Η επανάσταση του αυτονόητου – Το μη αυτονόητο και η Ανάπτυξη
Παρέμβαση στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών: ‘Η Ελλάδα Μετά’
Τάσος Γιαννίτσης, 13 Ιουνίου 2017
Θα ήθελα να περιπλανηθώ λίγο στη σημειολογία της ‘επανάστασης του αυτονόητου’:
– Πολλά απ’ όσα συντελούνται στα χρόνια της κρίσης είναι ‘το αυτονόητο’ αποτέλεσμα δικών μας επιλογών. Αφήσαμε μεγάλο χρόνο να κυλήσει χωρίς να ασχοληθούμε με κανένα αυτονόητο. Μείναμε άπρακτοι στο να υλοποιήσουμε τις αναγκαίες, πολλές, αλλά μικρές και γι αυτό εύκολες αλλαγές, που καθορίζουν την ομαλή εξέλιξη μιας κοινωνίας, δημιουργώντας ογκόλιθους προβλημάτων. Σήμερα, μιλάμε με τον πιο αυτονόητο τρόπο για μεταρρυθμίσεις, δηλαδή διαδικασίες πολύ πιο δύσκολες και επώδυνες. Η αντίθεση είναι εκρηκτική.
– Υπάρχει μια δραματική μετατόπιση του αυτονόητου. Στη χώρα μας και σε πολλές άλλες. Το αυτονόητο μετατοπίζεται από τη Δημοκρατία στον αυταρχισμό, δημοκρατικό ή όχι, από τη συνοχή στον κατακερματισμό, από το κεντρομόλο στο φυγόκεντρο. Μια έννοια με συλλογική διάσταση πήρε πλέον έντονα εξατομικευμένο χαρακτήρα. Έτσι, η βάση για μεγάλες κοινωνικές συναινέσεις έχει γίνει τόσο αδύναμη, ώστε να κάνει τα προβλήματά μας πολύ πιο δύσκολα.
– Το αυτονόητο, δηλαδή αυτό που συνιστά τις ‘αλήθειες’ μιας εποχής, μετατρέπεται σε παγίδα, που εμποδίζει μια κοινωνία να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα σε μια πολύ διαφορετική εποχή. Στα χρόνια αυτά εμμείναμε πεισματικά σε αυτονόητα, ιδεολογίες και πρακτικές, που ακόμα και στην εποχή τους δεν έπρεπε να ήσαν αυτονόητες. Για να παραφράσω τον Κέυνς, η πολιτική ζωή είναι όμηρος ιδεών πεθαμένων πολιτικών και αποστεωμένων ιδεολογιών. Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα δεν προσφέρει λύσεις -στα αγγλικά: it does not deliver. Μια τέτοια γενίκευση αδικεί ειδικές περιπτώσεις, αλλά δεν αναιρεί την συνολική εικόνα.
– Το τέταρτο σημείο μου είναι κάτι παραπάνω από απλή επισήμανση: πώς και γιατί δημιουργούνται θάλασσες προσδοκιών και ελπίδων, που είναι φανερό ή θα έπρεπε να είναι φανερό, ότι όχι μόνο δεν είναι διόλου αυτονόητες, αλλά είναι αυτονόητα εξωπραγματικές. Υπάρχουν οι δημοσιονομικές, οι χρηματιστηριακές και άλλες φούσκες. Υπάρχουν όμως και οι πολύ πιο καταστροφικές φούσκες στις αξίες και αντιλήψεις, που οδηγούν κοινωνίες ολόκληρες να πιστεύουν ότι μπορούν να φτάσουν σε όμορφους στόχους εύκολα και ανέξοδα. Εδώ είμαστε. Στη χώρα και σε πολλές άλλες, σημαντικά τμήματα κοινωνιών πίστεψαν στον υποθετικό Παράδεισο. Και διαπίστωσαν ότι ο Παράδεισος δεν διέφερε από την Κόλαση. Γιατί όλα αυτά;
Αν συμφωνήσετε μαζί μου στα παραπάνω, έχετε αυτόματα την απάντηση για το πώς θα πάμε σε συνθήκες πιο επιθυμητές: πρέπει να αλλάξουμε το σημερινό αυτονόητο. Το ερώτημα είναι πώς; Σε αυτό θα προσπαθήσω να συμβάλλω και, γνωρίζοντας, προφανώς, ότι το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό, θα επικεντρωθώ σε ένα και μόνο σημείο: στην ανάγκη μιας νέας αναπτυξιακής-βιομηχανικής πολιτικής.
Αφετηρία μου είναι η διαπίστωση, ότι η ελληνική κρίση καθορίστηκε από σοβαρές ανισορροπίες της παραγωγικής μας βάσης. Τέσσερις διαπιστώσεις: α) το ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται σήμερα περίπου στο επίπεδο του 2003 , δηλαδή 14 χρόνια πίσω, αλλά με διπλάσια ανεργία, σχεδόν τριπλάσιο χρέος και πολύ μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα, β) ο δείκτης σύγκλισης της Ελλάδας προς την ΕΕ-15 έχει πάει 47 χρόνια πίσω, στο 1970 (2008: 86%, 2016: 63,7%, δηλ. ίδιο με πριν το 1970), γ) η μεταβολή του δείκτη ολικής παραγωγικότητας είναι για την Ελλάδα πολύ χειρότερη απ’ ότι σε άλλες συγκρίσιμες και μη συγκρίσιμες χώρες, και δ) ο μακροχρόνιος ρυθμός μεγέθυνσής μας είναι κάτω από το μισό της Ε.Ε.-15 (0,8% έναντι 1,8%).
Θα αναφερθώ σε πέντε άξονες πολιτικής:
1. Η μονόπλευρη έμφαση στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος άφησε ανέγγιχτο το πρόβλημα των μεγάλων ανισορροπιών του παραγωγικού συστήματος, που καθορίζουν την απασχόληση, τα εισοδήματα και την ανάπτυξη. Η οικονομία μας χαρακτηρίζεται από ένα αργό και δύσκαμπτο παραγωγικό μετασχηματισμό, έχει δηλαδή εγκλωβιστεί σε παραγωγικά πρότυπα χαμηλής πτήσης. Να σημειώσω, όμως, ότι μέσα στην κρίση διαφαίνεται μια δειλή, αλλά θετική μετεξέλιξη.
Θεωρώ, ότι μια πολιτική που θα διασυνδέσει τις πολιτικές μακροοικονομικής εξισορρόπησης, με τον παραγωγικό μετασχηματισμό και τη μεγέθυνση, είναι κρίσιμη για να φτάσουμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση. Κατά βάση, χωρίς ένα νέο κύκλο ανάπτυξης και χωρίς σοβαρές αλλαγές στην παραγωγική βάση της χώρας και την ενίσχυση των παραγόντων-κλειδιά της σύγχρονης ανάπτυξης, η οικονομία μας θα αντιμετωπίζει εγγενείς φραγμούς τόσο στο διαρθρωτικό πεδίο, όσο και στις μακρο-ισορροπίες της.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή μιας ‘βιομηχανικής πολιτικής’ για την ισχυροποίηση της πραγματικής οικονομίας προβάλλει επιτακτικά. Τι σημαίνει σήμερα βιομηχανική πολιτική; Όχι αυτό που σήμαινε χτες. Όπως αναφέρει ο Dani Rodrik, «Βιομηχανική πολιτική σήμερα δεν είναι ένας κατάλογος εργαλείων πολιτικής, αλλά μια διαδικασία ανακάλυψης». Το διακριτό στοιχείο μιας τέτοιας πολιτικής είναι η στοχο-προσήλωση – το targeting -, χωρίς όσα οδήγησαν στην απαξίωσή της στη δεκαετία του 1980 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα. Βιομηχανική πολιτική σήμερα σημαίνει εστίαση της αναπτυξιακής πολιτικής σε ευρύτερες και πολλά υποσχόμενες περιοχές παραγωγής σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον. Δεν αναφερόμαστε σε στενούς κλάδους, ούτε μόνο στην μεταποίηση ή σε μεμονωμένες επιχειρήσεις. Βασικό στοιχείο της είναι η θέσπιση στοχευμένων και ευέλικτων θεσμικών, επενδυτικών και άλλων παρεμβάσεων, μέσα στις οποίες η επιχειρηματικότητα θα επιλέγει, θα επενδύει και θα αναπτύσσεται, αναλαμβάνοντας όμως πλήρως και τα ρίσκα της. Αυτό προϋποθέτει ανατρεπτικές αλλαγές στον τρόπο Διακυβέρνησης, στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των επενδύσεων, των υποδομών, στο εκπαιδευτικό σύστημα ή στα κίνητρα. Κανένα σύγχρονο μεγάλο πεδίο παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν αναδείχθηκε ποτέ από κενό πολιτικής ή ιδεοληψίες. Ήταν αποτέλεσμα στοχοπροσηλωμένων στρατηγικών, που ακολούθησαν συστηματικά και με επιτυχία χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το ΗΒ, η Ιαπωνία, η Κίνα, οι ΗΠΑ και άλλες.
Συχνά τίθεται το ερώτημα για τους κλάδους που πρέπει να αναπτυχθούν. Τουρισμός, αγροτικά, υπηρεσίες και κάποια ακόμη ανακυκλώνονται μονίμως ως απαντήσεις. Αυτό που λείπει δεν είναι η εύκολη αναφορά σε κλάδους, αλλά η οργάνωση μιας ευρύτερης πολιτικής αντίληψης και κατεύθυνσης, που θα έχει συνέπεια, διάρκεια και αποτελεσματικότητα, θα επιτρέψει στην επιχειρηματικότητα την εξειδίκευση σε νέες μορφές δραστηριότητας, μέσα ή έξω από τα πεδία που αναφέρθηκαν και θα είναι μακριά από την γραφειοκρατική και πολιτική διαφθορά.
2. Πρέπει να καλύψουμε το απόλυτο κενό αναπτυξιακής πολιτικής με μια διπλή στρατηγική, η οποία από τη μια θα επιδιώκει να μειώσει τις μεγάλες ανταγωνιστικές αδυναμίες του υφιστάμενου παραγωγικού συστήματος και από την άλλη θα διευρύνει τα όρια του παραγωγικού συστήματος προς νέες και δυναμικές κατευθύνσεις.
Η Ελλάδα λόγω της ασύμμετρης εξειδίκευσής της σε προϊόντα και υπηρεσίες, που χαρακτηρίζονται από απλή ή σχετικά χαμηλή τεχνολογία εγκλωβίζει το ανθρώπινο δυναμικό της σε χαμηλές αμοιβές, στη φτώχεια και στην επιλογή της μετανάστευσης. Αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο. Οι αμοιβές δεν θα αλλάξουν τροχιά με κρατικές αποφάσεις. Μόνο ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης προς κατευθύνσεις που συνδέονται με την Γνώση, την τεχνολογία, την καινοτομία, την ποιότητα, το θεσμικό περιβάλλον ή τη μορφή των κρατικών λειτουργιών θα επιτρέψει να ξεφύγουμε από τον άτεγκτο ανταγωνισμό κόστους εργασίας και να περάσουμε σε διαφορετικό επίπεδο ανθεκτικότητας και επιδόσεων.
Θέλω να τονίσω, ότι επειδή το νέο είναι ζητούμενο, δεν σημαίνει ότι το σημερινό παραγωγικό σύστημα είναι αδιάφορο. Κάθε άλλο. Βραχυπρόθεσμα, οφείλουμε να πορευτούμε με αυτό. Φυσικά, με τον μετασχηματισμό πολλών υφιστάμενων δραστηριοτήτων χαμηλής και μέσης τεχνολογίας προς πιο σύγχρονες δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και με διασυνδέσεις με τις διεθνείς αλυσίδες αξιών.
3. Ανεξάρτητα από την μετατόπιση σε σύγχρονες μορφές παραγωγής, ιδιαίτερη σημασία έχει και η μετάβαση από προστατευμένες σε διεθνώς εμπορεύσιμες παραγωγικές δραστηριότητες. Η αναφορά σε ‘διεθνώς εμπορεύσιμες παραγωγικές δραστηριότητες’ γίνεται συχνά. Όμως δεν αρκεί. Σε ποια ειδικότερα πεδία παραγωγής ή σε ποιους παραγωγικούς θύλακες ειδικεύεται και τι ακριβώς παράγει μια οικονομία έχει θεμελιακή σημασία. Ο,τι είναι ‘διεθνώς εμπορεύσιμο’ δεν σημαίνει ότι θα προωθήσει εξίσου την αναπτυξιακή διαδικασία και την εξωστρέφεια της οικονομίας. ‘Διεθνώς εμπορεύσιμα’ είναι τα απλά πλαστικά είδη σπιτιού, διεθνώς εμπορεύσιμες είναι και οι ηλεκτρονικές εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα ή τα προηγμένα φάρμακα. Κάθε τέτοια εξειδίκευση έχει διαφορετικές προεκτάσεις για το επίπεδο αμοιβών, τις εξαγωγικές δυνατότητες και τη δυναμική της ανάπτυξης.
4. Πολιτικές για την ενίσχυση της παραγωγικότητας τόσο στον επιχειρηματικό τομέα, όσο και στη μητέρα όλων των πολιτικών ταμπού: εννοώ την δημόσια διοίκηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, τις δημόσιες επιχειρήσεις. Σε συνθήκες περιορισμένων πόρων, αλλά και γενικότερα, η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός για την αύξηση της παραγωγής και της ανταγωνιστικής ικανότητας και να υποκαταστήσει σε κάποιο βαθμό τις τυπικές επεκτατικές πολιτικές. Αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει ότι με τους ίδιους πόρους παράγονται περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες ή ότι το ίδιο επίπεδο προϊόντων και υπηρεσιών παράγεται με λιγότερους πόρους. Η πρώτη εκδοχή ισοδυναμεί με αύξηση του ΑΕΠ, ενώ η δεύτερη με αύξηση της ανταγωνιστικότητας και έμμεσα και του ΑΕΠ.
Για όλη την οικονομία, μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε την κινητοποίηση μιας πολύ σοβαρής ενέργειας με πολύ περιορισμένη πρόσθετη χρηματοδότηση. Ιδιαίτερη σημασία έχει η βελτίωση της παραγωγικότητας στο δημόσιο τομέα και στις ΔΕΚΟ, που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν γύρω στο 35%-40% του ΑΕΠ, όπου μια βελτίωση της παραγωγικότητας 2-3% και μόνο, θα οδηγούσε σε μια βελτίωση περίπου 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών του δημοσίου ή η μείωση του κόστους τους θα είχαν σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της παραγωγής, στην αγοραστική δύναμη των ιδιωτών, αλλά και σε φαινόμενα, όπως η διαφθορά, η εξυπηρέτηση των απαυδισμένων πολιτών, η εξοικονόμηση χρηματικών πόρων και εκατομμυρίων ωρών, η φοροδιαφυγή.
5. Όταν αναφερόμαστε στους παράγοντες της ανάπτυξης έχουμε κατά νου την εργασία, το κεφάλαιο, την τεχνολογική και καινοτομική ικανότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα, τις πρώτες ύλες. Οικονομολογική μυωπία. Η συνάρτηση της ανάπτυξης έχει και άλλους, ακόμα πιο κρίσιμους, παράγοντες, και μάλιστα σε πολλαπλούς συνδυασμούς που δίνουν πολύ διαφορετικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα σε κάθε χώρα ή και για την ίδια χώρα σε διαφορετικούς χρόνους στην ιστορία της. Να αναφέρω επιλεκτικά: την εμπιστοσύνη στην πολιτική, την αποτελεσματικότητα της πολιτικής, τη διάχυση της τρομοκρατίας και της βίας, την ασύλληπτη πολιτική συγκάλυψη μιας εκτεταμένης φοροδιαφυγής, κοινωνικά στοιχεία, όπως το τρίγωνο ‘μισαλλοδοξία-διαφθορά-ανικανότητα’, το αξιακό σύστημα, τη διχαστική εμμονή, την επιλεκτική καταπολέμηση της διαφθοράς. Στο πεδίο αυτό πρέπει να τοποθετήσουμε και το εκπαιδευτικό σύστημα, το χάσμα του οποίου με την εξέλιξη της Γνώσης στις επόμενες δεκαετίες θα γίνει ακόμα πιο εκρηκτικό. Τελικά, η απραξία μας σε όλα αυτά τα πεδία θα οδηγήσει σε μια δεύτερη εμπειρία ασφαλιστικού: μια τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ δυνατοτήτων μας και πραγματικότητας, που όταν γιγαντωθεί θα είναι αργά. Πολύ περισσότερο με τις δημογραφικές προοπτικές που διαγράφονται.
Από όσα ανέφερα, προκύπτει ότι ανάπτυξη είναι μια διαδικασία που απλώνεται στο χρόνο, έχει διακυμάνσεις, συνδέεται με νέα προβλήματα και με πολλές, μεγάλες, μικρότερες και συνεχείς αλλαγές και σοβαρές επενδύσεις. Είναι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του παραγωγικού και πολιτικού συστήματος μαζί, που καθορίζουν το χάσμα μας με τις ανεπτυγμένες κοινωνίες και όχι η διαφορά στο επίπεδο του ΑΕΠ. Πολλά από αυτά δεν απαιτούν πόρους. Απαιτούν όμως διαφορετική αντίληψη για την πολιτική, ανάδειξη συλλογικών στόχων και αναϊεραρχήσεις επιλογών, στα οποία συνολικά αποτύχαμε μέχρι σήμερα. Μια στρατηγική εξόδου από την κρίση απαιτεί σκέψη, γνώση, και χρόνο. Το τελευταίο, πάντως, με το οποίο έχει σχέση είναι οι ηρωικές θεωρίες.
Αρκετοί από τους στόχους που ανέφερα δεν είναι νέοι, ούτε οι μόνοι δυνατοί. Νέο θα ήταν το να υλοποιηθούν. Η χώρα πρέπει να ανακτήσει σιγά-σιγά τις δυνάμεις της και η πολιτική να δώσει ξανά αυτοπεποίθηση και προοπτική σε μια κατακερματισμένη κοινωνία. Η επιδίωξη ηχεί ως εξωπραγματική. Είναι, αν την δει κανείς στο μικρό διάστημα. Δεν είναι στο μέσο- και μάκρο-διάστημα. Και αν αποφασίσουμε να εργαστούμε συντεταγμένα στα χρόνια μέχρι την επέτειο του 2021, μπορούμε να την κάνουμε από εξωπραγματική πραγματική. Όταν μιλάμε για ένα καλύτερο αύριο, πρέπει να κοιτάξουμε μακριά και όχι στο δεύτερο εξάμηνο του 2017.
Η εκδήλωση αυτή έθεσε και το ερώτημα, γιατί ενώ λέγονται πολλά και σωστά, γίνονται λίγα ή τίποτα. Υπάρχει μια σίγουρη – όχι η μόνη – απάντηση: Η αδιαφορία. Γιατί; Το κράτος με όσα έκανε και κάνει είναι ίσως ο πιο κρίσιμος γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης. Πολλά όμως από όσα προτείνονται, αναγκαστικά περνούν από το Κράτος. Το Κράτος καλείται να έρθει σε σύγκρουση με τον εαυτό του, τα συμφέροντα, τις ισχυρές δυνάμεις και τους συσχετισμούς, που κυριαρχούν μέσα και πίσω του, τα λάθη του. Και το μεγάλο ερώτημα είναι πώς μπορεί το αίτιο που προκάλεσε το αιτιατό να γίνει ταυτόχρονα και ο πολέμιός του. Η απάντηση είναι προφανής.
Είδα επίσης, ότι στο κείμενο του κύκλου Ιδεών για τη σημερινή εκδήλωση τίθεται το ερώτημα αν οι Έλληνες και Ελληνίδες μπορούν να ξαναονειρευτούν. Πιστεύω ότι μπορούν -αν ξεφύγουν από την παγίδα της θυματοποίησης και αν οι υπνοβάτες ξυπνήσουν. Δεν εννοώ να ονειρευτούν τις 1000 και Μια νύχτες. Όμως, δεν μπορούν να μείνουν μόνοι τους. Το πολιτικό σύστημα που τους στέρησε αυτή τη δυνατότητα για τόσα χρόνια έχει την οδυνηρή υποχρέωση να τους κάνει ξανά εφικτό ένα τέτοιο ονειρικό.