Η Σόνια Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και φοίτησε στη Σχολή. Ήταν κόρη του αείμνηστου Γεώργιου Καλογερόπουλου και της διακεκριμένης αρχαιολόγου κ. Αθηνάς Καλογεροπούλου. «Δεκαεννέα ποιήματα της μοναξιάς και του θανάτου» ήταν η πρώτη ποιητική της συλλογή, που εκδόθηκε το 1978, «Του Κλειστού Χώρου», η δεύτερη, που εκδόθηκε το 1981, και «Ο Στατικός Χορός της», ήταν το ποιητικό πεζό της, διανθισμένα όλα με τα έξοχα σκίτσα της.
Πέθανε το 2003
Στις 18.5.2003 η συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου δημοσίευσε στην εφημερίδα Καθημερινή ένα κείμενο, το οποίο αναδημοσιεύουμε:
Μια ποιήτρια που έφυγε νωρίς
Μια ποιήτρια ταπεινή, μοναχική, μια ποιήτρια του ώριμου βιωμένου πόνου και της βιωμένης μοναξιάς, η Σόνια Καλογεροπούλου έφυγε σιωπηλά και αθόρυβα, όπως έζησε, αφήνοντάς μας δύο εξαίσιες ποιητικές συλλογές και ένα πεζογράφημα. Αφήνοντας ακόμα σπάνιας ζωγραφικής τέχνης έργα. Μόνο που ποτέ δεν ήθελε να μιλά για την ποίησή της, ποτέ για τα ζωγραφικά της έργα. Τα άφησε κι αυτά στη μοναξιά, γιατί «ο σπαραγμός δεν κουβεντιάζεται», είπε.
Ετυχε να τη γνωρίσω από παιδί και ξέρω πόσο λαμπερό ήταν το πνεύμα της, αστραφτερό, μια ιδιοφυΐα που αρνήθηκε να εκφραστεί. Σαν να ήθελε να περιφρονήσει αυτόν τον μάταιο κόσμο της οργής και της υπαρξιακής οδύνης.
Ομως έστω κι αυτά τα τρία ποιητικά βιβλία της -γιατί και το πεζό της ποιητικό είναι- φτάνουν για να δικαιώσουν το ανθρώπινο χάραγμά της στον εγκόσμιο πόνο, να δικαιώσουν το πονεμένο πέρασμά της ανάμεσά μας. Και πιστεύω πως μια μέρα, κάποιοι μελετητές θα σκύψουν πάνω στα λιγοστά έργα της, για να βρουν όχι μόνο την κατακερματισμένη ιδιοφυΐα της, αλλά και μια σπάνιας ανθρωπιάς ψυχή. Και θα ήταν δίκαιο αυτό.
Η Σόνια Καλογεροπούλου ήταν κόρη του αείμνηστου Γεώργιου Καλογερόπουλου και της διακεκριμένης αρχαιολόγου κ. Αθηνάς Καλογεροπούλου. «Δεκαεννέα ποιήματα της μοναξιάς και του θανάτου» ήταν η πρώτη ποιητική της συλλογή, που εκδόθηκε το 1978, «Του Κλειστού Χώρου», η δεύτερη, που εκδόθηκε το 1981, και «Ο Στατικός Χορός της», ήταν το ποιητικό πεζό της, διανθισμένα όλα με τα έξοχα σκίτσα της.
Ο διαπρεπής καθηγητής κ. Χρύσανθος Χρήστου είχε γράψει για τα ζωγραφικά της έργα: «Το ανθρώπινο σώμα παρουσιάζεται σαν ζωντανό τοπίο». Ενα ζωντανό τοπίο είναι και η ποίησή της ολόκληρη, το ανθρώπινο σώμα, ένα τοπίο καθημαγμένο, έρημο, αδιάβατο. Αδρές ποιητικές πινελιές δίνουν μιαν ελιοτική ερημιά κι έναν πόνο τραχύ ανάμικτο με καρυωτακικό σαρκασμό και συμπόνια. Ελλειπτικές, ζωγραφικές γραμμές που στάζουν αίμα και σαρκασμό, αλλά και περηφάνια. «Σκυφτή, υποταγμένη / ή αναιρώντας περήφανα έναν κόσμο συμβατικό;», αναρωτιέται η ίδια, «χτισμένη μέσα στην πέτρα με φροντίδα».
Αγαπούσε τον Ελιοτ, κι αυτό φαίνεται στην ποίησή της. Αγαπούσε τον Μπέκετ, κι αυτό φαίνεται στο πεζό της. Φτάνει στη συντριβή, στην αυτοσυντριβή, στο αδιέξοδο, και τα υπερβαίνει διακωμωδώντας τα. Με αίμα και αξιοπρέπεια είναι γραμμένη η ποίησή της. Κάποτε φτάνει στην κραυγή. Μια κραυγή που γίνεται δική μας. «Ξεπεράσαμε τις συμβατικότητες / πνιγόμαστε – βόηθεια!», γράφει. Κι αλλού: «Και τα μέλη μου αποκόπηκαν / και διασπάρθηκαν / το σώμα μου ακέφαλο κείται πια / κι έμεινε κει / ένα τεράστιο μαύρο μάτι / υγρό και πονεμένο / να σε κοιτάζει / να σε περιεργάζεται / μέσα στη νηνεμία σου / καθώς μακάρια κοιμάσαι».
Σίγουρα ήξερε πόση δύναμη είχε, πόσο λαμπερή κοφτερή αντίληψη είχε, ήξερε τι θα μπορούσε να δώσει με την ποίησή της ή τον πεζό της λόγο, όμως κλείστηκε στη σιωπή, στην αξιοπρέπεια της σιωπής, αυτό ήθελε, σαν για να περιφρονήσει εμάς όλους που μιλάμε ή γράφουμε ακατάπαυστα. Εκείνη που βίωσε τον λόγο στην ουσία του. Που βίωσε την υπαρξιακή αγωνία ως ουσία ζωής. Είπε όχι. Ομως και το «όχι» ήταν ουσία ζωής για κείνη. Ηταν η διαδρομή του θανάτου που βίωνε καθημερινά «με δυσεύρετη υπομονή», όπως γράφει. Μια ψυχή που έκλεινε μέσα της την τραγικότητα.