Ο Φαίδων Σοφιανός έδωσε μια μοναδική συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην Ελένη Τζαννάτου και την “Καθημερινή” στις 26.11.2024 με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και video από το εργαστήριό του, ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια στην Πόλη, εξομολογείται πώς δίνει ζωή στην κούκλα και πώς η κούκλα τον βοηθά να περάσει στον χώρο του παραμυθιού.
Όταν ο Φαίδων Σοφιανός ήταν παιδί και χρειάστηκε να κάνει μια εγχείρηση, ο μόνος που μπορούσε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη φοβία της αναισθησίας ήταν ο Κάσπερ. Μια φιγούρα κουκλοθέατρου που μαζί με τη μαριονέτα γιαγιά του ήταν απάγκιο για εκείνον και την αδερφή του, Ήβη. Ακόμα και αν στο κρεβάτι του νοσοκομείου έβλεπε τον πατέρα του, Δήμο, να δίνει ζωή στην κούκλα, ο Κάσπερ ήταν ο μόνος που μπορούσε να τον ξεκλειδώσει, δίνοντας λύση στον πραγματικό κόσμο μέσω του φανταστικού: «Εγώ τώρα θα πάω σε μια άλλη χώρα παραμυθιού. Για να έρθεις και εσύ, θα πρέπει να πάρεις αναισθησία», είπε ο Κάσπερ στον μικρό Φαίδωνα και εκείνος βρήκε κίνητρο για να ξεπεράσει τη φοβία του.
Το κουκλοθέατρο είναι κάτι παραπάνω από μια ενασχόληση ή ένα επάγγελμα για την οικογένεια Σοφιανού, που το 1985 γύρισε τη θρυλικότερη παιδική εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ: τη «Φρουτοπία» του Ευγένιου Τριβιζά. Μαζί με «Του Κουτιού τα Παραμύθια» (1987-1988) σκόρπισαν μεγάλα κύματα νοσταλγίας εν έτει 2024 μέσα από ένα βίντεο του ΛΕΞ που σκηνοθέτησε ο The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) και «ανέστησε» ήρωες σαν τον Πίκο Απίκο και τον Ρούχλα σε μια σύγχρονη δυστοπία.
Έκανε και άλλα η οικογένεια Σοφιανού όλα αυτά τα χρόνια: έπαιξε πολύ κανονικό (και όχι τηλεοπτικό, που είναι μια άλλη ιστορία) κουκλοθέατρο, έκανε σατιρικές εκπομπές για μεγάλα παιδιά («Ψαροκωστούλα, αγάπη μου», 1990-1993 και το «Κρα» το 2008), έβαλε το χέρι της στο «Disney Club» (1995-2004), συνεργάστηκε για σχεδόν δύο δεκαετίες με τη γερμανική τηλεόραση και κυρίως, δεν έπαψε ποτέ να διαφυλάσσει μια πολύτιμη παιδικότητα. Αυτή που ακόμη κινεί τον Φαίδωνα Σοφιανό να συνεχίζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την τέχνη του κουκλοθέατρου και να σκαλίζει κάθε μέρα μερικές από τις 7.500 χειροποίητες μαριονέτες που έχουν φτιάξει από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα και βρίσκονται στο κτήμα Mabrida, τη δημιουργική τους βάση στο Κορωπί.
Ακόμα και αν οι κούκλες της οικογένειας Σοφιανού βρίσκονται σε μερικές από τις πιο σημαντικές παιδικές αναμνήσεις κάποιων, για την ίδια ξεκίνησε από κάτι όχι και τόσο φωτεινό. Ο Δήμος και η Μπριγκίτε Σοφιανού ήταν μια ελληνογερμανική οικογένεια που ζούσε στην Κωνσαντινούπολη. Οταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήρθαν ο Φαίδωνας και η Ηβη, υπήρχε μια δυσάρεστη ατμόσφαιρα που κορυφώθηκε με τα Σεπτεμβριανά του 1955. «Μας έλεγαν οι δικοί μας: “Οταν θα βγούμε έξω, τσιμουδιά ελληνικά, μόνο γερμανικά”. Δεν είχες πρόβλημα να μιλήσεις γερμανικά, αλλά δεν έχεις καταλάβει γιατί πρέπει να φοβάσαι», θυμάται σήμερα ο Φαίδων Σοφιανός.
Για να αποφορτίσουν τα παιδιά, οι γονείς τους άρχισαν να τους φτιάχνουν κάποιες αυτοσχέδιες κούκλες, να τις κρεμούν σε ξύλα και να στήνουν για αυτά παραστάσεις. «Και ξαφνικά ανακάλυψα ότι λέγαμε πράγματα σε αυτούς τους δύο που δεν λέγαμε ποτέ στους ίδιους τους γονείς μας», παραδέχεται ο δημιουργός κουκλοθέατρου.
Αυτό το σπιτικό κουκλοθέατρο ανοίχτηκε σιγά σιγά στη γερμανική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και το ζεύγος Σοφιανού άρχισε να παίρνει στα παρασκήνια τα δύο παιδιά του που ξεκίνησαν να μπαίνουν στον κόσμο του κουκλοθέατρου και από την άλλη πλευρά: «Βλέπαμε αυτούς που ξέραμε να αλλοιώνονται τελείως την ώρα που παίζουν, να μιλάνε, να κάνουν γκριμάτσες και να μιλούν για πράγματα που δεν καταλάβαινες και ακριβώς», λέει ο Φαίδων Σοφιανός, που έκανε το ντεμπούτο του ως παίκτης μόλις 14 χρονών, παίζοντας τον Μεφιστοφελή σε μια παράσταση του «Φάουστ».
Τη δεκαετία του ’60 η οικογένεια έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη, αφήνοντας ανοιχτούς λογαριασμούς με το κουκλοθέατρο που συνέχισαν να κάνουν ακόμα και παράλληλα με άλλα πράγματα. Ο Φ. Σοφιανός λόγου χάρη σπούδασε νομικά και έγινε και καθηγητής για ένα διάστημα, αλλά πάντα κάπου χωρούσαν οι μαριονέτες: για μικρούς, για μεγάλους, σε μια σκηνή, σε μια οθόνη.
Το κουκλοθέατρο ως (τηλεοπτικό) όνειρο
Το να παίζει κανείς κουκλοθέατρο είναι σαν ένα όνειρο: «Είσαι σε μία τελείως άλλη διάσταση. Οταν παίζεις βλέπεις μόνο ένα μαύρο άνοιγμα, δεν βλέπεις το κοινό. Οταν τελειώνει η παράσταση, ακούς ένα φοβερό χειροκρότημα και είναι σαν να ξυπνάς και να καταλαβαίνεις ότι ήσουν αλλού», θα πει ο κουκλοπαίχτης, παραγωγός αλλά και συνθέτης της μουσικής των εκπομπών της οικογένειας.
Οπως κάθε μορφή τέχνης και έκφρασης, έτσι και το κουκλοθέατρο έχει το δικό του «συντακτικό» το οποίο δεν χρειάζεται να είναι πολύ λεπτομερές. «Είσαι περισσότερο κοντά στο αφηρημένο. Το πολύ συγκεκριμένο είναι κάτι που βγάζει τη μαγεία του κωδικοποιημένου συμβόλου που είναι μια κούκλα. Μια κούκλα είναι μια φιγούρα που συγκεντρώνει στη φάτσα της ή στον τρόπο που κινείται ένα χαρακτήρα». Το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι ο καθρέφτης του χαρακτήρα ενός ήρωα. Και την ίδια στιγμή, όπως θα εξηγήσει ο κ. Σοφιανός, χρειάζεται και μια αυτονομία: «Μπορείς να μπεις συναισθηματικά ή νοητά σε έναν κόσμο που δεν έχεις προεπιλέξει και να τον περιδιαβείς; Αυτό είναι η κούκλα και το παραμύθι. Σου λέει με διάφορους τρόπους πράγματα που ζεις στην καθημερινότητα, κωδικοποιημένα. Γιατί αν τα πάρεις κυριολεκτικά, μπορεί και να σαλτάρεις».
Είναι και ο λόγος που τα παιδιά ακούνε παραμύθια και παίζουν με παιχνίδια, αυτή η μορφή ερμηνείας του κόσμου. «Το παιδί γιατί παίζει με κούκλες; Γιατί προσπαθεί να καταλάβει με κάποιον τρόπο και να φέρει στα μέτρα του έναν κόσμο μεγάλων. Ολα είναι τεράστια και άγνωστο γιατί λειτουργούν έτσι. Δεν μπορείς να βασιστείς στο ότι αν του εξηγήσεις κάτι μόνο λογικά, θα μπορέσει να το καταλάβει με επιτυχία. Κάτι βιωματικό με συναισθηματική “σάλτσα” είναι πολύ πιο δυνατό σαν μνήμη», ερμηνεύει με τη σειρά του ο Φ. Σοφιανός. Κάτι που κάποιες φορές, λειτουργεί και για τα «μεγάλα παιδιά».
Κάποιες από τις κούκλες που βρίσκονται στο εργαστήριο του Mabrida χρειάζονται τρεις ανθρώπους για να παιχτούν, οι οποίοι πρέπει παράλληλα να κρύβονται από το σκηνικό και να συντονίζονται.
Μια κούκλα μπορεί μόνο με ένα νεύμα ή έναν ήχο να περάσει το μήνυμά της. Οταν στέκεται όμως μπροστά από μία κάμερα το «συντακτικό» της χρειάζεται να αλλάξει λίγο. Στην τηλεόραση η οικογένεια Σοφιανού βρέθηκε πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αρχικά στην ΕΡΤ και το 1978 και στη γερμανική τηλεόραση, σε μια συνεργασία που κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
«Οταν φεύγουμε από τη θεατρική παράσταση και ερχόμαστε κοντά στον φακό, λειτουργεί αλλιώς. Αν η κάμερα μου έρχεται και τον περιορίζει εκφραστικά μόνο στο πρόσωπο, κάτι πρέπει να γίνει στο πρόσωπο», εξηγεί ο κουκλοπαίχτης. Ηταν τότε που οι κούκλες άρχισαν να αλλάζουν και κατασκευαστικά. Αρχικά, οι κούκλες ήταν πιο μικρές, γίνονταν από προπλάσματα με πλαστελίνη και η επιφάνεια είχε χαρτιά και κόλλα ατλακόλ. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ύφασμα με λίγο λάτεξ. Στην τηλεόραση, οι μαριονέτες χρειάζονταν να είναι σταθερές αλλά και εύκαμπτες και άρχισαν να κατασκευάζονται με χυτό λάτεξ και σε κάποιες περιπτώσεις –όπως στην εκπομπή «Κρα»– στο εσωτερικό τους μπήκαν και μηχανισμοί. Και μεγάλωσαν αρκετά: κάποιες από τις κούκλες που βρίσκονται στο εργαστήριο του Mabrida χρειάζονται τρεις ανθρώπους για να παιχτούν, οι οποίοι πρέπει παράλληλα να κρύβονται από το σκηνικό και να συντονίζονται.
«Φρουτοπία»: Μια «ευτυχής καταστροφή»
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήρθε για την οικογένεια Σοφιανού η «ευτυχέστερη οικονομική καταστροφή της». Ο Νίκος Πιλάβιος, υπεύθυνος του παιδικού προγράμματος της ΕΡΤ τότε, πρότεινε στην οικογένεια να μεταφέρει στην τηλεόραση τη «Φρουτοπία» του Ευγένιου Τριβιζά, έχοντας δει τη θεατρική εκδοχή της. Μπαίνοντας στο στούντιο, οι κουκλοπαίχτες γρήγορα κατάλαβαν πως αυτό είναι ένα πρότζεκτ που είχε μεγάλη διαφορά «στα χαρτιά» και στην πράξη. Το να γυρνούν ένα εικοσάλεπτο επεισόδιο την ημέρα, όπως προέβλεπε το πρόγραμμα, αποδείχθηκε αδύνατο. Δούλεψαν με μία μόνο κάμερα και δεν κατάφεραν ποτέ να γυρίσουν πάνω από 4 λεπτά προγράμματος μέσα σε μια μέρα. Υπήρχαν και περιπτώσεις σκηνών, όπως μια μπουνιά που δίνει ο Μανώλης ο μανάβης σε έναν αγώνα μποξ, που για τα 17 του frames χρειάστηκε μια μέρα γύρισμα.
Η «Φρουτοπία» ήταν στην εποχή που οι Ελληνες γινόντουσαν Νεοέλληνες. Αυτό το πέρασμα αντικατοπτριζόταν με διάφορες μπηχτές στο κείμενο. Είχε σαν πρώτη ανάγνωση αυτό που ακούς, το λογοπαίγνιο, την εξέλιξη της φάσης και από κάτω ήταν άλλα στρώματα. Τα παιδιά τότε καταλάβαιναν ότι παίζει και κάτι άλλο, αυτή ήταν η μαγεία της.
Αυτό που «έσωσε» την οικογένεια Σοφιανού ήταν οι απολαβές που έπαιρναν παράλληλα από τις εκπομπές που έκαναν στη γερμανική τηλεόραση. «Αλλιώς δεν θα έβγαινε», παραδέχεται ο Φαίδων Σοφιανός. «Θεωρούσαμε άδικο να έχουμε άλλη νοοτροπία για τα παιδιά στη Γερμανία και διαφορετική για τα παιδιά εδώ. Και έτσι συνεχίσαμε κανονικά και μπαίναμε μέσα. Η καλύτερη οικονομική καταστροφή που μας έχει τύχει», λέει με χαμόγελο.
Παρά το budget που έπεσε έξω αλλά και το γεγονός ότι η «Φρουτοπία» κόπηκε πριν ολοκληρωθεί, χωρίς να δούμε ποτέ πού κατέληξαν οι περιπέτειες του ρεπόρτερ Πίκο Απίκο, έγινε μία από τις παιδικές σειρές που εγγράφηκαν έντονα στο συλλογικό ασυνείδητο. Ισως γιατί με έναν τρόπο, έπιασε την εποχή του: «Η “Φρουτοπία” ήταν στην εποχή που οι Ελληνες γινόντουσαν Νεοέλληνες. Αυτό το πέρασμα αντικατοπτριζόταν με διάφορες μπηχτές στο κείμενο. Είχε σαν πρώτη ανάγνωση αυτό που ακούς, το λογοπαίγνιο, την εξέλιξη της φάσης και από κάτω ήταν άλλα στρώματα. Τα παιδιά τότε καταλάβαιναν ότι παίζει και κάτι άλλο, αυτή ήταν η μαγεία της», πιστεύει ο Φαίδων Σοφιανός.
Η «Φρουτοπία», όπως κάθε καλό παιδικό πρόγραμμα, είχε πάντα κάτι και για τους μεγάλους και εκείνο τον κόσμο που τα παιδιά προσπαθούν να καταλάβουν. «Περνάει, λόγου χάρη, ο Πίκος από ένα σπίτι και πίσω στον τοίχο βλέπει “Η Φρουτοπία ανήκει στα φρούτα της”. Αυτό το βλέπεις και στα Εξάρχεια. Εκεί έβλεπες ότι δεν μιλάει μόνο για μια χώρα που βρίσκεται κάπου κοντά στο Πιπερού, μιλάει για κάτι που το βλέπω και στη γειτονιά μου. Αρα ο χαρακτήρας ο οποίος είναι δωσίλογος ή κουτσομπόλης, μπορεί να είναι η Πιπεριά η Φαρμακόγλωσσα, μπορεί να είναι και η γειτόνισσα. Εκεί αρχίζει να κάνει τη σύνδεση ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό», συμπληρώνει.
Τελικά, τι αναπολούν όλοι εκείνοι που σήμερα στα 40 ή τα 50 τους κατακλύζονται από νοσταλγία όταν βλέπουν ξανά τον Πίκο Απίκο ή τον Θάνο το Κολοκυθάκι; Για να το εξηγήσει, ο Φαίδων Σοφιανός θα πιάσει το νήμα από ένα άλλο αγαπημένο παραμύθι: «Υπάρχει μια πολύ ωραία ατάκα στον “Μικρό Πρίγκιπα”: “Ξεχνάμε ότι είμαστε όλοι παιδιά”. Αυτό το ακατέργαστο διαμαντάκι που υπάρχει στην αρχή της ζωής μας και είναι αυτό που κρατούν πολλοί ενήλικες όταν μας λένε “Α, με εσάς μεγαλώσαμε”. Θυμούνται τη “Φρουτοπία”, αλλά με αφορμή αυτήν την εκπομπή που τότε τους μάγευε, θυμούνται τη δική τους κατάσταση χωρίς να το συνειδητοποιούν. Το πώς ήταν ο κόσμος, πώς ήταν εκείνοι γύρω τους, πόσο δεκτικοί ήταν οι ίδιοι στο να μπορέσουν να χαρούν και να γελάσουν με κάτι τέτοιο. Δεν είναι εύκολο κυρίως για τους ενήλικες του σήμερα γιατί δεν τους αφήνεται ο χρόνος και δεν τους αφήνεται το εύρος συνθηκών ώστε να δώσουν αυτό το κάτι παραπάνω. Οταν όμως το καταφέρνουν, είναι μαγευτικό».
Από την Disney στην καθημερινή σάτιρα
Η οικογένεια Σοφιανού συνέχισε τηλεοπτικά με σειρές όπως «Του Κουτιού τα Παραμύθια» που επίσης αγάπησαν τα παιδιά της δεκαετίας του ’80, ενώ στα 90s και τις αρχές της νέας χιλιετίας δούλεψαν τα σκετς του «Disney Club». Το 2008 δοκίμασαν κάτι που είχαν ξανακάνει με την «Ψαροκωστούλα, αγάπη μου»: τη σάτιρα για μεγάλους. Στο «Κρα», που προβαλλόταν κάθε μέρα στο ΣΚΑΪ μετά το δελτίο ειδήσεων, η δουλειά που είχαν να κάνουν θύμιζε τρόπον τινά αυτή μιας εφημερίδας: περίμεναν μέχρι και το τελευταίο βραδινό talk show, ώστε να έχουν μια καλή εικόνα για την επικαιρότητα της επόμενης ημέρας και τότε οι σεναριογράφοι άρχιζαν να γράφουν ως το πρωί. Τα κείμενα έφευγαν στο Mabrida ώστε να αρχίσουν να στήνονται τα σκηνικά, μέχρι να έρθουν οι ηθοποιοί για να πουν τα λόγια τους. Το υλικό περνούσε στο μοντάζ και έπειτα έφευγε με ένα μηχανάκι για το κανάλι.
Ο ΛΕΞ και το μέλλον της «Φρουτοπίας»
Το 2024 είδαμε τις κούκλες της οικογένειας Σοφιανού στο πιο απίθανο μέρος: ένα βίντεο με το οποίο ο ΛΕΞ προλόγισε τον νέο του δίσκο, «Γ.Τ.Κ.» («Για την Κουλτούρα»). Οταν ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ζήτησε από την οικογένεια Σοφιανού τις κούκλες από τη «Φρουτοπία» και «Του Κουτιού τα Παραμύθια» εκείνοι δέχθηκαν με έναν όρο: να μην τους δοθεί ρόλος ξένος από αυτόν που θα αναγνώριζε ο θεατής. «Το σενάριο ήταν πιο ανατρεπτικό. Και ο μόνος χαρακτήρας που θα μπορούσε να κάνει αυτήν την υπέρβαση ήταν ο Ρούχλας» σχολιάζει ο Φ. Σοφιανός.
Παρατηρώντας το σκηνικό του κλιπ, λίγο πριν αυτό ξεστηθεί, μένεις να χαζεύεις τις λεπτομέρειες: τα σκουπίδια που έχουν πεταχτεί στο χώμα του ακάλυπτου, τη σκουριά στους σωλήνες της πολυκατοικίας, το εσωτερικό του διαμερίσματος που έχει τα πάντα: κρεβατάκι, κουζινικά, ακόμα και εικονοστάσι.
Δεν έχει στενή σχέση με τη ραπ ο Φαίδων Σοφιανός, πάντως, θεωρεί πως το κουραστικό γύρισμα απέδωσε. «Στο βίντεο ένα αναγνωρίσιμο περιβάλλον, όπως είναι μια γειτονιά, σε πάει σε κάτι που είναι πιο μαγευτικό. Είναι αυτή η ποιητική ματιά της όψης των πραγμάτων που θα την ακούσεις στον στίχο μετά. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα αλλά νομίζω ότι πέτυχε», λέει.
Θα μπορούσε κάποια από τις μαριονέτες να ραπάρει η ίδια; Δύσκολο, σύμφωνα με τη «γραμματική» τους: «Η κούκλα δεν μπορεί να βγει πειστικά, σαν εμφάνιση, να λέει μεγάλα κείμενα. Η κούκλα μακάρι να μην μπορούσε να μιλήσει καθόλου».
Στο μυαλό και τα σχέδια του Φαίδωνα Σοφιανού υπάρχει πάντα η επιστροφή της «Φρουτοπίας», που θα ήθελε ιδανικά να γίνει… σε διττή εκδοχή: μία για τα παιδιά του χθες και μία για τα παιδιά του σήμερα. Για τα δεύτερα, γνωρίζει πως θα πρέπει να μιλάει αντίστοιχα και τη γλώσσα του σήμερα: «Αν η “Φρουτοπία” έβγαινε σήμερα θα είχε λογικά διάρκεια 21 λεπτά το επεισόδιο, όμως με μια εσωτερική ταχύτητα και εναλλαγές που αυτά τα 21 λεπτά θα αντιστοιχούσαν σε όγκο πληροφορίας τα 40», εξηγεί. Τα «μεγάλα παιδιά» θα έπρεπε όμως να προσαρμοστούν σε νέους χαρακτήρες αφού πολλοί από τους ηθοποιούς του τότε δεν είναι πια μαζί μας.
Τελικά, το κουκλοθέατρο είναι η τέχνη που μπορεί να βγάλει τα πάντα από το τίποτα.: «Από κάτι όπως μια παλιά εφημερίδα, φτιάχνεις έναν ολόκληρο κόσμο. Για λίγο είσαι Θεός: κάνεις τα πάντα χωρίς περιορισμό. Φτιάχνεις τις πιο μαγικές καταστάσεις». Αυτό κρατά τον Φαίδωνα Σοφιανό ακόμη στο σύμπαν της μαριονέτας. Αλλά και μία «οφειλή» προς τους γονείς του: να ανεβάσει ξανά μια μέρα τον «Φάουστ» και έτσι να τους πει ευχαριστώ για όλα.