Τρεις απόφοιτοι συνεργάζοντια μαζί με μία πλειάδα άλλων καλλιτεχνών σε μία μουσική παράσταση στις 24 Σεπτεμβρίου στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς. Η Κωνσταντίνα Ψωμά, ο Δημήτρης Γιάκας και η Ασπασία Γιαννοπούλου.
Μικρή ερωτική ιστορία
Μουσικές των Πόλεων
Μια μουσική παράσταση με αφορμή την επίδραση της ευρωπαϊκής μουσικής στην ελληνική λόγια μουσική παραγωγή. Κομμάτια της «σοβαρής», αλλά και της «ελαφράς» εγχώριας παραγωγής συνδυάζονται με τρόπο που προκύπτει μια μικρή ερωτική ιστορία. Ξύνδας, Σαμάρας, Λαυράγκας και Κωνσταντινίδης διασταυρώνουν τα ξίφη τους με Σακελλαρίδη, Χατζηαποστόλου και Γιαννίδη. Ο έρωτας σε νέες περιπέτειες.
Συντελεστές:
Μυρσίνη Μαργαρίτη (τραγούδι)
Δημήτρης Σιγαλός (τραγούδι)
Διονύσης Τσαφταρίδης (χορός)
Δημήτρης Γιάκας (πιάνο)
Αμαλία Γιαννοπούλου (βιολοντσέλο)
Γεωργία Τσολάκη (βιολί)
Επιλογή μουσικού υλικού- Διδασκαλία: Δημήτρης Γιάκας
Σενάριο-Σκηνική επιμέλεια: Κωνσταντίνα Ψωμά
Κινησιολογία-Χορογραφία: Διονύσης Τσαφταρίδης
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Ήχος: Θ.Α.
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το γεγονός αυτό ταλαιπώρησε για αρκετά χρόνια τους νεοέλληνες, μιας και, στην αρχή της ζωής του νεοσύστατου κράτους, όλα έπρεπε να επαναπροσδιοριστούν. Σ’ αυτήν την μεταβατική φάση της ελληνικής κοινωνίας, οι Έλληνες, αναζητώντας την νέα τους ταυτότητα, στρέφονται κατ’ αρχήν προς την Δύση. Η ευρωπαϊκή αστική κοινωνία μετράει, άλλωστε, αρκετά χρόνια ζωής. Στην προσπάθειά τους αυτή οι νεοέλληνες έχουν αρωγούς την Αυλή και τους γύρω από αυτήν: αυλικούς, άρχοντες, πολιτικούς, ξένους, διπλωμάτες, στρατιωτικούς και διάφορους ένθερμους υποστηρικτές της απελευθέρωσης από τα ελληνόφωνα αστικά κέντρα γύρω από την Ελλάδα. Στροφή προς την Δύση σημαίνει δημιουργία νέων προτύπων: ντύσιμο, συμπεριφορές και συνήθειες γίνονται αντικείμενο μίμησης. Το ίδιο και τα αισθητικά πρότυπα σε όλες τις μορφές της Τέχνης.
Η δυτική μουσική συστήνεται στο νεοελληνικό κράτος με τον Όθωνα. Ας διευκρινίσουμε εδώ ότι νεοελληνικό κράτος, στην παρούσα φάση, σημαίνει Πελοπόννησος και ένα μικρό κομμάτι της Στερεάς. Ο Όθων, φτάνοντας τον Ιανουάριο του 1833 στο Ναύπλιο, φέρνει μαζί του και την βασιλική στρατιωτική μπάντα. Με την μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, μεταφέρεται και η βασιλική μπάντα, η οποία αρχίζει να παιανίζει δυο φορές την εβδομάδα κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου και, αργότερα, στην σημερινή πλατεία Κάνιγγος, όπου παίζει τακτικά ως το 1854. Πέρα από αυτήν, αρχίζουν να επισκέπτονται την Αθήνα διάφοροι ιταλικοί μελοδραματικοί θίασοι και άλλα ξένα μουσικά συγκροτήματα. Προς το τέλος του αιώνα αρχίζουν να έρχονται και γαλλικοί θίασοι οπερέτας. Η ελληνική αστική κοινωνία στρέφεται με μανία στην παρακολούθηση αυτών των παραστάσεων και γυρνάει την πλάτη της στην όποια προσπάθεια νεοελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής.
Η λόγια μουσική δημιουργία είναι σχεδόν ανύπαρκτη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Στα Επτάνησα, βέβαια, υπάρχει μουσική συνθετική παραγωγή ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Οι επτανήσιοι συνθέτες είναι βαθειά επηρεασμένοι από την ιταλική μουσική της εποχής (όπερα). Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Ν. Μάντζαρος, Π. Καρρέρ, Σ. Σαμάρας. Η νεοελληνική λόγια μουσική παραγωγή θα κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της στην πρωτεύουσα από συνθέτες σπουδαγμένους στα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα (Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία). Στην αρχή είναι καθαρά δυτικότροπη. Η χρήση παραδοσιακών μοτίβων δεν τίθεται προς συζήτηση. Το ίδιο και η δημιουργία εθνικής σχολής (μίξη δυτικής μουσικής με στοιχεία της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής), πρακτική που υπάρχει σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη αυτήν την εποχή. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι γι’ αυτό: ο ένας είναι η ιδιομορφία της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής (μονοφωνία), και ο άλλος οι διάφορες έριδες που αναπτύσσονται, σχετικά με το εάν είναι ή όχι το δημοτικό τραγούδι συνέχεια του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Τα πράγματα θα αλλάξουν σταδιακά. Η ίδρυση του Ωδείου Αθηνών (1871) και άλλων φιλαρμονικών και μουσικών συλλόγων θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο. Οι Γ. Λαμπελέτ, Δ. Λαυράγκας και Μ. Καλομοίρης θα θέσουν τα θεμέλια της δημιουργίας εθνικής μουσικής σχολής στις αρχές του 20ου αιώνα,παράλληλα και με την επέκταση του ελληνικού κράτους (ένωση Επτανήσων, βαλκανικοί πόλεμοι κλπ.).
Στο θέατρο τα πράγματα δεν διαφέρουν. Καθώς το αισθητικό πρότυπο έχει δημιουργηθεί από τους ξένους θιάσους που επισκέπτονται την Αθήνα, θα περάσουν αρκετά χρόνια κοπιαστικής δουλειάς, μέχρι να εδραιωθεί η επαγγελματική θεατρική σκηνή και το νεοελληνικό θεατρικό έργο. Έτσι, προς τα τέλη του 19ου αιώνα το πιο αγαπητό είδος είναι το κωμειδύλλιο, ένα κωμικό έργο με τραγούδια. Η μουσική των τραγουδιών του δεν είναι πρωτότυπη. Πρόκειται για μελωδίες από μελοδράματα, που έχει αγαπήσει το αθηναϊκό κοινό, στις οποίες προσαρμόζονται οι στίχοι. Αυτή η πρακτική συνηθιζόταν και για την μελοποίηση στίχων ελλήνων ποιητών. Σταδιακά θα αρχίσουν να εμφανίζονται συνθέτες που τολμούν να μελοποιήσουν ποιητές της εποχής πάνω σε δικές τους δυτικότροπες μελωδίες, δημιουργώντας το αθηναϊκό τραγούδι. Από το κωμειδύλλιο ξεπηδά στα τέλη του 19ου αιώνα και η Επιθεώρηση, με σάτιρα της επικαιρότητας, και στις αρχές του 20ου η ελληνική οπερέτα. Πιο γνωστοί εκπρόσωποί της οι Θ. Σακελλαρίδης, Ν. Χατζηαποστόλου, Κ. Γιαννίδης.
Η «Μικρή Ερωτική Ιστορία» είναι μια μουσική παράσταση, που προκύπτει από την συρραφή φαινομενικά άσχετων κομματιών: άριες επτανήσιων συνθετών, μεμονωμένα τραγούδια λόγιων Ελλήνων συνθετών και τραγούδια από αθηναϊκές επιθεωρήσεις και ελληνικές οπερέτες, τοποθετούνται με τρόπο που να δημιουργείται μια μικρή ερωτική ιστορία. Μικρή, γιατί διαρκεί μόλις 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα), αλλά και για να θυμίζει έναν κλασικό τίτλο της δυτικής μουσικής παραγωγής. Δυτικές, γαρ, οι επιρροές μας…
Στην παράσταση συμμετέχουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Δημήτρης Γιάκας (πιάνο), Αμαλία Γιαννοπούλου (βιολοντσέλο), Μυρσίνη Μαργαρίτη (σοπράνο), Δημήτρης Σιγαλός (τενόρος), Διονύσης Τσαφταρίδης (χορός) και Γεωργία Τσολάκη (βιολί). Οι φωτισμοί είναι της Στέλλας Κάλτσου. Τον ήχο επιμελείται ο Ηρωδίων Σουλόπουλος. Το σενάριο και η σκηνοθετική επιμέλεια είναι της Κωνσταντίνας Ψωμά.