Το 2ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ολοκληρώθηκε την Κυριακή 5 Μαρτίου. Και εκεί, οι απόφοιτοί μας ήταν παρόντες και κάποιοι από αυτούς συμμετείχαν με καίριες παρεμβάσεις στις συζητήσεις του 4ημέρου. Ο Werner Hoyer, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ήταν μεταξύ των ομιλητών που απηύθυναν χαιρετισμό κατά την πρώτη ημέρα του Φόρουμ. Ο Τάσος Γιαννίτσης, πρώην υπουργός μίλησε στα πάνελ με θέμα «Ανισότητες και η Νέα Παγκοσμιοποίηση» και «Συρρρικνούμενη Χώρα: Το Δημογραφικό Πρόβλημα της Ελλάδας». Η Ντόρα Μπακογιάννη, βουλευτής της ΝΔ, πρώην υπουργός Εξωτερικών, μίλησε στο τραπέζι με θέμα «Προτεραιότητες για την ενίσχυση του ανταγωνισμού: Ενα εθνικό σχέδιο οικονομικής αποκατάστασης – Στρατηγική Ανάπτυξης».
Στους χώρους του του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών είδαμε και τον Νίκο Σμιτ, αντιπρόεδρο του ΔΣ του Συλλόγου, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως και τον Ευάγγελο Αντώναρο, πρώην βουλευτή της ΝΔ, ενώ στο γραφείο Τύπου του Φόρουμ ήταν ο αντιπρόεδρος του Συλλόγου, Αγγελος Κωβαίος, που μας έστειλε και τις λεπτομέρειες
ΗΠαρέμβαση της Ντόρας Μπακογιάννη:
«Άξονες προτεραιότητας για αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Οι αναγκαίες πολιτικές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα και τη διαμόρφωση στρατηγικής ανάπτυξης»
Κυρίες και κύριοι,
Στην Ελλάδα της κρίσης, δυστυχώς αγνοούνται ακόμα η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη. Η μία προϋποθέτει την άλλη και ο δύο μαζί αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της χώρας. Και, φυσικά, για να αυξηθούν και οι δύο, χρειάζονται επενδύσεις.
Όμως τι συμβαίνει εδώ και δύο χρόνια, επί κυβέρνησης Τσίπρα;
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, για το 2016 και 2017, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έπεσε κατά 5 θέσεις, στην 86η, μεταξύ 138 κρατών. Είμαστε λιγότερο ανταγωνιστικοί από τον Παναμά, τη Ρουάντα, τη Σρι Λάνκα, την Αλβανία. Τα πράγματα είναι χειρότερα στο δείκτη ανάπτυξης αγοράς, όπου η Ελλάδα έρχεται 136η, δηλαδή 3η χειρότερη παγκοσμίως.
Γιατί η ελληνική οικονομία, παρά τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή, παραμένει μη ανταγωνιστική και αποθαρρύνει κάθε πιθανό επενδυτή;
Κυρίες και κύριοι,
Οι λόγοι είναι συγκεκριμένοι:
Πρώτον, απουσιάζει η πολιτική σταθερότητα. Η ανευθυνότητα της κυβέρνησης διώχνει τους επενδυτές, δημιουργεί έλλειψη εμπιστοσύνης και ένα φαύλο κύκλο καχυποψίας που ζημιώνει ανυπολόγιστα την οικονομία. Επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η χώρα κατρακύλησε στην 131η θέση στο δείκτη προσέλκυσης επενδύσεων.
Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει όλα όσα η ίδια έχει συμφωνήσει με τους εταίρους. Κι αυτό, παρόλο που έχει υπογράψει εκείνα που με πάθος πολεμούσε προτού εκλεγεί: την παραχώρηση των λιμανιών, της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, το Ελληνικό, τα περιφερειακά αεροδρόμια. Όμως, για να προχωρήσουν οι μεγάλης κλίμακας επενδύσεις και να μεταφραστούν σε χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, απαιτούνται ουσιαστικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της μείωσης της γραφειοκρατίας, Αλλά η κυβέρνηση αδιαφορεί. Λ.χ. στο Ελληνικό ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει τις απαιτούμενες διαδικασίες για την καταβολή του τιμήματος. Κι ας ξέρει ότι η επένδυση θα δημιουργήσει στο τέλος 70.000 θέσεις εργασίας.
Τρίτον, η υπερφορολόγηση σκοτώνει την ανταγωνιστικότητα. Το αποδεικνύουν όλες οι διεθνείς μελέτες, κι ας ισχυρίζεται ο Υπουργός Οικονομίας το αντίθετο. Φέτος, η Ελλάδα κατέχει τη 2η υψηλότερη θέση στην εταιρική φορολόγηση στην Ευρώπη. Μας περνάει μόνο το Βέλγιο. Μάλιστα, το 2016, η ελληνική κυβέρνηση ήταν η μόνη κυβέρνηση κράτους του ΟΟΣΑ που αύξησε φόρους! Τις επενδύσεις απομακρύνουν το ασταθές φορολογικό σύστημα, οι απρόβλεπτες αλλαγές και οι αρτηριοσκληρώσεις του.
Παράδειγμα 1ο: Στην Ελλάδα, η δυνατότητα συμψηφισμού ζημιών με μελλοντικά κέρδη περιορίζεται στα 5 έτη, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι χρονικά απεριόριστη.
Παράδειγμα 2ο: Δεν υπάρχει ειδική φορολογική κλίμακα για επιχειρήσεις καινοτομίας και ευρεσιτεχνίας. Γιατί, λοιπόν, να παράγει κάποιος εδώ, όταν στην Ευρώπη οι συντελεστές για τα καινοτόμα προϊόντα είναι χαμηλοί; 29% στην Ελλάδα, 5% στην Ολλανδία, 9,5% στην Ουγγαρία και 16,8% στην Ισπανία. Επομένως, χάνουμε δισεκατομμύρια ξένων επενδύσεων.
Παράδειγμα 3ο: Η απουσία φορολογικών κινήτρων και η γραφειοκρατία διώχνουν τις κλινικές μελέτες φαρμάκων. Από τα 35 δισεκατομμύρια που επενδύονται ετησίως στην Ευρώπη, η Ελλάδα προσελκύει μόλις 80 εκατομμύρια.
Η χώρα χρειάζεται αλλαγή φιλοσοφίας, αλλαγή νοοτροπίας στη διαχείριση των οικονομικών μας θεμάτων.
1. Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να είναι μεταβαλλόμενες. Η χώρα τις χρειάζεται. Πρέπει να αναλάβουμε την πατρότητά τους. Τα τελευταία 7 χρόνια ήταν απαγορευμένες επειδή άγγιζαν το κύτταρο της πολιτικής μας ύπαρξης. Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, στο κράτος.
2. Πρέπει να αλλάξουμε λογική και να καταλάβουμε ότι χρειαζόμαστε επενδύσεις. Διότι οι επενδύσεις φέρνουν θέσεις εργασίας.
3. Να πάψουμε να ποινικοποιούμε την επιχειρηματικότητα και το κέρδος. Είναι αδιανόητο αυτό που κάνει η σημερινή κυβέρνηση που κυνηγάει με μανία τους ανθρώπου που παράγουν. Για παράδειγμα ένας ελεύθερος επαγγελματίας που δηλώνει ετήσιο εισόδημα 70.000 καταλήγει να βιοπορίζεται με 1.300 ευρώ το μήνα.
Θέλουμε κερδοφόρες επιχειρήσεις, με περισσότερες δουλειές και αυξημένα δημόσια έσοδα.