Προτάσεις και ιδέες που διατυπώνονται αυτήν την περίοδο σε think tanks και συνέδρια είναι πολύ πιο εύστοχες και εποικοδομητικές από κυβερνητικές αποφάσεις ή τις αντιπολιτευτικές κραυγές
Η περίοδος της πανδημίας έχει επιβάλλει τις συνθήκες της και στην πολιτική διαδικασία. Κυβερνήσεις ανά τον κόσμο βρέθηκαν αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την επέλαση του covid-19, ενώ την ίδια στιγμή οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις προσαρμόζουν τη δράση ή την αντίδρασή τους στην ίδια συνθήκη.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, στο τέλος μίας μακράς και διαβρωτικής κρίσης, στην διάρκεια της οποίας παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις κατέρρευσαν και λαϊκιστικές και διχαστικές φωνές κυριάρχησαν, η πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερο φαινόμενο.
Από τη μία πλευρά, μία κυβέρνηση, η οποία εν πολλοίς ψηφίστηκε με αίτημα την επιστροφή σε κάποια κανονικότητα, διαχειρίζεται μία άκρως αντικανονική κατάσταση. Παρά ταύτα, αυτό συνδυάζεται με πρωτοφανείς δημοσιονομικές ελευθερίες και μία επίσης πρωτοφανή αποδοχή της μεταρρυθμιστικής αναγκαιότητας, την οποία προς το παρόν δεν φαίνεται να αξιοποιεί (με εξαίρεση την ταχεία ψηφιοποίηση πολλών διαδικασιών). Από την άλλη, μία αντιπολίτευση, η οποία μαθημένη καθώς είναι στον μηδενιστικό λόγο, αδυνατεί να παρακολουθήσει την εποχή και να αρθρώσει προτάσεις που να υπερβαίνουν στερεότυπα και παρωχημένες αντιλήψεις.
Αποτέλεσμα είναι, η χώρα να βρίσκεται αντιμέτωπη με επίμονες προκλήσεις για εκσυχρονισμό, κάλυψη του χάσματος από τον διεθνή ανταγωνισμό σε πολλά και κρίσιμα πεδία, αλλά παρά ταύτα χωρίς μία αποφασισμένη στρατηγική για την πορεία της στο μέλλον.
Νέος πολιτικός λόγος
Όσο το έλλειμμα αυτό γίνεται αισθητό στην κεντρική και θεσμοθετημένη πολιτική σκηνή, άλλες παράλληλες διαδικασίες αποδεικνύονται πολύ πιο παραγωγικές ως προς την διατύπωση ιδεών, πολιτικού λόγου και εν τέλει, προτάσεων για την προσαρμογή της Ελλάδας στο σύγχρονο και απαιτητικό διεθνές περιβάλλον.
Think tanks και συνέδρια, τα οποία κατά κανόνα συγκεντρώνουν παράγοντες της πολιτικής, της οικονομίας, της αγοράς και της διανόησης, συχνά καταλήγουν σε συμπυκνωμένες διαπιστώσεις και συμπεράσματα και σε έναν νέο πολιτικό λόγο. Κατά κανόνα, αυτός είναι πολύ πιο εύστοχος και παρεμβατικός από εκείνον ο οποίος διατυπώνεται στο θεσμικό πεδίο.
Ασφαλιστικό, μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο, ψηφιακός μετασχηματισμός, αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων, εθνικά θέματα, εξετάζονται και προσεγγίζονται σε αυτά τα fora με τρόπο ουσιαστικό και ρεαλιστικό, τον οποίο δεν συναντά κανείς στην συμβατική πολιτική διαδικασία.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό είναι κάτι το αυτονόητο. Πλην όμως, οι ανάγκες της χώρας και η υστέρηση των πολιτικών διαχειριστών της να αντεπεξέλθουν σε αυτές, καθιστά την παράλληλη αυτή διαδικασία εξαιρετικά χρήσιμη και διαμορφώνει σταδιακά μία νέα αντίληψη.
Με… χορηγό την πανδημία
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η διάχυση του νέου αυτού πολιτικού λόγου έχει, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθηθεί σημαντικά από την πανδημία. Συνέδρια και συζητήσεις τα οποία σε συνθήκες κανονικότητας θα διεξάγονταν με ένα πεπερασμένο κοινό, σήμερα και μέσω της τεχνολογίας, παρακολουθούνται από ένα πολύ διευρυμένο ακροατήριο.
Χαρακτηριστικές πρωτοβουλίες τέτοιου τύπου είναι οι συζητήσεις του Κύκλου Ιδεών, οι αντίστοιχες του Δικτύου, οι έρευνες της διαΝΕΟσις, οι παρεμβάσεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, ή του ΙΟΒΕ, κ.ά. – πολλά από αυτά μάλιστα σε μεταξύ τους συνέργειες.
Το πρόσφατο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με θέμα «Η Ελλάδα μετά (;) την πανδημία», ήταν ενδεικτικό της περιγραφόμενης διαδικασίας. Συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ την επόμενη δεκαετία, τις πραγματικές οικονομικές προκλήσεις μετά την πανδημική κρίση, τα ελλητουρκικά ή την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διεξήχθησαν με τρόπο διεξοδικό και αν μη τι άλλο, διαμόρφωσαν ένα πλέγμα ερεθισμάτων και προκλήσεων για την εφαρμοσμένη πολιτική.
Όλα αυτά δεν έχουν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, δεδομένου ότι προέρχονται από πρόσωπα, τα οποία έχουν ασκήσει πολιτική εξουσία και έχουν κατά κανόνα μεταρρυθμιστικά «διαπιστευτήρια», ή από ανθρώπους της αγοράς και θεσμικούς παράγοντες, όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας.
Με το βλέμμα στην επόμενη δεκαετία
«Είναι ένα άλλο είδος πολιτικής που υπερβαίνει κόμματα και στερεότυπα, με έναν λόγο απροκατάληπτο», λέει σχετικά ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος, επικεφαλής του Κύκλου Ιδεών. Ο ίδιος επισημαίνει την σημασία της τεχνολογίας ως προς την προσέγγιση ενός ευρύτερου κοινού και προσθέτει ότι το κρίσιμο στοιχείο είναι η ανταπόκριση που θα βρουν οι προτάσεις και αναλύσεις στον κόσμο και στις πολιτικές δυνάμεις. «Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να επιμένουμε και να επανερχόμαστε», λέει. Επισημαίνει όμως και ότι «πρέπει να είναι σαφές ότι πίσω από αυτά δεν υπάρχει πολιτική υστεροβουλία» και θεωρεί ότι αυτό είναι καθοριστική παράμετρος για την αξιοπιστία αυτής της «άλλου είδους πολιτικής».
«Βλέπω την ανταπόκριση στις συζητήσεις με τον κόσμο», λέει την ίδια στιγμή η επικεφαλής του Δικτύου, Άννα Διαμαντοπούλου, πρώην υπουργός και Επίτροπος στην ΕΕ, προσθέτοντας ότι «πρέπει εγκαίρως να δούμε τι θα γίνει όταν πάψουμε να ζούμε σε συνθήκες κρίσης» και στα λεγόμενα της διακρίνει κανείς μία αναζήτηση για την πολιτική αντιστοίχιση των όσων συζητούνται στους κύκλους προβληματισμού. Ταυτόχρονα λέει ότι «η σημερινή κυβέρνηση έχει “χορηγό” την τριπλή κρίση (σ.σ. πανδημία, εθνικά θέματα, οικονομία)», ενώ επισημαίνει ότι είναι κρίσιμο να μην διαψευστούν οι μεταρρυθμιστικές προσδοκίες, δεδομένου ότι η ΝΔ δεν ψηφίστηκε στις τελευταίες εκλογές από ένα ομοιογενές, παραδοσιακά «δεξιό» σώμα ψηφοφόρων.
Ο Τάσος Γιαννίτσης συμμετείχε και εφέτος στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με μία παρέμβαση για το ασφαλιστικό. Μίλησε για την αντιδιαστολή ενός «αξιόπιστου και ενός πολιτικά αποδεκτού συστήματος», εκφράζοντας όμως την ίδια στιγμή την αμφιβολία του ως προς το αν μία αξιόπιστη μεταρρύθμιση είναι αυτή τη στιγμή μία ρεαλιστική προσδοκία.
Κατά τον πρώην υπουργό, ο οποίος ως γνωστόν επιχείρησε μία καίρια μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού προ 20 ετών, με τις γνωστές συνέπειες, «υπάρχει ένας κόσμος ο οποίος δεν εκφράζεται πολιτικά, δεν είναι σταθεροί κομματικοί ψηφοφόροι και που ενδεχομένως θα επιζητούσε να συγκεντρωθεί σε μία κίνηση. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο».
Εκτιμά ότι η τρέχουσα περίοδος της κρίσης ίσως να συνιστά και ως προς τούτο μία ευκαιρία και πάντως θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής. «Υπάρχουν ασύλληπτα μεγάλοι κίνδυνοι και προκλήσεις για την Ελλάδα. Η δεκαετία 2020-2030 είναι μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδος. Αν δεν έχουν συμβεί κάποια πράγματα μέσα σε αυτήν, κινδυνεύουμε να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδες καταστάσεις», σημειώνει ο κ. Γιαννίτσης.
– το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ της 4.10.2020