Και ξαφνικά λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο στις 11 του μήνα, χάσαμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον σπουδαίο Θεσσαλονικιό ποιητή, που το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης, που ζούσε μόνιμα στην Θεσσσαλονίκη, που ήταν “Εναντίον” των βραβεύσεων, που ψήφιζε πάντα “λευκό και που όπως συνήθιζε να ξεκαθαρίζει για την ποίησή σε σχέση με τον Καβάφη: “…η βασικότερη διαφορά είναι ότι ο Καβάφης είναι φιλήδονος, ενώ εγώ γράφω για την αγωνία της ερωτικής στέρησης”.
Δανειζόμαστε από το άρθρο του Χρήστου Παρίδη στο lifo.gr:
“Στα χρόνια της Κατοχής κόντεψε να πεθάνει δύο φορές από την ασιτία. Λίγο αργότερα, με ένα κασελάκι κρεμασμένο στο στήθος και με την πραμάτεια του, τσιγάρα, παστέλια και καρτ ποστάλ, έβγαζε ένα στοιχειώδες μεροκάματο για να μπορεί να επιβιώνει. Εκείνα ακριβώς τα χρόνια, με αιματηρές οικονομικές θυσίες, γράφτηκε συνδρομητής στο παιδικό περιοδικό «Ελληνόπουλο» με το ψευδώνυμο «Το Χριστιανόπουλο», με το οποίο δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, «Παράπονο ξενιτεμένου», το οποίο και μελοποίησε εμπειρικά. Τότε άρχισε να γράφει ποιήματα, που τελικά έφτασαν τα 300! Το 1945 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό με τίτλο «Χριστιανόπουλο» σε τέσσερα χειρόγραφα αντίτυπα με 16 έγχρωμες εικονογραφημένες σελίδες. Η κυκλοφορία του συνεχίστηκε άλλα δύο χρόνια και ο ίδιος το υπέγραφε ως Ντίνος Χριστιανόπουλος. Έβγαλε συνολικά δέκα τεύχη”.
Δεν είχε σχέση με την Σχολή μας, όμως οι παλαιότεροι ήμασταν ακόμη σχολείο όταν ακούσαμε τις λίγεςγραμμές που δάνεισε στον Διονύση Σαββόπουλο και που τραγούδησε μοναδικά η Δόμνα Σαμίου στα “Δέκα Χρόνια Κομμάτια”:
“Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, ποτέ δε λένε την αλήθεια, ο κόσμος υποφέρει και πεινά, κι εσείς τα ίδια παραμύθια,
Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα μα δεν ταιριάζουνε σε μένα…”
Αντισυμβατικός, καυστικός, ειρωνικός, δηκτικός, αθυρόστομος, σοφός, σχολίαζε συνεχώς τα έργα και τις ζωές όλων. Ανήμερα της παγκόσμιας μέρας της ποίησης, της πρώτης μέρας της Άνοιξης, ανήμερα και των γενεθλίων του (γεννήθηκε 21 Μαρτίου 1931, ημέρα της Εαρινής Ισημερίας), απαντούσε πριν από πέντε χρόνια στην ερώτηση του Αθηναϊκού-Μακεδονικού ΠΕ: «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση;»
“Ακανθώδες το ερώτημα και δε νομίζω να δύναται κανείς να δώσει τη σωστή απάντηση. Ίσως, θα μπορούσα να πω ότι δίνει έκφραση στην ψυχική ανάγκη μιας μερίδας ανθρώπων που λέγονται ποιητές. Ίσως και σε ορισμένους από τους αναγνώστες τους. Είναι απίθανο μυστήριο αυτό της ποίησης… Εμένα, πάντα μου άρεσαν- μου αρέσουν πολύ, οι λέξεις… Δεν μπορώ όμως να διεισδύσω σ αυτό το μυστήριο που λέγεται ποίηση… Μπορεί όμως η ποίηση να αναστείλει πολέμους, να δώσει λύση σ’ αυτή την κρίση που βιώνουμε; Δε νομίζω…”.
Είχε μεγάλη αγάπη για το ρεμπέτικο και τον Τσιτσάνη:
“Η σημασία του Τσιτσάνη στο ρεμπέτικο είναι μεγαλύτερη από τη σημασία που έχει ο Σεφέρης στον χώρο της ποίησης. Γι’ αυτό και τον συνδέω με τον Καβάφη. Γι’ αυτό και θυσίασα τόσα χρόνια κι έχυσα τα μάτια μου. Μια πραγματική θυσία εις βάρος του δικού μου δημιουργικού έργου στον χώρο του τραγουδιού.”
“Το ρεμπέτικο είναι η πολιτιστική αξία του ελληνισμού. Σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει σύγχρονο λαϊκό τραγούδι..
Μόνο στην Πορτογαλία τα φάντος και στην Ελλάδα το ρεμπέτικο είναι οι τελευταίες εστίες του…”
Θα μπούμε βέβαια στον πειρασμό να αναφέρουμε κάποιες κουβέντες του αντιγράφοντας μερικές αράδες από τα “Μικρά Ποιήματα”:
“…να ζούμε δίπλα σε πηγές και σε ποτάμια και σεις να πίνετε νερά εμφιαλωμένα!”
“…αλήθεια πόσο σκλάβος μπορεί να ‘ναι ο πρόεδρος του σωματέιου των σκλάβων;”
“…όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει – τόσες πληγές μόνο το νόμπελ μπόρεσε να τις γιατρέψει”
“…ώστε σου κακοφάνηκε που η κρεμ καραμελέ μύριζε κρεμμυδάκι, μα τι περίμενες λοιπόν από γλυκά εστιατορίου;”
“…και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως είμαι σπόρος”
“…για σένα μιά ακόμα δοκιμή, για μένα μιά δοκιμασία ακόμα”
“…τα πάντα κρέμονται από μία κλωστή, μονάχα ο έρωτας κρέμεται από μία τρίχα”
“…όλοι είναι όμορφοι, κατάλληλοι για συντροφιά – όλοι είναι εύκολοι, όταν κλωτσαέι η μοναξιά – γιατί λοιπόν τόση ερημιά;”