιδικία με το Μουσείο. Υπήρξε μαζική κατακραυγή του καλλιτεχνικού κόσμου για την βίαιη καθαίρεση της Καφέτση. Οι υπουργοί της κυβέρνησης της αριστεράς που ήρθαν μετά το 2015, όλοι υποσχέθηκαν αποκατάσταση και δικαίωση. Αυτό δεν έγινε. Ας υποθέσουμε ότι λόγος αθέτησης της υπόσχεσης ήταν ότι υπήρχε φόβος, μήπως μια νέα ανατροπή θα καθυστερούσε επί πλέον το επιδιωκόμενο άνοιγμα.
Όμως το ΕΜΣΤ δεν άνοιξε εδώ και 4,5 χρόνια. Αυτό ήταν τυχαίο; Είχε να κάνει με ανικανότητα της διεύθυνσης που ακολούθησε; Θεωρώ πως όποιες καλές προθέσεις κι αν είχαν υπάρξει, το Μουσείο μπορούσε να ανοίξει μόνον με την διεύθυνση του ανθρώπου που γνώριζε τις συλλογές του και το έστησε από την αρχή. Δεν είναι τυχαίο ότι και η μουσειολογική μελέτη που συντάχθηκε στη συνέχεια, αποτελεί παραλλαγή της αρχικής μελέτης της επί 16 χρόνια διευθύντριας.
Στα τέλη του ’18 κηρύχτηκε για πρώτη φορά ανοιχτός διαγωνισμός για τη θέση του διευθυντή. Τον υποστηρίξαμε: πιστέψαμε καλόπιστα ότι η αλήθεια έπρεπε και μπορούσε να λάμψει! Πραγματικά, σύμφωνα με πληροφορίες που αργότερα κυκλοφόρησαν, τα μόρια που συγκέντρωσαν οι δύο πρώην διευθύντριες ήταν εξαιρετικά υψηλότερα από των υπολοίπων. Ειπώθηκε όμως ότι τους έλειπαν τα πιστοποιητικά γνώσης της αγγλικής γλώσσας, ενώ άλλοι υποψήφιοι δεν είχαν προσκομίσει τα πιστοποιητικά σπουδών τους. Διακόπηκε η διαδικασία, οι διαγωνιζόμενοι δεν κλήθηκαν στην προγραμματισμένη συνέντευξη, δεν συζητήθηκαν καν οι προτάσεις που τους είχαν ζητηθεί σχετικά με το όραμά τους για το ΕΜΣΤ. Πριν καλά-καλά εξετασθούν οι ενστάσεις, ανακοινώθηκε ότι ο διαγωνισμός βγήκε άγονος, έφταιγαν οι συμμετέχοντες, ότι θα κηρυχθεί νέος διαγωνισμός, αυτή τη φορά διεθνής.
Την Τετάρτη 3 Απριλίου 2019 παραβρεθήκαμε μετά από πρόσκληση σε σύσκεψη υπό την Υπουργό στο αμφιθέατρο του ΥΠΠΟΑ. Ακούστηκαν από ιστορικούς τέχνης, μουσειολόγους, καλλιτέχνες διαφορετικές απόψεις για τα κριτήρια, υπήρξαν και συγκλίσεις, όπως ότι ένας διαγωνισμός για διευθυντή μουσείου δεν μπορεί να υπόκειται σε ίδια διαδικασία με αυτήν για την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου. Ο πρόεδρος της ΑΙCA Μανώλης Μαυρομμάτης που μίλησε πρώτος, υποστήριξε ότι σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία, σε τέτοιες περιπτώσεις οι διαγωνισμοί δεν κηρύσσονται άγονοι, προβλέπεται η διαδικασία «συνεκτίμησης» των προσόντων των υποψηφίων. Αυτό βρήκε σύμφωνους πολλούς παρόντες και αναρωτιέται κανείς γιατί από την αρχή δεν προβλέφθηκε από το ΥΠΠΟΑ τέτοια διαδικασία ή γιατί δεν αναγνωρίστηκε στη συνέχεια, προκειμένου να αποφευχθεί το αδιέξοδο, που τελικά οδήγησε σε μια λύση έκτακτων διορισμών.
Τώρα προωθείται το άνοιγμα του Μουσείου με προσωρινά μέτρα στο επίπεδο της διεύθυνσης και με τη συμμετοχή των μονίμων επιμελητών του Μουσείου. Αυτοί που κλήθηκαν να συνδράμουν, παρά την ιστορία και την ηθική τους υπόσταση, ιχνηλατούν σε ένα νέο πεδίο, όπου είναι βαριά η απουσία του ανθρώπου, που συνέλαβε το όραμα και δημιούργησε το ΕΜΣΤ, του ανθρώπου που συνεχίζει αδιάκοπα να υπηρετεί τη σύγχρονη τέχνη σε όποιο μετερίζι κι αν βρίσκεται. Είναι αυτό επιστημονικά σωστό; Προβλέπεται θεσμικά; Είναι ηθικά δίκαιο; Απαντώ αναφέροντας την περίπτωση του ανασυγκροτημένου Μουσείου Πικάσσο στο Παρίσι: Η Αnne Baltassari, παλιά διευθύντρια του Μουσείου (θαύμασα εκεί το 2006 την σπουδαία της έκθεση Picasso-Dora Maar), που επί χρόνια είχε σχεδιάσει το νέο Μουσείο Πικάσσο, κλήθηκε να εργαστεί για το νέο άνοιγμά του. Κρίθηκε αδιανόητη η απουσία της.
Οι καιροί απαιτούν θάρρος, επιστημονική και πολιτική υπευθυνότητα, αλλά και αίσθηση δικαίου.
Άννα Φιλίνη