Ο Αργύρης Καραβίας γεννήθηκε το 1951. Ήταν γιός του δικηγόρου και εκδότη Θανάση Καραβία, ο οποίος είχε το “ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ Α. ΚΑΡΑΒΙΑ” στη γωνία των οδών Ιπποκράτους και Ακαδημίας, ένα από τα παλαιότερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όπου για πολλά χρόνια ήταν ο φιλόξενος χώρος όπου συναντιούνταν διαπρεπείς άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών σαν τον Νίκο Καββαδία, τον Κώστα Βάρναλη κ.α.
Ξεκίνησε σπουδές στην Νομική του ΕΚΠΑ και λίγο αργότερα στην Σουηδία, όπου όμως δεν ολοκλήρωσε τελικά τον κύκλο και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Όταν απεβίωσε ο Θανάσης Καραβίας το 1983, το βιβλιοπωλείο πέρασε στη δικαιοδοσία του Αργύρη Καραβία και του Φώτη Ρουσσόπουλου, που συνέχισε για κάποια χρόνια την παράδοση του παλιού βιβλιοπωλείου στο δικό του ΒΙΒλΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΕROIKA (Μπενάκη 42), μετά την αναγκαστική μετακόμιση, λόγω ανακαίνισης του παλαιού κτιρίου.
Απεβίωσε απο καρδιακή προσβολή την 1.11.1999
Ο Θανάσης Καραβίας είχε έναν αδελφό τον Νότη Καραβία, ο οποίος διατηρούσε το δικό του παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ασκληπιού
Ο Θανάσης Καραβίας είναι καθιστός στο κέντρο, δεξιά στη φωτογραφία ο γιος του Αργύρης, όρθια στα αριστερά η γυναίκα του Ρίκα, και μαζί τους ένα φιλικό τους ζευγάρι από τη Γερμανία. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί στο σπίτι τους, Οίτης 12.
Οδός Οίτης 12 (άρθρο της Ελένης Χωρεάνθη τον Ιούνιο2002)
Δροσερό φθινοπωριάτικο απομεσήμερο, την ώρα που έδυε ο ήλιος, στο ρετιρέ της παλιάς πολυκατοικίας στην οδό Οίτης 12. Τρεις άντρες όρθιοι, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι ο καθένας, συζητούν έντονα. Χειρονομούν και συγχρόνως μετακινούνται γύρω από ένα τραπέζι. Διαβάζουν ποιήματα και προφανώς για κάτι διαφωνούν μεταξύ τους, όπως τουλάχιστον δείχνει το έντονο ύφος της συζήτησης. Είναι ο εκδότης Θανάσης Καραβίας, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας και ο Στρατής Ζαχαριάδης.
Πρόκειται για το φιλόξενο και πάντα ανοιχτό σπίτι του αείμνηστου αγαπημένου φίλου εκδότη Θανάση Καραβία που είχε συστήσει και διατηρούσε ανοιχτό το μακροβιότατο ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ Α. ΚΑΡΑΒΙΑ στη γωνία των οδών Ιπποκράτους και Ακαδημίας, ένα από τα παλαιότερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Για πολλά χρόνια ήταν ο φιλόξενος χώρος όπου συναντιούνταν διαπρεπείς άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Μετά το θάνατο του αείμνηστου Θανάση Καραβία πέρασε στη δικαιοδοσία του γιου του Αργύρη Καραβία και του Φώτη Ρουσσόπουλου, που ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στο χώρο του βιβλίου από το βιβλιοπωλείο αυτό και συνέχισε κάποια χρόνια την παράδοση του παλιού βιβλιοπωλείου στο δικό του ΒΙΒλΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΕROIKA (Μπενάκη 42), μετά την αναγκαστική μετακόμιση, λόγω ανακαίνισης του παλαιού κτιρίου.
Ο Θανάσης Καραβίας ήταν ωραίος άνθρωπος, χαρισματικός. Μορφή απαλή, βιβλική, ευγενέστατος, γλυκύτατος, “ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ένας αληθινός λόγιος”. Νους οξύς, διορατικός, βαθιά φιλοσοφημένος, διανοούμενος ολκής και στοχαστής με τεράστια ακτινοβολία, απλός και προσηνής, ωστόσο. Ήταν και βιβλιοσυλλέκτης . Είχε στην κατοχή του αρκετές χιλιάδες βιβλίων, τα περισσότερε σπάνια, ό, τι αποκόμισε και του έμεινε πιστό ως το τέλος από τη μοναδική, την ερωτική, θα έλεγε κανείς, σχέση του με το βιβλίο.
«Πόσο κάνει αυτό; ρωτήθηκε για κάποιο παλιό βιβλίο.
Εκείνος χαμογέλασε, μισόκλεισε τα μάτια, έκανε ένα μορφασμό αδιόρατης ειρωνείας κι απάντησε με απόλυτη φυσικότητα:
«Δυο τρία τετράγωνα πολυκατοικίες!»
Θησαυρούς έκρυβε εκείνο το ρετιρέ με τα ελάχιστα φτηνά παλιωμένα έπιπλα και την απλή καθημερινότητα του απόμαχου πλέον μεγαλοεκδότη και της κυρίας Ρίκας.
Ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απλά, ασκητικά σχεδόν, αποτραβηγμένος από την τρέχουσα κοινωνική ζωή, στο ρετιρέ της πολυκατοικίας στην οδό Οίτης 12, στο Κολωνάκι, συντροφιά με τα βιβλία και τις αναμνήσεις, τους ελάχιστους παλιούς φίλους και κάποιους νέους, φιλόδοξους λογοτέχνες που τον επισκέπτονταν συχνά, γιατί έβρισκαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο από τον οποίο μπορούσαν να περιμένουν μια καλή συμβουλή, μια χειραγωγία για το ξεκίνημά τους στον άγρια ανταγωνιστικό εκδοτικό χώρο. Πλάι του είχε τη σύζυγό του, την Κυρία Ρίκα, μια καλλιεργημένη, φινετσάτη γυναίκα, απλή, σοβαρή, καλόδεχτη και ενημερωμένη, μ’ έναν αέρα λεβεντιάς και μια αρχοντιά αφοπλιστική στη συμπεριφορά και στις φιλοφρονήσεις της. Η κυρία Ρίκα έπαιρνε μέρος σε όλες τις συζητήσεις και είχε γνώμη, χωρίς να προσπαθεί να μειώνει τον άντρα της.
Η μεγάλη αγάπη, η αδυναμία και η μοναδική ίσως έγνοια του Καραβία ήταν ο γιος του, ο Αργύρης, ένας νέος πολύ ντροπαλός, σιωπηλός, δειλός και ανέκφραστος. Αυτή την εντύπωση έδινε. Ίσως να ένιωθε αδύναμος και να μειονεκτούσε μπροστά στην τεράστια ακτινοβολία που εξέπεμπε ο πατέρας του, ο ποίος όμως δεν παρέλειπε να εκθειάζει τον γιο του για τις σπάνιες ικανότητες, την εξυπνάδα, τις καλές και αξιόλογες σπουδές που είχε κάνει στο εξωτερικό. Ευτυχώς που ο γιος έφυγε μετά από τους γονείς για την άλλη ζωή και ο χαμός του δεν τους πότισε την αβάσταχτη πίκρα.
Η κυρία Ρίκα είχε αδυναμία στα λουλούδια. Η μεγάλη βεράντα που βλέπει στο Λυκαβηττό ήταν γεμάτη από γλάστρες με τεράστια φυτά που σχημάτιζαν ένα μικρό ευώδες παραλληλόγραμμο δυτικά κι ένα ακόμα όμοιο ανατολικά. Τα βραδάκια με τις ευωδίες των μυριστικών και το δροσερό αεράκι που ερχόταν φιλτραρισμένο από το κοντινό άλσος του Λυκαβηττού, με καλή παρέα συνήθως και εποχικό γλυκό του κουταλιού, απολάμβανες την κατάθεση της πείρας, τη σοφία και πολυμάθεια, όσο και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις ενός σπάνιου πνευματικού ανθρώπου, μέσα από εξονυχιστικές αναλύσεις των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων και ατελείωτες συζητήσεις γύρω από πάσης φύσεως γεγονότα και θέματα της λογοτεχνίας, της τέχνης, της πολιτικής, της επικαιρότητας.
Ο Θανάσης Καραβίας ήταν περίπτωση! Έμπαινες και τον έβρισκες γερασμένο, βυθισμένο στη μοναξιά και στις αναμνήσεις. Και μόλις άρχιζε να διηγείται, και πολύ το απολάμβανε αυτό, ξανάνιωνε, το πρόσωπό του σιγά σιγά έπαιρνε μια απαλότητα, μια γλυκύτητα, τρυφέραινε, το βλέμμα του σπιθοβολούσε, άστραφτε. Εκείνος ψήλωνε, μεταμορφωνόταν σαν άλλος Πρωτέας, γινόταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος και χαιρόσουν να κουβεντιάζεις μαζί του ώρες! Ο Καραβίας ήταν και καλός συζητητής. Άκουγε! Απαντούσε καίρια όταν επρόκειτο για σοβαρά ερωτήματα. Αντίθετα, όταν ο απέναντί του ήταν “φελλός” (έτσι χαρακτήριζε τους ανέμυαλους και κενόδοξους που δεν ήταν και σπάνιοι επισκέπτες του), χαμογελούσε συγκαταβατικά και αργότερα σχολίαζε με κατανόηση:
«Όταν είναι άδειο το ρετιρέ…»
Μιλούσε συχνά για τη λειτουργία της Ελληνικής Γλώσσας, τη χρήση λεξικού, όπως και την αμφισημία των λέξεων. Ιδού ένα χαρακτηριστικό σχόλιό του: “Άλλο είναι να πεις έρημος, κι άλλο έρμος!”. Θαύμαζε τον Ελύτη, αλλά έλεγε όχι χωρίς κάποια δόση αμφισβήτησης: “Μου αρέσει αυτός ο ποιητής, αλλά δεν ξέρω από πού αρχίζει και πού τελειώνει ο εαυτός του…”
Είχε ζήσει τη ζωή σε όλες τις φάσεις και τα σκαμπανεβάσματά της. Ο ίδιος, και ο αποκλειστικός ανθρώπινος περίγυρος που του είχε μείνει πιστός και αφοσιωμένος ίσαμε το τέλος, φιλικός και συγγενικός, ήταν μια σπάνια απόλαυση, αλλά και ορυχείο γνώσης για όσους τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε από κοντά. Αυτός ο λιτοδίαιτος διανοούμενος κάποτε ένιωθε την ανάγκη ν’ απολαύσει “ένα παστίτσιο, μια κότα σούπα” σε σπίτια φίλων που αγαπούσε.
Ο “κύριος Θανάσης” ήταν άνθρωπος της νύχτας, με την έννοια ότι τον ενέπνεε η νυχτερινή γαλήνη και εργαζόταν τη νύχτα. Κάποιοι έλεγαν πως έβγαινε με φίλους του μόνο τη νύχτα. Γεγονός είναι πως ξημερωνόταν καθισμένος στον τετραθέσιο σουηδικό καναπέ μ’ ένα φλιτζάνι γάλα και καφέ στο τραπεζάκι μπροστά του, έχοντας στα γόνατά του χειρόγραφα ή διορθώσεις κάποιου βιβλίου που κάθε φορά εξέδιδε. Ήταν καθηλωμένος εκεί! Είχε περιορίσει, φαίνεται, τη ζωή του σ’ αυτόν αποκλειστικά τον καταδικό του χώρο, μπουχτισμένος από όλες τις κοινωνικές συμβατικότητες.
Τα πρωινά κοιμόταν, και όταν η μέρα έστρεφε προς το απόγευμα, τότε σηκωνόταν και πάντα στο ίδιο σκηνικό δεχόταν τους φίλους και τους συνεργάτες του. Η ζωή του ήταν απλή, ήρεμη, με λιγοστές απολαύσεις και περιορισμένες επίσης απαιτήσεις. Ωστόσο, ούτε λίγο ούτε πολύ, από κείνο το απέριττο διαμέρισμα του Κολωνακιού κάθε απομεσήμερο κι απόβραδο, σε καθημερινή βάση περνούσε η μισή Αθήνα. Σ’ εκείνες τις απλές, τις ξύλινες καρέκλες πόσοι διανοούμενοι και συγγραφείς, ποιητές και δημοσιογράφοι, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών δεν κάθισαν και δεν δοκίμασαν το εποχικό γλυκό κουταλιού που πρόσφερε η πάντα χαμογελαστή και πρόθυμη οικοδέσποινα.
Άλλοι πήγαιναν για να του δείξουν κάποιο φιλόδοξο πρωτόλειο κι άλλοι να πάρουν κάτι πολύτιμο από το περίσσευμα της καρδιάς, της σοφίας, της αποταμιευμένης γνώσης, της πείρας του. Κι εκείνοι που είχαν προλάβει το τρένο της επιτυχίας, κι εκείνοι που το κυνηγούσαν απεγνωσμένα, κι όσοι το είχαν χάσει κι είχαν ήδη περάσει στο περιθώριο της λήθης. Το ρετιρέ της οδού Οίτης 12 ήταν μια όαση για κάθε διψασμένο στρατοκόπο του πνεύματος και όχι μόνο.
Εκεί έβρισκε καταφύγιο η αείμηστη ωραία Χιώτισα και καλή ποιήτρια, η Ερμιόνη Πολυχρονοπούλου, που κι εκείνη αποδήμησε τον ίδιο καιρό μ’ εκείνον, εκεί βραδιαζόταν η Κάτια που της ήρθε να γράψει στα σαράντα πέντε της ρομάντζα. Εκεί ο χρηματιστής που προτιμούσε να επενδύει τα χρήματά του σε πίνακες ζωγραφικής κι επέβαλλε στη γυναίκα του να ξεφυλλίζει βιβλία με παλιές γκραβούρες, εκεί και το ζεύγος Κ. Τριανταφυλλίδη που περιέθαλψε με τόση στοργή και τρυφερότητα την ετοιμόγεννη σκύλα και φρόντισε για την υιοθεσία των εννιά κουταβιών της που έφερε στον κόσμο!
Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, ο “Μαραμπού”, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του ήταν ο πλέον αξιαγάπητος, στενός φίλος του Καραβία, ο οποίος μάλιστα καυχιόταν πως κάποια από τα ωραιότερα ποιήματά του ο Καββαδίας τα είχε γράψει με προτροπή δική του. Όταν ο Καββαδίας δεν ήταν πια στη ζωή, ο Καραβίας έλεγε χαρακτηριστικά:
«Είναι δυνατός, σπουδαίος ποιητής. Επηρεάζει κόσμο, τη νεολαία. Εγώ του είπα: Κάτσε, φίλε μου, και γράψε και κανένα ποίημα της προκοπής που, ασχολείσαι όλο με τις πόρνες και τα μπορντέλα! Να, γράψε για το Λόρκα!”
Έτσι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θ. Κ., προέκυψε το ποίημα με τον τίτλο Federico Garcia Lorca, αφιερωμένο στον Θανάση Καραβία, στον άνθρωπο που τον παρακίνησε να το γράψει. Και είναι όντως ένα από τα καλύτερά του που κοσμούν τη νεοελληνική ποίηση.
Είχα την τύχη να μου χαρίσει ένα από τα 500 αντίτυπα της συλλογής Πούσι του Νίκου Καββαδία, έκδοση του 1947(!), σε βιεννέζικο σπάρτο, με την ένδειξη: Το βιβλίο αυτό από αγάπη στο έργο του ποιητή το κοσμήσανε με ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο οι ζωγράφοι, χαράκτες Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδης, Δ. Γιαννουκάκης, Ι. Μόραλης,Γ. Μόσχος, Α. Τάσος, Α. Κορογιαννίδης». Η αφιέρωση σ’ εμένα, γραμμένη με μολύβι: «Στην Ελένη ΧΩρεάνθη το στερνό αντίτυπο της πρώτης έκδοσης της συλλογής ‘Πούσι’ του ποιητή, με αισθήματα αγάπης και φιλίας. (Υπογραφή) Α. Καραβίας. Απρίλης 1978».
Τότε, με την ειρωνική διάθεση και το λεπτό χιούμορ που τον χαρακτήριζε, διηγήθηκε μια χαριτωμένη και ευτράπελη λεπτομέρεια που συνδέεται με αυτή την έκδοση και δείχνει τη στενή φιλική σχέση του εκδότη τόσο με τον συγκεκριμένο ποιητή, όσο και με τους εικαστικούς καλλιτέχνες. Τη μεταφέρω εδώ με τα λόγια του ίδιου του Καραβία:
“Τότε, που θα τυπωνόταν το Πούσι, ζήτησα κι από το Γιάννη Τσαρούχη να λάβει μέρος με μια ξυλογραφία του σ’ αυτή τη μνημειώδη έκδοση. Και του πρότεινα ένα ποίημα που έπρεπε να κοσμήσει με γυναικείο γυμνό. Ο Τσαρούχης σήκωσε τις πλάτες, αναψοκοκκίνισε, και με την αθωότητα που τον διέκρινε μου απάντησε: ‘Δεν μπορώ, δεν ξέρω, δεν έχω δει ποτέ μου γυμνή’… ”
Αλλά ο θάνατος δεν κάνει εξαιρέσεις.
Ο Θανάσης Καραβίας έφυγε από τούτη τη ζωή ξαφνικά στις 23/8/83 σε ηλικία 74 ετών. Στις 24/8/83 (Ελευθεροτυπία, φ. 2419, έτος 9′), ο Στρατής Ζαχαριάδης, ο δεινός δημοσιογράφος και ποιητής, που είχε ζήσει αρκετά χρόνια από πολύ κοντά το Θανάση Καραβία και τον γνώριζε ίσως όσο κανένας άλλος, εργαζόμενος στο σπίτι του εκδότη σε καθημερινή βάση, φίλος και στενός συνεργάτης του τότε, και πολιτικός συντάκτης το ’83 στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με τίτλο “Έφυγε ένας λόγιος” έγραψε το σύντομο σημείωμα που ακολουθεί:
«Ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ένας αληθινός λόγιος με την πιο αυστηρή κυριολεξία του χαρακτηρισμού, έφυγε. Ο Θανάσης Καραβίας πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων, μετά από 55 χρόνων συνεχή θητεία στην υπηρεσία του βιβλίου και της εκδοτικής ζωής.
Ο Θανάσης Καραβίας γεννήθηκε στην Πύλο το 1909, σπούδασε νομικά, αλλά από τα 19 του χρόνια κιόλας στράφηκε στις εκδόσεις. Με ευρυμάθεια που κατέπλησσε ακόμη και τους πιο ειδικούς, με φιλολογικό αισθητήριο μοναδικό και με επιστημονική μεθοδικότητα εξελίχτηκε σε μια ιδιόρρυθμη φυσιογνωμία της πνευματικής ζωής.
Συγγραφέας και ποιητής του συρταριού, αντιμετώπισε τη δημοσιότητα σπάνια και μόνο με διάφορα ψευδώνυμα, επηρέασε αποφασιστικά μερικά από τα πρώτα ονόματα της τέχνης του λόγου, όπως οι πολύ μεγαλύτεροί του στην ηλικία Κώστας Βάρναλης και Κοσμάς Πολίτης, ο Νίκος Καββαδίας κ. α.
Ο ίδιος περηφανευόταν μόνο για την Παγκόσμια Γεωγραφία του, ένα βιβλίο για τους υποψήφιους ανωτάτων σχολών που είχε πραγματοποιήσει πάνω από 30 εκδόσεις. Σαν εκδότης συνέχιζε την παράδοση των Δημητράκων και των Ελευθερουδάκηδων. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 5.30 μ.μ. στο Γ’ Νεκροταφείο».
Αυτά τα λίγα μόνο γράφτηκαν. Κανείς άλλος δεν ασχολήθηκε έκτοτε, αν και πολλοί ευεργετηθήκανε από τον εκλιπόντα. Ο Στρατής Ζαχαριάδης στο «40ήμερο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του πολυαγαπημένου μας Αθανασίου Καραβία», στις 25/9/83, ενώ και ο ίδιος ήδη είχε μπει στη διαδικασία της πάλης με το θάνατο, αλλά δεν το έβαζε κάτω και τον αντιμετώπιζε σθεναρά, αποκάλυψε ότι ο εκλιπών είχε τα συρτάρια του γεμάτα με ποιήματα, τα οποία, ήταν ο μόνος που γνώριζε την ύπαρξή τους και είχε μάλιστα πρόθεση να φροντίσει την έκδοσή τους. Αλλά δεν πρόφτασε.
Πάνε από τότε (που συνάρμοσα τούτες τις λέξεις σε θύμησες για τον αείμνηστο Θανάση Καραβία), δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια…
Ύστερα πήρε και το Στρατή ο μαύρος καβαλάρης, πήρε και την κυρία Ρίκα, τον Κώστα, την Ερμιόνη, την αγαπημένη του αδερφή Φωφώ και τον Αργύρη…
Και όλα πήγαν του κάκου, βιβλία, στίχοι ανέκδοτοι, η μετάφραση της Οδύσσειας, το όνειρό του, δημοσιεύματα με ψευδώνυμα, προοπτικές, όλα!
Ύστερα ήρθε η μεγάλη νύχτα, η βαθειά σιγή και η λήθη…
Ελένη Χωρεάνθη Π. Φάληρο, 23/6/2002
Πρώτη δημοσίευση: Αθηναϊκό Ημερολόγιο, 2003 Μέρες Φθινοπώρου 2003
Το Παλαιοβιβλιοπωλείο του Νότη Καραβία