Την ισχυρή πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει με ταχείς και υψηλούς ρυθμούς εκφράζει ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» και τον Άγγελο Κωβαίο, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα με αφορμή το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Εκτιμά ότι η χώρα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και ότι τα επιτόκια δανεισμού μπορεί να υποχωρήσουν κι άλλο, ενώ μεταφέρει την αισιοδοξία ξένων επενδυτών, θέτει όμως ως προϋπόθεση την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Επιπλέον, σημειώνει ότι η κρίσιμη παράμετρος στο εξής θα είναι η βιωσιμότητα του χρέους και προαναγγέλλει την μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Την ίδια στιγμή, δεν κρύβει την ανησυχία του για την χαμηλή συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος στην χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και υπογραμμίζει ότι για την ελληνική οικονομία ισχύει το «τώρα ή ποτέ».
Σχεδόν έναν χρόνο έπειτα από τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης μερικές ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν επικυρώσει τα εθνικά σχέδια. Σας ανησυχούν οι καθυστερήσεις αυτές;
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν καθυστερήσεις. Πράγματι, επτά κράτη δεν έχουν ακόμη επικυρώσει, όμως μέχρι στιγμής είμαστε εντός χρονοδιαγράμματος. Η Επιτροπή αναμένεται να εκδώσει ένα ομόλογο και οι πρώτες εκταμιεύεις θα γίνουν τον Ιούλιο, υπό αυτή την έννοια καμία καθυστέρηση δεν υπάρχει. Η επίτευξη συμφωνίας στα κοινοβούλια, δεδομένου ότι μιλάμε για 27 χώρες, απαιτεί χρόνο. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, είναι ένα χαρακτηριστικό της Ευρώπης. Υπάρχει ακόμη χρόνος ως τον Ιούνιο.
Έχουν δημιουργηθεί νέες ανισότητες στην ΕΕ εξ αιτίας της πανδημίας; Μήπως χώρες με υψηλά ποσοστά χρέους, όπως η Ελλάδα, βρεθούν κάποια στιγμή υπό ασφυκτική πίεση;
Δυστυχώς, η λέξη «ανισότητα» περιγράφει πολλά από αυτά που βλέπουμε. Στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, αυτή ήταν η λέξη-κλειδί, ακουγόταν συνεχώς στη σύγκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Στην Ευρώπη παρατηρούμε επίσης μεγαλύτερες ανισότητες, το βλέπουμε σε κάθε χώρα. Δυστυχώς, όταν οι οικονομίες απαιτείται να λειτουργούν με μεγάλα ελλείμματα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, το υψηλό χρέος θα μείνει ως «κληρονομιά». Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το αντιμετωπίσουμε. Αν το δούμε όμως ευρύτερα, η Ευρώπη δεν είναι στη χειρότερη θέση.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία ειδική συνθήκη, επειδή το χρέος της είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, σε όρους ΑΕΠ. Σήμερα είναι υψηλότερο από 200%. Αυτό καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη και είναι κάτι που η κυβέρνηση πρέπει να προσέξει. Ως ο μεγαλύτερος πιστωτής της χώρας, ο ESM έχει κάθε συμφέρον στην μακροχρόνια ανάπτυξη της Ελλάδας έπειτα από την πανδημία. Υπάρχουν αδυναμίες ως αποτέλεσμα του υψηλού χρέους, όμως υπάρχουν και θετικοί παράγοντες οι οποίοι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις.
Μπορείτε να αναφέρετε τους παράγοντες αυτούς;
Ο ένας είναι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους: το 55% είναι οφειλές προς τον EFSF και τον ESM και εξ αυτού του λόγου έχει αξιολόγηση ΑΑΑ. Ένας άλλος παράγων είναι το ειδικό πακέτο ευρωπαϊκών κονδυλίων, το μεγαλύτερο που έχει συμφωνηθεί ποτέ, για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων την προσεχή πενταετία. Σε όρους ΑΕΠ η Ελλάδα θα λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο, άρα θα έχει την μεγαλύτερη στήριξη. Αυτό είναι ορθό και πολύ θετικό, καθώς ήταν ξεκάθαρη η απόφαση να βοηθηθούν οι χώρες οι οποίες δέχθηκαν τα μεγαλύτερα πλήγματα σε αυτή την κρίση. Είναι ένα σαφές δείγμα αλληλεγγύης. Συνεπώς, αυτό το πακέτο είναι σημαντικό, όμως την ίδια στιγμή είναι μία πρόκληση, επειδή πρέπει να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά και να υλοποιηθεί σωστά.
Επίσης, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει σύγκριση με την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, όπου έπρεπε να διορθωθούν πολύ σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Σήμερα δεν έχουμε σε καμία περίπτωση αυτό το πρόβλημα. Δεν υπήρχαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα το 2019. Αντιθέτως, η δημοσιονομική κατάσταση ήταν πολύ ισχυρή. Ήταν η τρίτη χρονιά στη σειρά με δημοσιονομικό πλεόνασμα, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας το 2019 ήταν πάνω και από τους στόχους.
Επιπλέον, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δύο στοιχεία θα καθορίσουν την βιωσιμότητα του χρέους τις επόμενες δεκαετίες: οι ρυθμοί ανάπτυξης και το ύψος των επιτοκίων. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επηρεαστούν θετικά από το NextGenerationEU και θα ενισχυθούν περαιτέρω, αν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις και αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι έτσι θα προστεθούν επτά ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη τα επόμενα πέντε-έξι χρόνια. Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ότι η θετική επίδραση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, άρα μπορεί και να έχουμε ευχάριστες εκπλήξεις.
Πέρα από αυτό, προτού αρχίσουν οι εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα υπάρχει μία εκτίναξη της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελευταία πρόβλεψη της Επιτροπής είναι για ρυθμούς 4,1% εφέτος και 6,1% το 2022, ενώ η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα είναι άνω του μέσου όρου.
Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, οι ορθές πολιτικές εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών και αυτή με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μείωση των ελληνικών spread, τα οποία έχουν ούτως ή άλλως υποχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Με τις σωστές μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν χαμηλά ή και θα μειωθούν ακόμη περισσότερο.
Εννοείτε συνεπώς ότι τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας θα παραμείνουν χαμηλά ακόμη και αφότου τελειώσουν τα προγράμματα της ΕΚΤ;
Θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Όταν συζητώ με τους μεγάλους διεθνείς επενδυτές, (λένε ότι) γνωρίζουν ότι τα προγράμματα αυτά θα τελειώσουν. Δεν γνωρίζουν πότε και εγώ δεν γνωρίζω κάτι διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουν οι αγορές, όμως ακούω από πολλούς ότι είναι έτοιμοι να το παρακολουθήσουν και να το μελετήσουν. Πρώτον, επειδή θα αρχίσουν να εισρέουν τα χρήματα του NextGenerationEU και δεύτερον, επειδή αναμένουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει την προσπάθεια της να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Είδαμε την αναβάθμιση από την S&P πριν από μερικές εβδομάδες και μάλιστα με θετική προοπτική. Οι οίκοι αξιολόγησης θα παρακολουθούν την μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ώστε να αποφασίσουν τα επόμενα βήματα τους. Η Ελλάδα θα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, όχι εφέτος, αλλά συν τω χρόνω. Παρόμοια άποψη έχουν και οι μεγάλοι επενδυτές παγκοσμίως και νομίζω ότι θα πιστέψουν στη χώρα, αν δουν ότι πρόκειται για μία ρεαλιστική πιθανότητα.
Μιας και το αναφέρατε, τον προηγούμενο χρόνο είδαμε μία θεαματική στροφή από τις πολιτικές λιτότητας στην αύξηση των δημοσίων δαπανών, τη διόγκωση των ελλειμμάτων κλπ. Υπάρχει δρόμος επιστροφής στο προ πανδημίας μοντέλο;
Σε αυτήν την κρίση πολεμούμε όλοι μαζί μία πανδημία, η οποία δεν προκλήθηκε από λάθος πολιτικές. Είναι εντελώς διαφορετικό. Κοιτώντας μπροστά και ασχέτως του τι θα συμβεί με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας, κάθε χώρα οφείλει να διασφαλίσει την βιωσιμότητα του χρέους της. Αυτή είναι η κυρίαρχη ανησυχία.
Το θέμα δεν είναι αν θα επιστρέψουμε στα προηγούμενα ή θα πάμε σε κάτι εντελώς διαφορετικό και νέο. Η βιωσιμότητα του χρέους θα είναι το κύριο ζήτημα. Συνολικά στην Ευρώπη χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο συντονισμού. Προκειμένου να λειτουργήσει σωστά η Νομισματική Ένωση, αυτό είναι κάτι απολύτως ουσιώδες και αναγκαίο. Γνωρίζουμε ότι το υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας χρειάζεται μεταρρύθμιση και εντός του έτους θα αρχίσουμε να εργαζόμαστε πάνω σε αυτό.
Θα λέγατε γενικότερα ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο «τώρα ή ποτέ» για την ελληνική οικονομία;
Από μία πολύ σημαντική άποψη, είναι ένα σημείο «τώρα ή ποτέ». Η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν πρόκειται ποτέ να λάβουν τόσα πολλά χρήματα – συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου μέρους επιχορηγήσεων – για πολύ καιρό. Όμως η Ελλάδα είχε τα προηγούμενα δέκα χρόνια μερικές ακόμη στιγμές «τώρα ή ποτέ» και κατάφερε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Υπό μία έννοια τώρα είναι πιο εύκολο, επειδή τα χρήματα είναι διαθέσιμα και αυτό είναι πολύ πιο ευχάριστο από το να διορθώνει κανείς ανισορροπίες και συσσωρευμένα προβλήματα. Το σημαντικό είναι να αξιοποιηθούν αυτά τα χρήματα σωστά και αποτελεσματικά.
Είστε ικανοποιημένος από την πρόοδο του τραπεζικού συστήματος στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων; Και μήπως συνιστά απειλή για την επιτυχία του ταμείου ανάκαμψης η χαμηλή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και ειδικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις τράπεζες;
Εδώ υπάρχει μία ανησυχία. Οι τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα πέντε ή δέκα χρόνια και αυτό είναι θετικό. Έχουν μειώσει σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όμως εξακολουθούν να έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη. Συνεπώς, δεν έχουμε φτάσει στο τέλος του δρόμου, κάθε άλλο!
Μέχρι στιγμής, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί όπως έχει συμφωνηθεί με την ΕΚΤ. Η πρόοδος είναι σημαντική και πρέπει να συνεχιστεί. Οι μηχανισμοί υπάρχουν, ο «Ηρακλής» είναι διαθέσιμος και θα επεκταθεί.
Με αυτά υπόψη, πράγματι μας ανησυχεί κάπως ότι οι χορηγήσεις δανείων είναι περιορισμένες και η ανάπτυξη πιθανώς θα απαιτήσει περισσότερη τραπεζική χρηματοδότηση, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Το συζήτησα στις διάφορες συναντήσεις μου με την κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες. Έχουν πλήρη επίγνωση και εργάζονται ώστε να αυξηθεί η αναγκαία χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να έχουν μερίδιο στην ανάκαμψη.
Πώς κρίνετε την πρόταση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα για την δημιουργία μίας bad bank για την αντιμετώπιση του προβλήματος (τω κόκκινων δανείων);
Είναι καλό να υπάρχουν διαφορετικές προτάσεις, όμως η κυβέρνηση πιστεύει ότι ο «Ηρακλής» έχει αποδώσει και έχει περιορίσει τα ΜΕΔ. Αυτό το πρόγραμμα συμφωνήθηκε με την ΕΚΤ. Αν η κυβέρνηση θελήσει να δοκιμάσει κάποιο διαφορετικό σχέδιο, θα πρέπει να λάβει την έγκριση της Επιτροπής. Προς το παρόν η ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρεί ότι υπάρχει τέτοια ανάγκη.
Η Ευρώπη ήδη υστερεί στην ανάκαμψη σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, ενώ οι επιπτώσεις της πανδημίας παραμένουν στο πρώτο τρίμηνο του 2021. Πώς πιστεύετε ότι θα καλυφθεί το χαμένο έδαφος;
Δεν συμφωνώ ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω. Το μέσο εισόδημα στην Κίνα αντιστοιχεί μόλις στο ένα τρίτο του ευρωπαϊκού. Παρά την ισχυρή τους ανάπτυξη τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται με πολύ υψηλούς ρυθμούς για να καλύψουν την απόσταση. Εμείς ποτέ δεν πρόκειται να έχουμε τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι ΗΠΑ είναι πολύ διαφορετικές. Επί δεκαετίες παρατηρούμε σε περιόδους υφέσεων ότι η αμερικανική οικονομία υποχωρεί πολύ γρήγορα, όμως ανακάμπτει και ταχύτερα από την Ευρώπη. Είναι μία πολύ πιο ευέλικτη οικονομία. Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των ΗΠΑ είναι ταχύτερος από της Ευρώπης, λόγω και της διαφορετικής δημογραφικής τους κατάστασης. Ο αμερικανικός πληθυσμός αυξάνεται κατά μέσο όρο με ρυθμό 0,5% ταχύτερα από της Ευρώπης, συνεπώς είναι υποχρεωμένοι να αναπτύσσονται κατά 0,5% περισσότερο από την Ευρώπη, ούτως ώστε να εξασφαλίζουν το ίδιο βιοτικό επίπεδο με εμάς. Πολλοί το λησμονούν αυτό συχνά.
Αυτή τη στιγμή ο Πρόεδρος Μπάιντεν εφαρμόζει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης πρωτοφανών διαστάσεων. Δεν θα συμβούλευα την Ευρώπη να το αντιγράψει, ωστόσο αυτό σημαίνει ότι, για κάποιο διάστημα, οι ΗΠΑ θα αναπτύσσονται ταχύτερα. Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο.
Η Ευρώπη εφαρμόζει το NextGenarationEU, το οποίο θα υλοποιηθεί με πιο αργούς ρυθμούς. Αντίθετα όμως με τις ΗΠΑ, οι οποίες ενισχύουν μόνο τη ζήτηση, ως εφάπαξ τρόπο τόνωσης της ανάπτυξης, η Ευρώπη στηρίζει και την ζήτηση και την προσφορά. Δημιουργούμε κίνητρα για μεταρρυθμίσεις και δημόσιες επενδύσεις, στοχεύοντας σε ένα μόνιμα υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης. Η ευρωπαϊκή προσέγγιση είναι πολύ καλύτερη, ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα, η επίδραση του αμερικανικού σχεδίου φαίνεται πιο θετική.