Την Δευτέρα 20 Νοεμβρίου έγινε στην Αίθουσα της Παλαιάς Βουλής η παρουσίαση του Β’ τόμου της Αυτοβιογραφίας του Προέδρου της Κύπρου, Γιώργου Βασιλείου (εκδόσεις Παπαζήση, 2017) από τον Τάσο Γιαννίτση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη…
Η ομιλία του Τάσου Γιαννίτση:
Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να παρουσιάζω σήμερα το Β΄ τόμο της αυτοβιογραφίας του π. Προέδρου της Κύπρου Γιώργου Βασιλείου, που επικεντρώνεται στην περίοδο της Προεδρίας του, δηλαδή στα χρόνια 1988-1992. Και θέλω να τον ευχαριστήσω ιδιαίτερα για την επιλογή του αυτή.
Και οι δύο τόμοι της Αυτοβιογραφίας του Γ.Β. αποτελούν πολύτιμα ντοκουμέντα της ιστορίας της Κύπρου. Και στους δύο τόμους μαζί, μπορεί να δει κανείς, βήμα προς βήμα τις προσπάθειες και όσα διαδραματίζονταν πίσω από αυτές, πριν και κατά την διάρκεια της Προεδρίας του, τις επιτυχίες, τις αποτυχίες, τα στερεότυπα, τις αέναες μετατροπές της αποτυχίας σε μύθους επιτυχίας, την άνοδο ενός λαού που τσακίστηκε, αλλά μέσα από αυτό απέκτησε τη δύναμη να φτάσει πολύ μπροστά.
Η παρουσίαση ενός βιβλίου δεν μπορεί να γίνει κάνοντας αφαίρεση του προσώπου που το έγραψε. Έτσι, θα αναφερθώ σύντομα στο συγγραφέα και στο πρόσωπο Γιώργου Βασιλείου και στη συνέχεια στην πολιτική του συμβολή, όσο μπορεί να υπάρξει μια τέτοια διάκριση.
Ο πολιτικός Γ. Βασιλείου
Ο Γ.Β. έχει ένα ιδιότυπο συνδυασμό προσωπικών ιδιοτήτων, που του προσφέρουν μια πλεονεκτική βάση: Έχει ηθικό βάρος, κοινό νου, πρακτικό πνεύμα. Δεν αφήνει τα πράγματα να κινούνται στην τύχη. Όπως τονίζει σε περισσότερα σημεία του βιβλίου του, αρχή του ήταν ότι η έλλειψη θάρρους και η αναβολή λήψης αποφάσεων έχει πολύ χειρότερα αποτελέσματα από ό,τι αν δώσει κανείς μάχη με τα προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία. Γνωρίζει το επουσιώδες από το ουσιώδες. Ξέρει να διακρίνει το επιθυμητό, αλλά ανέφικτο, από το εφικτό, αλλά και να κάνει ό,τι μπορεί για να διευρύνει τα όρια του εκάστοτε εφικτού.
Παρ’ όλον ότι είναι εξαιρετικά ευφυής και κατανοεί, ότι τέτοιου τύπου αποφάσεις ενέχουν προσωπικούς κινδύνους για έναν πολιτικό, βάζει το συλλογικό συμφέρον πάνω από το ατομικό. Έχει πολιτική ηθική. Δεν θα επιλέξει αποφάσεις ή υπεκφυγές, που τον ωφελούν πολιτικά, αδιαφορώντας αν αυτές βλάπτουν τη χώρα του. Βέβαια, ενίοτε, με άλλα πολιτικά κριτήρια, αυτό ίσως είναι και μειονέκτημα. Από τη σκοπιά μιας βραχυπρόθεσμης πολιτικής ματαιοδοξίας, πάντως, και όχι για τη χώρα ή την κοινωνία.
Στην άσκηση της πολιτικής και στις πολιτικές θέσεις του παράγει σύνθεση. Ως Πρόεδρος γνώριζε, ότι στην κοινωνία υπάρχουν αντιθέσεις, διαφορετικές καταστάσεις, προβλήματα, αγωνίες και ότι είχε την βαριά ευθύνη να κάνει ό,τι μπορεί για να προάγει το συλλογικό συμφέρον. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, στην άσκηση της Προεδρίας του, ο Γ.Β. θα προσπαθήσει να λειτουργήσει πολιτικά με συνθετικό και όχι διχαστικό τρόπο, και από την άποψη αυτή τον χωρίζει άβυσσος από καθιερωμένες πολιτικές πρακτικές.
Ίσως, το ότι είχε εξελιχθεί σε έναν εξαιρετικά επιτυχημένο επιχειρηματία, με προέλευση από αριστερή οικογένεια, με οδυνηρές εμπειρίες και προβλήματα στην πορεία του, του έδωσε μια εσωτερική δύναμη για να λειτουργεί υπερβαίνοντας πολιτικά στερεότυπα.
Έκανε ένα λάθος: ασχολούμενος πιεστικά με τα εθνικά και άλλα προβλήματα δεν έδωσε όσο βάρος έπρεπε στις εκλογές του 1992. Υποτίμησε το γεγονός, ότι το να επανεκλεγεί ή όχι, στις εκλογές εκείνες, δεν ήταν προσωπική του υπόθεση ώστε να λειτουργήσει ‘υπεράνω’. Το αμέλησε, το αναγνωρίζει και ο ίδιος, πλήρωσε το τίμημα, αλλά το πλήρωσαν και πολλοί άλλοι ακόμα.
Η πολιτική του Γ. Βασιλείου
Δεδομένου ότι το κέντρο βάρους απόψε βρίσκεται στην πολιτική του Γ. Βασιλείου ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στο 2ο τόμο της Αυτοβιογραφίας του, θα διακρίνω δύο οπτικές:
Η πρώτη αφορά τους κεντρικούς άξονες της πολιτικής του.
Η δεύτερη αφορά τα οφέλη ή το κόστος της πολιτικής αυτής για την Κύπρο, και τους πολίτες της. Θα μπορούσα να προσθέσω, ότι αναλύοντας την πολιτική του Γ.Β. προκύπτουν και πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα και για την Ελλάδα. Μάλιστα, το να αναφερθώ σε κάποια από αυτά είναι ένας πειρασμός, στον οποίο όμως με δυσφορία δεν θα υποκύψω. Θα έπρεπε να στρέψω την παρουσίαση σε μια οδυνηρή εσωστρέφεια και μια τέτοια διάσταση, θα αδικούσε την εκδήλωση.
Συχνά, θέτουμε το ερώτημα γιατί η Κύπρος ξεπέρασε σε πολύ μικρότερο χρόνο και με πολύ πιο περιορισμένες καταστροφικές επιδράσεις την κρίση απ΄ ό,τι εμείς. Μα, πρέπει να δει κανείς την ιστορία. Να σκεφθεί την καταστροφική επίπτωση της εισβολής του 1974 για τον Κυπριακό Ελληνισμό, που, νομίζω, τον έκανε να λειτουργήσει αδελφωμένα, συγκροτημένα, αποτελεσματικά, επαγγελματικά, υπεύθυνα. Οι Κύπριοι δεν έσπασαν απλώς τα μούτρα τους ως αποτέλεσμα των όσων έγιναν μέχρι το 1974. Είδαν να ‘σπάει’ η ίδια η εθνική τους υπόσταση. Θα αναρωτηθεί κανείς, σε εμάς δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο με τον εμφύλιο; Όχι. Σε εμάς υπήρξαν νικητές και νικημένοι. Στην Κύπρο όλοι βρέθηκαν ηττημένοι. Η συνέπεια ήταν ότι αναπτύχθηκε ένα είδος αυτογνωσίας, η ανάγκη για καλύτερη γνώση του Κόσμου, της Οικονομίας, της κοινωνικής συγκρότησης, οποιουδήποτε στοιχείου μπορούσε να συμβάλει στην επούλωση των μεγάλων πληγών. Ο Κύπριος πολίτης μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα –και ποιος δεν έχει, όπου και αν κοιτάξει κανείς-, όμως, είναι κοσμοπολίτης, δεν έδειξε σημάδια κρυφού ή φανερού ευρωφοβισμού, δεν παρασύρεται εύκολα στην καταστροφική βία. Αυτή την χόρτασε από αλλού και είδε τις συνέπειές της. Σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον εκλέχθηκε το 1988 και λειτούργησε ο Γ.Β.
Ο Γ. Β., στο βιβλίο του, διακρίνει την πολιτική του σε δύο ενότητες: την εσωτερική διακυβέρνηση και το Κυπριακό.
Πριν υπεισέλθω στις δύο αυτές ενότητες, θα ήθελα να αναφερθώ λίγο στο τότε πολιτικό σκηνικό. Ο Γ.Β. εκλέχτηκε ως ανεξάρτητη προσωπικότητα με την στήριξη της Αριστεράς. Σχημάτισε κυβέρνηση, επιλέγοντας πρόσωπα που θεώρησε ότι ήσαν ικανά για το ρόλο τους. Ήσαν πρόσωπα με κύρος, από περισσότερους πολιτικούς και κομματικούς χώρους. Αυτό ήταν μια αντισυμβατική και πρωτόγνωρη πολιτική πρωτοβουλία. Το ενδιαφέρον πολιτικό μήνυμα είναι, ότι πέτυχε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση, με βάση τις ιδέες του, την πίστη του να κάνει την Κύπρο ένα σύγχρονο Κράτος, με τη δημιουργία ενός πνεύματος, που ενέπνεε, και επεδίωκε την υπέρβαση μιας ξεπερασμένης πραγματικότητας. Η κυβέρνησή του έδωσε ένα ισχυρό μάθημα, για το τι σημαίνει να ακολουθούν οι δυνάμεις τον αρχηγό, ιδεολογικά, πρακτικά, συστηματικά, να κατανοούν τη σημασία της συλλογικής σύνταξης, να προχωρούν με στόχο ουσιαστικές αλλαγές σε ανοικτά πολιτικά μέτωπα, και όχι με εσωστρέφεια, ή με πρωταρχικό μέλημα το απόλυτα προσωπικό όφελος. Η εμπειρία του, όπως και πολλές άλλες, δείχνουν πόσο εφικτή είναι η επιτυχία και πόσο κοντά η αποτυχία, ανάλογα με το αν συντρέχουν προϋποθέσεις, όπως αυτές που προανέφερα και πόσο η δυνατότητα να κυβερνήσεις είναι ευθέως ανάλογη με την ικανότητα των πρωταγωνιστών της εξουσίας να ανταποκριθούν στις ανάγκες της χώρας τους.
Α. Εσωτερική διακυβέρνηση:
Θα εστιάσω σε τρία πεδία πολιτικής:
1. Μεταρρυθμίσεις-Αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης με επιδίωξη αποτελεσματικότητα και περισσότερη Δημοκρατία
Ο Γ.Β. διείδε ότι μια σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει με μια σκελετωμένη Δημόσια Διοίκηση, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για μια χώρα που αγωνίζεται να επιβιώσει από μια οδυνηρή εισβολή, προσβλέπει να ενταχθεί στην Ευρώπη, πρέπει να κινείται συνεχώς σε αναζήτηση διεθνούς υποστήριξης και να έχει μια σταθερή υπεροχή απέναντι στο κατεχόμενο τμήμα. Είδε, ότι χωρίς αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, ακόμα και τα πιο δυναμικά τμήματα της κοινωνίας δεν μπορούν να προχωρήσουν. Όταν ανέλαβε, θεώρησε, ότι η Δημοκρατία ήταν ισχνή και αυταρχική.
Θα αναφερθώ συνοπτικά, και οπωσδήποτε ελλειπτικά, σε κάποιες σημαντικές ενέργειες και επιτεύγματά του στο πεδίο της διοικητικής μεταρρύθμισης και των δημοκρατικών ελευθεριών στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης:
– Να καταπολεμηθεί η κομματοκρατία στη Δημόσια Διοίκηση. Να εμπεδωθεί στα στελέχη του Δημοσίου η ελευθερία της έκφρασης πολιτικής γνώμης και να έχουν δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας στις εκλογές. Το να ξεκινήσει μια ισχυρή πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση, άσχετα αν αυτή αργότερα αλλοιωθεί, ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η θέσπιση ενός αξιοκρατικού συστήματος αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, που σήμαινε να πάψουν τα στελέχη του Δημοσίου να λειτουργούν ως το μακρύ χέρι του κόμματός τους και να έχουν επαγγελματισμό και υπευθυνότητα σε αυτό που οφείλουν να κάνουν.
– Να καταργηθεί το φακέλωμα των πολιτών από την κυπριακή ΚΥΠ.
– Να σταματήσει η αρνητική διακριτική μεταχείριση των γυναικών στις ανώτερες διοικητικές θέσεις και να στελεχώσουν περισσότερες γυναίκες τα Δ.Σ. των φορέων ή επιχειρήσεων που ανήκουν στο Δημόσιο.
– Να αποκτήσει ανεξαρτησία στη λειτουργία της η κρατική τηλεόραση και η ραδιοφωνία.
– Το 1991 έκανε πράξη το θεσμό του Επιτρόπου Διοικήσεων, δηλαδή του Συνηγόρου του Πολίτη. Εισήγαγε νέους θεσμούς, όπως την Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης και την Αστυνομική Ακαδημία.
Τέτοιες κινήσεις, ίσως σήμερα μας φαίνονται αυτονόητες. Για τις νεότερες γενιές τέτοια θέματα είναι σε μεγάλο βαθμό ανύπαρκτα. Όμως, την εποχή εκείνη αποτελούσαν πολύ σοβαρές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Γενικά, στην Κύπρο τα χρόνια εκείνα αρχίζει να πνέει ένας αέρας ανανέωσης, μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού. Ξέρουμε όλοι, ότι η λέξη δεν συνεπαίρνει. Σημαίνει, όμως, πολύ απλά, την ικανότητα μιας κοινωνίας να μην μένει καθηλωμένη στα υπόγεια της ιστορίας. Θυμάμαι, ότι ο αέρας αυτός είχε γίνει ορατός και στην Ελλάδα, και άρχιζαν τότε να εκφράζονται υποψίες, ότι οι Κύπριοι είχαν την ικανότητα να πάνε πιο πέρα από εμάς.
2. Παιδεία
Ο Γ.Β. ήταν ο Πρόεδρος που διείδε τη σημασία και προχώρησε το 1989 στην ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κύπρου, που συζητιόταν αέναα από το 1976. Μια τεράστια σε σημασία κίνηση. Το Πανεπιστήμιο άρχισε να λειτουργεί το 1992. Θυμάμαι τότε, πόση έλξη άσκησε το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο της Κύπρου σε πολλά και αξιόλογα μέλη της πανεπιστημιακής μας κοινότητας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το κυπριακό τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα απέκτησε μια πρώτου μεγέθους διεθνή διάσταση. Βέβαια, όπως πάντα, εκτός από την έλξη, υπήρξαν και πολλές αντιδράσεις. Από την Κύπρο και την Ελλάδα. Εκκλησία, φανατικοί, φοβικοί, άκριτοι εθνικιστές ήσαν όλοι εκεί. Με ποιο φαινομενικό επιχείρημα; Ότι η Κύπρος θα ξέκοβε από την Ελλάδα. Ας δούμε σήμερα τι γίνεται. Η μεταρρύθμιση εκείνη δημιούργησε μια δυναμική πορεία, άσκησε πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, η οποία σήμερα είναι πολύ πιο ισχυρή και ελκυστική. Μεγάλος αριθμός Κυπρίων φοιτητών αποκτούν πτυχία από πολλά πανεπιστήμια στην Κύπρο, στα οποία φοιτά και σημαντικός αριθμός ξένων φοιτητών από πολλές χώρες της περιοχής, και βέβαια, και από την Ελλάδα.
Στην Κύπρο κατανόησαν έγκαιρα, και ο Γ.Β το έκανε πράξη, ότι στη σύγχρονη εποχή ένας εργαζόμενος στη Λευκωσία δεν αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό κάποιου Κύπριου που είναι διαφορετικού κόμματος, ούτε τον ανταγωνισμό του νέου ή του εργαζόμενου στη Λεμεσό ή την Πάφο. Αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο και τις γνώσεις και ικανότητες που διαθέτει, στη Σανγκάη, στο Κιότο, στο Εδιμβούργο, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βεγγάζη ή στη Βραζιλία. Επίσης, κατανοήθηκε πόσο εθελοτυφλική είναι η άποψη, ότι η εθνική ταυτότητα χάνεται, επειδή στα Πανεπιστήμια χρησιμοποιείται η αγγλική γλώσσα ή επειδή φοιτούν χιλιάδες ξένοι φοιτητές, με τους οποίους οι Κύπριοι ανταλλάσσουν προσωπικές, επιστημονικές και πολιτισμικές εμπειρίες. Αντίθετα, η ώσμωση και η συμμετοχή τους στις διεθνείς εξελίξεις της Γνώσης και των παραγωγικών ικανοτήτων ενισχύει το παραγωγικό σύστημα της χώρας τους.
3. Οικονομία
Ο Γ. Βασιλείου διείδε ότι μια μικρή, νησιωτική, διασπασμένη χώρα στη νοτιοανατολική πλευρά της Μεσογείου, είχε μια σοβαρή ευκαιρία στην αναπτυξιακή της διαδικασία: να γίνει κέντρο προσφοράς υπηρεσιών και τουριστικού προορισμού. Προχώρησε σε μια τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση. Το 1992 συνέδεσε την Κυπριακή λίρα με την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, το ECU. Εφάρμοσε στην πράξη το νόμο περί Πολεοδομίας-Χωροταξίας, που από το 1972 κοσμούσε το πλήθος των νόμων που παρέμεναν ανεφάρμοστοι. Η διοικητική μεταρρύθμιση στην οποία αναφέρθηκα, ήταν κρίσιμο στοιχείο της πολιτικής αυτής.
Στα πέντε χρόνια της Προεδρίας του ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Κύπρου έφτασε το 6.7%, ο υψηλότερος κάθε Προεδρίας, προηγούμενης και επόμενης. Το εξωτερικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό το ΑΕΠ μειώθηκε από το 26% στο 15%. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την κρίση, και ξανά, μετά την κρίση του 2012/3, η Κύπρος σημείωσε άλματα. Η πολιτική της πενταετίας Βασιλείου ήταν ένα σημαντικό λιθάρι στην εξέλιξη της κυπριακής οικονομίας.
Β. Εξωτερική πολιτική-Κυπριακό
Ο Γ.Β. παρέλαβε το Κυπριακό σε κατάσταση στασιμότητας. Πίστεψε ότι θα μπορούσε να φτάσει σε λύση. Στο διεθνές σκηνικό στην περίοδο εκείνη, είχαμε τρία σημεία που αξίζει να τα θυμηθούμε:
– Την προσέγγιση Παπανδρέου-Οζάλ,
– Την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και του τείχους του Βερολίνου το 1989,
– Την αίτηση ένταξης στην ΕΟΚ, που υπέβαλε ο ίδιος το 1990.
Στο Κυπριακό, ο Γ.Β. είχε τρεις εναλλακτικές επιλογές:
– Η πρώτη και απλούστερη, να μην κάνει τίποτα.
– Η δεύτερη, να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση με ουτοπικούς ή μαξιμαλιστικούς στόχους, γνωρίζοντας από πριν την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Αυτού του είδους οι διαπραγματεύσεις δεν θα ήταν κάτι καινοτόμο. Ήταν η κλασική γραμμή που ακολουθήθηκε σε πολλές περιπτώσεις στο Κυπριακό, σε αναρίθμητα άλλα θέματα, στην Κύπρο, στην Ελλάδα και, θα έλεγα, παντού. Η επιτυχία της επιλογής της αδράνειας για τον πρωταγωνιστή της είναι συνήθως δεδομένη. Τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Η αποτυχία, όταν προκύψει, έρχεται αργότερα και πλήττει όποιον τύχει να είναι στο προσκήνιο την στιγμή εκείνη.
– Η τρίτη επιλογή: να ξεκινήσει μια διαπραγμάτευση σε πραγματιστικό υπόβαθρο, με συναίσθηση των δυνατοτήτων, ώστε είτε να αποκαλύψει την αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής πλευράς, είτε να φτάσει σε ένα αποδεκτό αποτέλεσμα, όπου όμως το αποδεκτό δεν θα προσδιορίζεται από το φαντασμιακό.
Προφανώς, υπάρχει πάντα στο τραπέζι και η άλλη πλευρά, που έχει τις ίδιες επιλογές, και μπορεί να ακυρώσει κάθε προσπάθεια. Ο Γ.Β. επέλεξε να κινηθεί στην τρίτη γραμμή, και το διατύπωσε ανοικτά:
– Τη λύση θα έπρεπε να την βρούμε από χθες,
– Ο χρόνος δεν είναι σε όφελός μας,
– Όταν οι διακηρύξεις εθνικών προθέσεων συγκρούονται με τη λογική των διεθνών δεδομένων, δεν αποτελούν πατριωτισμό, αλλά οδηγούν σε εθνικό όλεθρο.
Το 1988 ξεμπλοκάρουν οι διαπραγματεύσεις που είχαν διακοπεί. Ο Βασιλείου επαναφέρει το Εθνικό Συμβούλιο, που είχε καταργηθεί. Ακολουθεί μια εκτεταμένη κινητικότητα με συναντήσεις, επαφές και προετοιμασία συμμαχιών και υποστήριξης με όλες τις τότε σημαντικές διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες: Ρήγκαν, Μπους, Γιέλτσιν, Θάτσερ, Κohl, Genscher, Mitterand, Schröder, Ragiv Gandhi, Major, τον Γ.Γ. του ΟΗΕ Cuellar, και, βέβαια, με την ελληνική πολιτική ηγεσία της εποχής: Καραμανλή, Παπανδρέου, Μητσοτάκη.
Ο Γ.Β. πίστεψε στη δυνατότητα λύσης με βάση το Χάρτη και τις ιδέες Γκάλι. Το προσπάθησε με κάθε τρόπο. Το 1992 όλη η διαδικασία έφτασε σε κρίσιμο σημείο, όμως όλη η προσπάθεια, όπως προηγούμενες και επόμενες, έπεσε στο κενό, καθώς ήρθε αντιμέτωπη με τις στάνταρτ αντιδράσεις, με τους λεγόμενους απορριπτικούς και την πολιτική της πρόταξης, με τη γνωστή τακτική της λάσπης και με χαρακτηρισμούς, που θεωρώ απαξιωτικό να ονοματίσω καν. Θετική παρακαταθήκη έμειναν ιδίως τα Ψηφίσματα του Σ.Α 774/92 και Σ.Α. 789/92.
Μιλώντας για εξωτερική πολιτική είναι αναπόφευκτο να γίνει αναφορά και στην Ευρώπη, την αίτηση ένταξης στην οποία, όπως προανέφερα, υπέβαλε ο ίδιος το 1990. Είναι κοινοτυπία να αναφέρω, ότι ο Γ.Β. βλέπει ότι Κύπρος και Ευρώπη αποτελούν ένα αναπόσπαστο άθροισμα. Νομίζω ότι, γενικότερα, ο Κυπριακός Ελληνισμός βλέπει τη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κεντρικό παράγοντα της πολύ θετικής εξέλιξης της Κύπρου. Βλέπει τη σημασία του να είναι η Κύπρος μέλος της Ε.Ε. και επιπλέον της ευρωζώνης, και μάλιστα όταν ζει τις εξελίξεις που σημειώνονται στο γεωπολιτικό χώρο της Μ. Ανατολής. Αυτή η θετική σχέση είναι πολύ ορατή. Πρόσφατα, φάνηκε και στο πόσο ομαλά εξελίχθηκε η σχέση με την Ε.Ε., μετά την τραπεζική κρίση του 2012, σε αντίθεση με το φανατισμένο και αυτοκαταστροφικό κλίμα που είδαμε στην Ελλάδα.
Τελικά, νομίζω, στην πολιτική, τις μεγάλες επιτυχίες καθορίζει ένα κεντρικό στοιχείο: Η σχέση του πολιτικού όχι μόνο με το σήμερα, αλλά, κυρίως, με το μέλλον της χώρας του. Πόσο μπορεί να βλέπει μπροστά, αντί να κοιτάζει αποκλειστικά στους λίγους επόμενους μήνες ή στο παρελθόν. Πόσο μπορεί να προωθήσει αλλαγές, που προετοιμάζουν την ομαλή μετεξέλιξη της κοινωνίας. Πόσο μπορεί να βελτιώσει την πραγματικότητα της χώρας του και να δημιουργήσει βαθμούς ελευθερίας επιλογών, μέσα σε ένα δύσκολο διεθνές τοπίο, όπου κυριαρχεί ο σκληρός ανταγωνισμός για δύναμη και οικονομική ευημερία.
Με τις σκέψεις αυτές, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στο Γ.Β. για την έκδοση και όσα αναλυτικά παραθέτει σε αυτήν και για τα πολιτικά μαθήματα που μας έδωσε στο πεδίο της Πολιτικής και της Διακυβέρνησης.