Κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Σμίλη τα “Νυχτερινά” του Ernst Theodor Amadeus Hoffmann (1776-1822), σε μετάφραση των αποφοίτων Γιάννη Καλιφατίδη (1982) και Ηλιάνας Αγγελή (1996).
Στις οκτώ νουβέλες που πρωτοκυκλοφόρησαν σε δύο τόμους τη διετία 1816-17 υπό τον τίτλο “Νυχτερινά”, ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ανώτερος δικαστικός του Πρωσικού κράτους, μουσουργός, συγγραφέας και καρικατουρίστας, μας ανοίγει τις πύλες σ’ έναν κόσμο όπου βασιλεύουν τα ανεξήγητα προαισθήματα, τα όνειρα, τα σκιρτήματα της ψυχής, οι εκλεκτικές συγγένειες και οι μυστηριώδεις παρουσίες, ξεδιπλώνοντας με μαεστρία και γλαφυρότητα το σκοτεινό και απόκοσμο βασίλειο της νύχτας, με τους αλαφροΐσκιωτους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του να παραδίδονται στην εξουσία των δυνάμεων του σκότους, θύματα τόσο των εμμονών που τους επιβάλλει ο κοινωνικός περίγυρος όσο και της άρνησής τους να ευθυγραμμιστούν μαζί του. Ανατρέποντας τις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες, ο Χόφμαν διεισδύει βαθιά στον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο των εύθραυστων ηρώων του και αναζητά τα αίτια για την αλλοιωμένη και παραμορφωμένη πραγματικότητα πέρα από τη σφαίρα του υλικού κόσμου, σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι σκοτεινοί μεσαιωνικοί θρύλοι, οι οπτασίες, τα φαντάσματα και η φρίκη.
Μιλώντας για το δαιμονικό στην ανθρώπινη φύση αλλά και προτάσσοντας τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τα όνειρα απέναντι στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, ο Χόφμαν άνοιξε τον δρόμο για την επανάσταση που συντελέστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε με τα έργα του Πόε και, αργότερα, του Κάφκα, όπου η φαντασία παύει πλέον να αποτελεί απλώς και μόνο τρόπο απόδρασης από την πραγματικότητα και αναδεικνύεται σε συνώνυμο της δημιουργικότητας του εσωτερικού κόσμου.
Συγχρόνως, ακροβατώντας ανάμεσα στα όρια του Ρομαντισμού, του φανταστικού αφηγήματος και του Ρεαλισμού, καταθέτει όμως και τις απόψεις του για τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες και την αισθητική, αφήνοντας τον αναγνώστη έκπληκτο μπροστά στην πολυμάθεια και στην πολυσχιδή του προσωπικότητα, μη χάνοντας μάλιστα ευκαιρία να σατιρίσει πρόσωπα και πράγματα της εποχής του και να εκφράσει με καυστικό χιούμορ τη δυσφορία του για τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία της υψηλής κοινωνίας.
(το κείμενο είναι δανεισμένο από την ιστοσελίδα της biblionet.gr)