Ο Γίαννης Βαληνάκης δημοσίευσε τηνΚυριακή 24 Ιανουαρίου 2021 ένα άρθρο του στο cnn.gr.
Φτάσαμε πλέον στην επανέναρξη των διερευνητικών επαφών εν μέσω ωμότατης επανάληψης του casus belli διά στόματος Τσαβούσογλου, ακόμη και μέσα από τις Βρυξέλλες.
Προκλητική υπό τέτοιες συνθήκες και η εκκωφαντική αφωνία οργάνων της ΕΕ (και του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών), αλλά και η ψιθυριζόμενη προετοιμασία απονομής «πιστοποιητικών» τουρκικής «ευρω-φροσύνης» και «νατο-φροσύνης» και ξηλώματος των (ήδη αδύναμων) κυρώσεων. Μετά από όσα έγιναν, τι στρατηγικό συμφέρον έχει η Ελλάδα να σπεύσει με τέτοια «πρεμούρα» να χαρίσει ένα ακόμη σωσίβιο στον Ερντογάν; Και κυρίως, γιατί να αφήνεται από την ΕΕ να αντιμετωπίσει μόνη την Τουρκία, όταν μπορεί με αλλαγή στρατηγικής να μετατρέψει τον διάλογο για τις θαλάσσιες ζώνες σε (πολύ ασφαλέστερη) ευρωτουρκική διαδικασία;
Υπάρχει στη χώρα μας μια γενική συναίνεση γύρω από τη διαπίστωση ότι η νέα συμπεριφορά («σκωτσέζικο ντους») της Τουρκίας είναι εντελώς προσχηματική. Για τους περισσότερους Έλληνες και Ελληνίδες ο Ερντογάν επιχειρεί με κυνικούς ελιγμούς να αποφύγει/«ξεδοντιάσει» αμερικανικές κυρίως κυρώσεις, και να εξασφαλίσει οικονομικά οφέλη -άλλοτε εκβιάζοντας και άλλοτε υποσχόμενος συμφωνίες- και τον πολιτικό διχασμό της ΕΕ, γελοιοποιώντας παράλληλα και τις (θεωρητικά πιθανές) κυρώσεις της. Ο Τούρκος Πρόεδρος κινείται παντού με σχέδιο αλλά και ενστικτώδη τακτικισμό και ψάχνει, πιεσμένος από εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, διεξόδους, τόσο με την ΕΕ και φιλικά κράτη-μέλη της να αναστήσει την ενταξιακή της προοπτική, όσο και να αποκαταστήσει τις τρωθείσες σχέσεις με τις ΗΠΑ ενόψει της νέας διακυβέρνησης Μπάιντεν. Ψάχνει ουσιαστικά για σωσίβια κι εδώ ο ρόλος της Ελλάδας δεν είναι ευκαταφρόνητος— εφόσον βέβαια κινηθεί με «έξυπνο» σχεδιασμό.
Οι στρατηγικοί μας στόχοι και συμφέροντα απέναντι στην γείτονα συνοψίζονται ως εξής:
Δεν επιθυμούμε την κλιμάκωση αλλά δεν αποδεχόμαστε και μειώσεις ή απώλεια των δικαιωμάτων μας
Είμαστε φυσικά ως θέμα αρχής υπέρ του διαλόγου, όμως (θα έπρεπε να) έχουμε πλήρη συνείδηση ότι δεν συζητάμε με τη Δανία. Ξεκινάμε ξανά —δυστυχώς χωρίς οποιαδήποτε διασφάλιση—ένα διάλογο με μιά χώρα που ιδίως μετά το 2016 (που διακόπηκαν οι διερευνητικές) απασφάλισε σε επιθετικότητααμφισβητώντας τα ιερά και όσια της διεθνούς ειρήνης και τάξης (στοχεύοντας σε αναθεώρηση θεμελιωδών και ιστορικών Συνθηκών Ειρήνης (Λωζάνης 1923 , έμμεσα και Παρισίων 1947, κ.ά. ).
Κατά συνέπεια ένας διάλογος έχει νόημα αν βασίζεται στις γενικά αποδεκτές βασικές αρχές. Αν δηλ. είναι διάλογος ευρωπαικής καλής γειτονίας, δηλ.:
με ευρωπαικούς όρους, κανόνες και εγγυήσεις
με την ασφαλέστερη δυνατή διαδικασία
στην πλέον κατάλληλη και συμφέρουσα στιγμή.
Α. Γιατί βιαζόμαστε τόσο πολύ να βοηθήσουμε τον Ερντογάν;
Ένα πρώτο ερώτημα είναι λοιπόν γιατί τέτοια βιασύνη; Είναι η σημερινή η πλέον κατάλληλη συγκυρία; Και άρα τι έχουμε να χάσουμε αν απαντούσαμε ότι στις διερευνητικές θα ξαναπάμε, αφού πρώτα αποφασίσει η ΕΕ το πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων, μέσα στο οποίο θα εντάξουμε κι εμείς τα ελληνοτουρκικά;
Να γιατί μια αναβολή έναρξης των διερευνητικών μέχρι να αποφασίσει η ΕΕ τον Μάρτιο θα ήταν ασφαλώς πιο συμφέρουσα:
1) Την επιβάλλουν πρώτα-πρώτα λόγοι στοιχειώδους λογικής και εθνικής αξιοπρέπειας: όταν κάποιος σου παραβιάζει ωμά και επί 4μηνο τα δικαιώματά σου και πιέζεις για κυρώσεις τους τρίτους, δεν τρέχεις άρον-άρον να τον αγκαλιάσεις..
2) Την λογική αυτή ολιγόμηνη αναβολή θα αναγκάζονταν (παρ’ όλο που δεν τους βολεύει) να αποδεχθούν και οι εταίροι μας (κι αυτοί μιλούν για ανάγκη συνέπειας στην τουρκική στάση και βέβαια δεν την βλέπουν, όσο κι αν εθελοτυφλούν), αλλά και οι ΗΠΑ
3) Η Τουρκία βρίσκεται σε πορεία καθημερινής εξασθένησης λόγω των πολλαπλών πιέσεων στην οικονομία της με αρνητικές συνέπειες και πάνω στην παντοδυναμία και πολιτική ισχύ του Ερντογάν
4) Διανοίγεται μπροστά μας ένα ευνοϊκό γύρισμα σελίδας στην αμερικανική στάση (αντικατάσταση Τραμπ, σκληρές κυρώσεις λόγω S-400, δίκη Halkbank κ.λπ) και ξεκίνησαν ήδη αυξητικά έντονες πιέσεις στον Ερντογάν (χωρίς να παρασυρόμαστε πάντως σε υπερβολικό ενθουσιασμό).
5) Να αποκρυσταλλώσουμε επιτέλους με σοβαρότητα τις θέσεις μας (και να τις απεικονίσουμε στους αντίστοιχους χάρτες) για τις θαλάσσιες ζώνες που δικαιούμαστε/ διεκδικούμε. Είναι πρωτοφανές να πηγαίνουμε σε διάλογο με ασάφειες σχετικά με τα συγκεκριμένα δικαιώματα και διεκδικήσεις μας.
Στον νόμο για τα 12 ν.μ. στο Ιόνιο, η Ελλάδα επιτέλους υιοθέτησε (άριστα ποιούσα) κλείσιμο κόλπων και ευθείες γραμμές βάσης αυξάνοντας έτσι το τελικό αποτέλεσμα επέκτασης περίπου κατά 30%. Άρα λογικά (κατά την επίσημη θέση), ίδια θα πρέπει να είναι και η βάση της εθνικής χαρτογράφησης και στη Μεσόγειο (νότια της Κρήτης αλλά και της γραμμής Κρήτης-Ρόδου-Καστελόριζου), αλλά και στο Αιγαίο όπου μάλιστα διάφορες τεχνικές μπορούν να αυξήσουν ακόμη περισσότερο την εθνική κυριαρχία. Αντί ορισμένοι λάτρεις του διαλόγου να μιλούν για ελληνικές «υπερβολές» («δεν είναι ελληνική λίμνη το Αιγαίο»), ας τα δουν έστω και ως διαπραγματευτικά χαρτιά.
Ένα άλλο εκκρεμές ερώτημα είναι εδώ το ποιες ακριβώς ζώνες διεκδικούμε (έχουμε παραιτηθεί από τη διεκδίκηση και άλλων που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας;) Ποιός είναι τελικά ο χάρτης με τις θαλάσσιες ζώνες μας με τον οποίο προσερχόμαστε στον διάλογο; (με τη λογική επεξήγηση βέβαια ότι σε μια διαπραγμάτευση με άλλα κράτη δεν επιτυγχάνεις ποτέ το 100% των διεκδικήσεών σου… )
6) Να προβούμε σε διορθωτικές κινήσεις τακτικής και σε διπλωματική εκστρατεία ενημέρωσης όπου υστερούμε δραματικά.
7) Ο κυριότερος όμως λόγος είναι ότι διαμορφώνεται ενόψει της συνόδου κορυφής του Μαρτίου μία οιονεί νέα σχέση ΕΕ-Τουρκίας, στη συν-διαμόρφωση της οποίας πρέπει οπωσδήποτε να πρωταγωνιστήσουμε.
Ενδοευρωπαϊκά εκτυλίσσεται στο παρασκήνιο μια σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές της (λίγο-πολύ συνέχισης της) ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας και των οπαδών της ειδικής σχέσης.
Η πρώτη ανοίγει σημαντικότατες δυνατότητες να μετατρέψουμε πραγματικά τα ελληνοτουρκικά σε ευρωτουρκικά (βλ.παρακάτω).
Η δεύτερη είναι εξαιρετικά επικίνδυνη γιατί μόνο οφέλη προσφέρει στην Άγκυρα και ουσιαστικά κανέναν πολιτικό όρο (σε εξωτερική συμπεριφορά, ανθρώπινα διώματα κ.λπ.).
Αν και προοπτικά το πιθανότερο είναι ένας συμβιβασμός κάπου στη μέση με σταδιακή μετακύλιση της πρώτης προς την δεύτερη, η Ελλάδα πρέπει με σχέδιο και επιμονή (στην ανάγκη και με έντεχνες απειλές βέτο) να καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να κάνει μόνη της διάλογο με μια Τουρκία που απειλεί τα ευρωπαϊκά σύνορα, τόσο με την στρατιωτική προσβολή τους, όσο και με διά «διαπραγματεύσεων» αναθεώρησή τους. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος της νέας στρατηγικής μας: Τα ελληνοτουρκικά είναι θέμα προσβολής ευρωπαϊκών συνόρων και για αυτό απαιτείται η εκ μέρους της ΕΕ αταλάντευτη στήριξή μας στην μη-αναθεώρηση των υπαρχόντων αλλά και στην οριοθέτηση των νέων στη θάλασσα.
Που πρακτικά σημαίνει: Η Ελλάδα (και τουλάχιστον η Κύπρος) θα μπλοκάρουν εφεξής οποιαδήποτε βελτίωση σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, χωρίς προηγουμένως να έχει διαμορφωθεί ένα σαφές πλαίσιο ασφάλειας (ευρωπαϊκοί όροι, κανόνες και εγγυήσεις) για τον διάλογο που μάλιστα θα γίνει πλέον (όπως θεσμικά προβλέπεται) από την Κομισιόν με διαδικασία και κανόνες ενταξιακών διαπραγματεύσεων (Κεφάλαιο 13 περί Αλιείας).
Εδώ ακριβώς έρχεται να δέσει και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα.
Β. Ποιο είναι ασφαλέστερο πλαίσιο διαλόγου;
Ποιο είναι πράγματι το ασφαλέστερο πλαίσιο διαλόγου για την Ελλάδα: μόνοι με την Τουρκία ή στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων; Δηλ. οι γνωστές διερευνητικές ή το να επαναφέρουμε τα ελληνοτουρκικά στο ευρωτουρκικό πλαίσιο; Πώς;
Βελτιώνοντας, πρώτον, τα ήδη κεκτημένα του παρελθόντος ως προς τις θέσεις της ΕΕ για τα ελληνοτουρκικά (ξεκινώντας από το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο ΕΕ-Τουρκίας 2005 και το ευρωπαϊκό κεκτημένο της υποχρεωτικής προσχώρησης μιας υποψήφιας χώρας π.χ. στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας κ.λπ. ως όρων) που δυστυχώς κατρακύλησαν σε επικίνδυνη αοριστία στις τελευταίες Συνόδους Κορυφής.
Αίροντας το μέχρι σήμερα βέτο μας στο Κεφ.13 (Αλιεία και κατ’ επέκταση θαλάσσιες ζώνες) των ενταξιακών και προτάσσοντας το άνοιγμά του ως όρου για οποιαδήποτε κίνηση βελτίωσης της ΕΕ προς την Άγκυρα, η Ελλάδα θα έκανε, διαδικαστικά τουλάχιστον, μια πραγματική κίνηση ματ: Αντί (όπως σήμερα) να έχει μείνει μόνη απέναντι σε μια πολεμοχαρή Αγκυρα και οι εταίροι της ποντιοπιλατικά να δρέπουν τους καρπούς της συνεννόησης με τον Ερντογάν, να εγκλωβίσει την ΕΕ στην θεσμικά αναγκαστική διαπραγμάτευση Κομισιόν-Τουρκίας των θαλασσίων ζωνών μας (κατ’ επέκταση και των ελληνοτουρκικών) ως απαρέγκλιτης προϋπόθεσης για οποιαδήποτε πρόοδο στις σχέσεις ΕΕ- Τουρκίας. Η Τουρκία παρακάλεσε πρόσφατα για άνοιγμα κεφαλαίων. Απομένει λοιπόν ο «έξυπνος» από μέρους μας αυτο-εγκλωβισμός της (αλλά και των υποκριτών εταίρων μας)…
Οι τελευταίες έμμεσες αναφορές του Νίκου Δένδια στο ευρωπαϊκό κεκτημένο δείχνουν να έχει γίνει αντιληπτή η (περισσότερα υποσχόμενη) διαφορά προοπτικής που ανοίγεται για τα εθνικά μας συμφέροντα από μια άλλη στρατηγική.
– Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή.