Ο Κωνσταντίνος Μαρούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1918 και αποφοίτησε από το Γερμανικό Τμήμα της Σχολής το 1937. Αποφοίτησε από τη τη Νομική Σχολή Αθηνών το 1942 με βαθμό «Άριστα». Εργάστηκε ως δικηγόρος Αθηνών, στην αρχή μαζί με τον πατέρα του, επίσης επιφανή δικηγόρο, Ιωάννη Μαρούδη του Δημοσθένους, και ακολούθως σε δικό του δικηγορικό γραφείο. Καθιερώθηκε στην πράξη ως ένας από τους πλέον έγκριτους ποινικολόγους της Αθήνας, αναλαμβάνοντας ποινικές υποθέσεις και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Η Γερμανική παιδεία του αλλά και η γνώση της Αγγλικής και Γαλλικής γλώσσας, τις οποίες διδάχθηκε στη Σχολή, τον βοήθησαν στη καθιέρωσή του, αφού η Γερμανική νομική επιστήμη κατέχει πάντοτε την πρώτη θέση στην Ευρώπη. Μαζί με άλλους επιφανείς δικηγόρους ποινικολόγους της εποχής, το έτος 1962, ήταν εκ των ιδρυτικών μελών της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (Ε.Ε.Π.). Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία το 1967, ήταν Γενικός Γραμματέας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του αντιδημοκρατικού καθεστώτος. Όταν του προτάθηκε να τοποθετηθεί διορισμένο μέλος στο νέο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., αυτός αρνήθηκε.
Νυμφεύθηκε την Χρυσούλα Αβραάμ, κόρη του τέως Υπουργού Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης Νικολάου Αβραάμ, και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη, απόφοιτο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, Εφέτη, και την Ασπασία, φιλόλογο.
Έλαβε μέρος σε πολλές σημαντικές ποινικές δίκες. Ασυμβίβαστος με την ηττοπάθεια, απόλυτα συνεπής στα λόγια και στα έργα του, αγαπητός σε όλους, ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο του με την φιλοσοφία του δικαίου και με την φιλοσοφία, γενικότερα, πίστευε σε μία κοινωνία πραγματικής ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης, στην οποία αφιέρωσε την ζωή του.
Απεβίωσε στις 14-11-1992, σε ηλικία 74 ετών.