Μέσα στο κλίμα των Ευρωκλογών και πολλαπλών ανασχηματισμών και μελλοντικών ανακατατάξεων, εωρτάσθηκε ποικιλοτρόπως η απόβαση στην Νορμανδία, με πάσα μεγαλοπρέπεια. 80 έτη από εκείνη την Τρίτη της 6ης Ιουνίου 1944.
Λησμονήσαμε όμως κάτι. Ο Γερμανός κατακτητής δεν είχε είπη την τελευταία του λέξη. Τέσσερεις ημέρες μετά , το Σάββατο 10 Ιουνίου 1944, ο στρατός των Ναζί συνέχιζε την προσπάθειά του να ολοκληρώση την δημιουργία μίας νέας Ευρώπης με την σφαγή στο Δίστομο. Δολοφόνησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη, όλοι 228. Έκαψαν ό,τι μπορούσε να καή, μαζί με τους ανθρώπους. Την αυτή ημέρα, την 10ην Ιουνίου 1944, οι Ναζί ισοπέδωσαν το χωριό Oradour sur-Glane, βορείως της Limoges, και τα θύματα ανέρχονταν σε 642. Το χωριό δεν κτίσθηκε εκ νέου με διαταγή του στρατηγού De Gaulle για να ενθυμούνται οι νεώτεροι. Στο νέο χωριό, σε μικρή απόσταση, ένας δρόμος φέρει την ονομασία Δίστομο.
Ο Γενικός Γραμματεύς της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Βασίλειος Πετράκος [Πειραιεύς 1932-], τακτικόν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, διατελέσας και Γενικός Γραμματεύς της [2010-2020], καταθέτει την ακόλουθη μαρτυρία: ” Τον Ιούλιο του 1959 πήγα για υπηρεσία στο Δίστομο. Ξαφνιάστηκα μπαίνοντας στο χωριό. Κοριτσάκια πέντε, επτά, δέκα, χρόνων, όλα ντυμένα στα μαύρα. Οι νέοι γονείς τους , εκείνοι που γλίτωσαν από τον όλεθρο, ζούσαν. Όμως πενθούσαν ακόμη οι οικογένειες την σφαγή των δικών τους. Είχαν περάσει 15 χρόνια και τα πυρπολημένα σπίτια είχαν ξαναχτισθεί. Μόνο οι πλάκες με χαραγμένα ονόματα , ομάδες αμέτρητες με πέντε -έξι, δέκα όμοια επίθετα , έμεναν και μένουν υπόμνημα του εγκλήματος. Γέροντες, γονείς, παιδιά, και μαζί τα νήπια, και τα αβάπτιστα σφαγιάστηκαν χωρίς διάκριση, χωρίς οίκτο, και δεν έμενε γονέας να θάψη το παιδι του και ούτε παιδιά τους γονείς του”. [Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 2017, σ. 224].
Σήμερα, σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης και σε μία Ευρώπη που ψάχνει τον εαυτόν της, ποιός θυμάται το Δίστομο?
έρρωσθε εν παντί και πανοικεί!