Με αφορμή την πρόσκληση του Μάρκου Κούμαρη και των Locomondo στην εκπομπή “Στην υγειά μας ρε παιδιά” του Σπύρου Παπαδόπουλου στον ΣΚΑΙ το Σάββατο 28.3.2020 εντοπίσαμε του μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Μάρκου Κούμαρη στον Βασίλη Καψάσκη στο lifo από τον Αύγουστο του 2018, πριν δηλαδή από ενάμισυ χρόνο.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στους Αμπελοκήπους, κοντά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά από τις ανθισμένες νεραντζιές. Παίρναμε την μπάλα και βγαίναμε στον δρόμο μαζί με τ’ άλλα παιδιά. Τότε περνούσε ένα αυτοκίνητο κάθε δέκα λεπτά. Είχαμε φτιάξει και μια ποδοσφαιρική ομάδα και παίζαμε με άλλες γειτονιές. Ήταν ο δικός μας προσωπικός μύθος.
Στην αδερφή μου χρωστάω την αγάπη για τη μουσική. Ταξίδευε πολύ και έφερνε διάφορες κασέτες, τις οποίες άκουγα πριν κοιμηθώ. Ντέιβιντ Μπάουι, Σπρίνγκστιν, Κουίν, Κιουρ, τα πάντα, από την ποπ των ’80s μέχρι μουσικές της Καραϊβικής. Μέσα από αυτές έμαθα και τη ρέγκε. Νομίζω πως εκείνη την αίσθηση που ένιωθα ως παιδί, ακούγοντάς την, προσπαθώ να «αναστήσω» μέσα από τη μουσική που γράφω.
Δεν τα πηγαίνω καλά με τα social media. Τα χρησιμοποιώ λόγω δουλειάς, αλλά έχω την εντύπωση ότι βγάζουν στην επιφάνεια τα χειρότερα ένστικτά μας. Νομίζω ότι παλιότερα, όταν δεν υπήρχαν, το ίδιο το περιβάλλον μας συγκρατούσε από το να εκφέρουμε μια άποψη γεμάτη θυμό.
Ξεκίνησα να μαθαίνω πιάνο, αλλά δεν μου άρεσε κι έτσι ζήτησα να μου δώσουν την κιθάρα της αδερφής μου. Πρέπει να ήμουν 12 ετών. Πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο αδερφός του ζωγράφου Φασιανού, ο Παύλος Φασιανός. Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάω πολύ. Για ένα διάστημα έψαχνα μανιωδώς να βρω παιδιά για να παίξουμε παρέα ξένη μουσική, αλλά δεν έβρισκα. Στα 18 έφυγα για σπουδές στη Γερμανία και μπήκα στην πρώτη μου πανκ μπάντα.