Ο Παύλος Παπαδόπουλος παρουσιάζει στην εφημερίδα “Καθημερινή” δύο βίους παράλληλους: της Λούκας Κατσέλη και του Τάσου Γιαννίτση, όπου όμως ταυτόχρονα αναφέρει ότι ο Τάσος Γιαννίτσης αποχώρησε τον προηγούμενο Νοέμβριο από την διαδικασία της υποψηφιότητας για την έδρα στην Ακαδημία Αθηνών:
Αντί για σύγκλιση, η προεδρική εκλογή επισημοποιεί την απόσταση μεταξύ των κομμάτων της Κεντροαριστεράς. Μήπως είναι ενδεικτικό ότι οι δύο υποψήφιοι προέρχονται από τα αντίπαλα ρεύματα του πάλαι ποτέ μεγάλου κόμματος;
Oταν έπεσε η Πόλη στους Οθωμανούς, το 1453, οι ευγενείς του Βυζαντίου ξενιτεύτηκαν. Αλλοι πήγαν στη Βενετία και στη Γένοβα, και άλλοι κλείστηκαν στον Μυστρά, στο Άγιον Ορος και στη Μονή του Σινά. Υπήρχαν και αυτοί που έμειναν και συνεργάστηκαν με τους κατακτητές κατορθώνοντας έτσι (όσοι γλίτωσαν από τον αποκεφαλισμό) να αλώσουν την αυτοκρατορία «από μέσα». Ετσι έγινε και με το ΠΑΣΟΚ όταν έπεσε από την εξουσία το 2015. Αλλοι «ευγενείς» του κόμματος άλωσαν την Αριστερά και τη Δεξιά «από μέσα», άλλοι πήγαν εξορία στον ιδιωτικό τομέα, στα πανεπιστήμια και στις δεξαμενές σκέψης, και άλλοι αποφάσισαν να μονάσουν μέσα στο κίνημα υποστηρίζοντας τους αιώνιους πασπίτες που το κληρονόμησαν.
Πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ έκλεισε δέκα συναπτά έτη εκτός εξουσίας, αλλά οι ιδέες, οι αντιφάσεις, τα συνθήματα, τα οράματα, τα συντροφικά μαχαιρώματα και, φυσικά, οι διαχρονικοί πρωταγωνιστές του φαίνεται ότι θα μας απασχολούν στο διηνεκές.
Η Λούκα Κατσέλη και ο Τάσος Γιαννίτσης είναι δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι, ακαδημαϊκοί, πολιτικοί και πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, αλλά το πεπρωμένο εδώ και δεκαετίες τούς έχει εγκλωβίσει σε βίους παράλληλους. Οι υποψηφιότητές τους για την Προεδρία της Δημοκρατίας (με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα) είναι η καινούργια αντίστιξη πάνω σε μια ατέρμονη πολιτική φούγκα με πολλές απροσδόκητες αντιστοιχίες.
Είναι και οι δύο οικονομολόγοι, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποψήφιοι μέχρι πρότινος για την ίδια έδρα στην Ακαδημία Αθηνών (ο Γιαννίτσης αποχώρησε από τη διαδικασία τον Νοέμβριο). Η Κατσέλη βρήκε μπροστά της τρεις φορές τον Κώστα Σημίτη και τρεις φορές παραιτήθηκε από κυβερνητικές θέσεις επειδή δεν ανήκε στο ρεύμα των εκσυγχρονιστών: το 1985 από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το 1986 από το ΚΕΠΕ και το 1996 από τη θέση της ειδικής συμβούλου στο Οικονομικό Γραφείο Πρωθυπουργού που κατείχε επί Παπανδρέου.
Ο Τάσος είπε τρεις φορές «όχι» στον Σημίτη (1978, 1981, 1985), για να πει τελικά το «ναι» το 1996. Ήταν ήδη επικεφαλής στο Οικονομικό Γραφείο Πρωθυπουργού επί Ανδρέα Παπανδρέου (1993-96) όταν δέχθηκε να συνεχίσει στην ίδια θέση. Το 2000 αναβαθμίστηκε σε υπουργό Εργασίας.
Ο Γιαννίτσης μίλησε για πρώτη φορά με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ το 1990, όταν, ως μέλος της επιτροπής Αγγελόπουλου και ως στενός συνεργάτης του Γιώργου Γεννηματά, τον ενημέρωσε εγκαίρως τηλεφωνικά ότι ένας δάκτυλος της Νέας Δημοκρατίας είχε φροντίσει ώστε το πόρισμα της επιτροπής για τα μαύρα χάλια της ελληνικής οικονομίας να διαρρεύσει στον Τύπο λίγο πριν από τις εκλογές του Απριλίου εκείνης της χρονιάς. «Σας ευχαριστώ», του απάντησε ψύχραιμα ο Παπανδρέου.
Ενα μπουζούκι στη Βοστώνη
Η Κατσέλη γνώρισε τον Παπανδρέου τη δεκαετία του ’60 στο πατρικό σπίτι της στην Αθήνα, όταν ήταν ακόμη μαθήτρια. Ο Ανδρέας ήταν φίλος του πατέρα της, του σκηνοθέτη και δασκάλου του θεάτρου Πέλου Κατσέλη, και της μητέρας της, ηθοποιού και τραγωδού Αλέκας Κατσέλη.
Το 1969, η 17χρονη Λούκα έγινε δεκτή με υποτροφία στο Κολέγιο Σμιθ της Βοστώνης. Μια μέρα μαζί με τον τότε σύζυγό της Στρατή Παπαευστρατίου πήγαν στο Τορόντο για να επισκεφθούν τον Ανδρέα και τη Μαργαρίτα Παπανδρέου και εντάχθηκαν στο ΠΑΚ. Στη Βοστώνη, η Λούκα έκανε παρέα με τον Αντώνη Σαμαρά και τον Γιώργο Παπανδρέου. Μια μέρα ο Γιώργος τής ζήτησε να του φέρει ένα μπουζούκι όταν επιστρέψει από τις καλοκαιρινές διακοπές της στην Ελλάδα. Πράγματι, η Λούκα κουβάλησε στην Αμερική ένα μπουζούκι για τον Γιώργο. Παπανδρέου και Σαμαράς σπούδαζαν και συγκατοικούσαν στο Κολέγιο Αμχερστ, το οποίο βρίσκεται δίπλα στο Σμιθ. Λέγεται μάλιστα ότι ο Σαμαράς δήλωνε καταγοητευμένος από την ομορφιά και το μυαλό της.
Η δημοτικότητα της Κατσέλη εκτοξεύθηκε με τον περίφημο «νόμο Κατσέλη». Οι τραπεζίτες τη γλωσσότρωγαν. Η ίδια απαντούσε ότι πρόκειται για έναν δίκαιο νόμο.
Ακόμη πιο γοητευμένος ήταν ο Γεράσιμος Αρσένης, όταν γνωρίστηκαν το 1980. Ο Ανδρέας τής ανέθεσε να οργανώσει το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπου μίλησαν διανοούμενοι όπως οι μαρξιστές Σαμίρ Αμίν και Πολ Σουίζι, και της ζήτησε να καλέσει τον Αρσένη, που ήταν ανώτατο στέλεχος του ΟΟΣΑ. Παντρεύτηκαν, απέκτησαν ένα παιδί, την ηθοποιό Αμαλία Αρσένη (είχαν ακόμη τρία παιδιά από προηγούμενους γάμους), και έζησαν αχώριστοι έως το 2016, οπότε ο Αρσένης έφυγε από τη ζωή.
Το 1969, ο 25άρης Τάσος ήταν ένα άγριο νιάτο με σχετικά μακρύ μαλλί (παρότι δεν το παραδέχεται έτσι ακριβώς) και έκανε το μεταπτυχιακό του στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου, που εκείνη την εποχή ήταν το λίκνο μιας εξέγερσης των φοιτητών ανάλογης του γαλλικού Μάη. Ο νεαρός Γιαννίτσης ζούσε με τη γυναίκα του, την αρχιτέκτονα Αννα Στεφανοπούλου. Συνδύαζε τη μελέτη επάνω στην επίδραση των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία με τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, στις οποίες πρωτοστατούσε ο Ρούντι Ντούτσκε, ένας Γερμανός φοιτητής κοντά στα τριάντα, που την είχε κοπανήσει από το Ανατολικό Βερολίνο και είχε φτάσει να υποστηρίζει ακόμη και την ένοπλη πάλη.
Η Λούκα όταν ήταν μικρή μόλις τελείωνε τα μαθήματα κατέβαινε στη σχολή του πατέρα της και παρακολουθούσε τις πρόβες των θεατρικών έργων. Είχε κλίση στην υποκριτική, όπως άλλωστε και η αδελφή της, η ηθοποιός Νόρα Κατσέλη. Στο Κολέγιο Σμιθ υποδύθηκε την Εκάβη σε ένα ανέβασμα των «Τρωάδων». Ξαφνικά αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να γίνει ηθοποιός, αλλά ο πατέρας της τής έκοψε τη φόρα: «Εσύ, Λουκάκι, θα κάνεις μαθηματικά». Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πρίνστον. Ο πατέρας της ήταν περήφανος για τις επιτυχίες της, αφού έφτασε να γίνει αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Γέιλ, αλλά λίγο πριν φύγει από τη ζωή, το 1981, τής είπε: «Πίστευα πως δεν θα με ακούσεις και θα γίνεις ηθοποιός».
Η αγάπη για τις παραστατικές τέχνες χαρακτηρίζει και τον Τάσο, ο οποίος το 1964 προτίμησε να επενδύσει 5.000 δραχμές (ποσό μεγάλο για την εποχή) για να αποκτήσει μία από τις πρώτες κάμερες αντί να αγοράσει ένα σπίτι στη Σαντορίνη με τα ίδια χρήματα. Από τότε αγοράζει τις πιο εξελιγμένες κάμερες και φωτογραφικές μηχανές. Ο πατέρας του Τάσου, Κωνσταντίνος Γιαννίτσης, με καταγωγή από τη Θήβα, ήταν νομικός και συμβολαιογράφος. Η μητέρα του ήταν κόρη του παντοπώλη της οδού Βουλής και αντιδημάρχου Αθήνας Αναστασίου Παπαδόπουλου, με καταγωγή από την ευρύτερη περιοχή του Ναυπλίου. Το ζεύγος Γιαννίτση απέκτησε δύο γιους, αλλά ο πρώτος έφυγε πρόωρα από τη ζωή, το 2000.
Οταν ο Τάσος έγινε υπουργός Εργασίας, ένας δημοσιογράφος σχολίασε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή: «Ποιος είναι αυτός ο Γιαννίτσης που έβαλε ο Σημίτης στο Εργασίας; Δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του». Ο υπουργός άφησε να περάσουν μερικές ημέρες και έστειλε ένα σημείωμα στον δημοσιογράφο: «Ηταν εξαιρετικά επιτυχημένο το σχόλιό σας, γιατί η μητέρα μου πράγματι δεν με γνώρισε, αφού πέθανε δύο ώρες μετά τη γέννα». Ο δημοσιογράφος τού τηλεφώνησε αμέσως για να του ζητήσει συγγνώμη.
Πολύ σύντομα, τον Γιαννίτση θα τον μάθαιναν όλοι μέσα από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, απέναντι στην οποία ξεσηκώθηκαν ακόμη και οι πέτρες. Το νομοσχέδιο κατασυκοφαντήθηκε και αποσύρθηκε την ίδια ώρα που όλοι φρόντιζαν να μιλούν με τα καλύτερα λόγια για το ήθος και το επιστημονικό κύρος του υπουργού. Η μεταρρύθμιση δεν εφαρμόστηκε, με κυριότερο αποτέλεσμα να αποκτήσουμε την εμπειρία των κοινωνικών και πολιτικών σεισμών της κρίσης δανεισμού.
Η Κατσέλη ανέλαβε το υπουργείο Ανάπτυξης την περίοδο 2009-11 και η δημοτικότητά της εκτοξεύθηκε όταν θεσμοθέτησε τον περίφημο «νόμο Κατσέλη». Οι τραπεζίτες τη γλωσσότρωγαν στα απόρρητα γεύματα με αδιάκριτους δημοσιογράφους, λέγοντας ότι ο νόμος αυτός απειλούσε το τραπεζικό σύστημα με οριστικό αφανισμό. Η ίδια απαντούσε ότι πρόκειται για έναν δίκαιο νόμο, που δίνει οξυγόνο σε τράπεζες και δανειολήπτες, και ότι είναι παρόμοιος εκείνων που υπάρχουν σε όλες τις δυτικές χώρες. Σήμερα η Κατσέλη γράφει βιβλίο μαζί με τη Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου για τα πρώτα τέσσερα χρόνια της Αλλαγής. Ο Γιαννίτσης γράφει και αυτός βιβλίο για την οικονομική πολιτική της Ελλάδας από το 1953 έως το 2023.
Η κουζίνα των συγκλίσεων
Η υποψηφιότητα της Κατσέλη ήταν η αφορμή που έψαχναν τα απολωλότα πρόβατα της Νέας Αριστεράς για να αρχίσουν να επιστρέφουν στο μαντρί του ΣΥΡΙΖΑ. Αν η επιστροφή πραγματοποιηθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανακτήσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι θιασώτες ενός γάμου συμφέροντος ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ προσεύχονται να παραιτηθεί ο Γιαννίτσης, έτσι ώστε σχεδόν να διπλασιαστούν οι ψήφοι της Κατσέλη. Ωστόσο, οι πληροφορίες επιμένουν πως ο Τάσος δεν πρόκειται να παραιτηθεί, καθώς ερμηνεύει την υποψηφιότητά του ως την έμπρακτη αναγνώριση ότι είχε δίκιο για το ασφαλιστικό. Ούτε όμως ο Νίκος Ανδρουλάκης θέλει να ψηφίσει τη Λούκα.
Η διαπάλη ανάμεσα στους εκσυγχρονιστές και στους κοινωνιστές, στο γιν και γιανγκ που σφραγίζει την ιστορία του ΠΑΣΟΚ, κάνει πολλούς να σκεφτούν ότι η ξεχασμένη σήμερα τέχνη της εξουσίας ήταν η τέχνη της συμπεριληπτικότητας: Μπροστά στο δίλημμα «Τάσος ή Λούκα;» το μεγάλο ΠΑΣΟΚ απαντούσε: «Και Τάσος και Λούκα». Μέχρι να ξαναμάθει η Κεντροαριστερά την τέχνη της πολιτικής φούγκας, όπου δύο διαφορετικές κοσμοθεωρίες τρέχουν παράλληλα πάνω στην ίδια παρτιτούρα χωρίς διαλυτικές δυσαρμονίες, η Ν.Δ. μάλλον μπορεί να κοιμάται ήσυχη.