Στο λιμάνι του Πειραιά ταξιτζήδες κάνουν ουρά έξω από τις πύλες, στις οποίες καταπλέουν πλοία και «δελφίνια». Ρωτούν τους επιβάτες πού πάνε. Επιλέγουν πελάτες. Προτιμούν ξένους και αδαείς για να αρχίσουν να τους αραδιάζουν πρόσθετες χρεώσεις στο τέλος και να φουσκώσουν τον λογαριασμό (τόσο το λιμάνι, τόσο η βαλίτσα, κ.λπ.). Ενίοτε βάζουν διπλή ταρίφα κι ας είναι μέρα μεσημέρι. Αν αντιδράσει κανείς τον πετούν έξω: «Εσένα, φίλε μου, δεν σε θέλω μέσα στο ταξί μου. Κατέβα τώρα».
Κι αν η (αληθινή αυτή) ιστορία είναι κάπως ακραία και άρα σπάνια, ο καθημερινός συγχρωτισμός επιβεβαιώνει τα εξής: τσαμπουκάς, αγένεια, χαμηλό επίπεδο παροχής υπηρεσιών. Μάσκα στο πιγούνι, δυνατή μουσική, θεωρίες συνωμοσίας πιο ευφάνταστες κι από του Μελ Γκίμπσον και απορίες όπως «μήπως μπορώ να καπνίσω ένα τσιγάρο γιατί είμαι χαρμάνης καμιά ώρα», «να σταματήσουμε ένα λεπτό να πάρω ένα καφέ γιατί δεν την παλεύω;».