Η Πολυξένη Ματέϋ-Ρουσοπούλου ήταν παιδί του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα και έζησε όλα τα γεγονότα και τις αλλαγές αυτού του αιώνα. Πατέρας της, ο Όθων Ρουσόπουλος, χημικός, πρωτοπόρος στη συντήρηση χάλκινων αρχαιολογικών ευρημάτων και ιδρυτής της πρώτης τεχνικής σχολής στην Ελλάδα. Μητέρα της, η Ελένη Ναούμ, γεννημένη στη Λειψία από καστοριανούς γουναράδες, γυναίκα πολύ δραστήρια για την εποχή, συνιδρύτρια με την Καλλιρρόη Παρρέν του Λυκείου των Ελληνίδων. Αδελφή της η Αγνή Ρουσοπούλου, από τις πρώτες γυναίκες δικηγόρους στην Ελλάδα.
Η Πολυξένη και η Αγνή πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στην Αθήνα, παίζοντας στις αυλές με τις γαζίες και τα γιασεμά. Στο πατρικό τους σπίτι η μουσική κυριαρχούσε. Η Πολυξένη σπούδασε με τον τότε φημισμένο καθηγητή πιάνου, τον Βόλντεμαρ Φρήμαν. Το 1922, είκοσι χρονών, τη συναντάμε στη Λειψία, όπου συνέχισε τις σπουδές της στο πιάνο και έγινε σολίστ. Το 1926 παντρέυτηκε στη Λειψία τον ελληνικής καταγωγής (Ματθαίου) Ρουμάνο ζωγράφο Georg – Alexander Mathey.
Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Hansen με την ιστορία του σχολείου, η Πολυξένη δίδαξε Μουσική το 1937 στην Αραχώβης. Η μαρτυρία της Ροδούλας Κούμαρη, μαθήτριας εκείνων των χρόνων, λέιε ότι η Πολυξένη δίδαξε μουσική και χορό για μία τριετία.
Σε συνένετευξή της στο λευκό επετειακ’ο λεύκωμα των 100 χρόνων της Γερμανικής Σχολής αναφέρει ότι ενώ ήταν ένα χρόνο μικρότερη από την αδελφή της Αγνή Ρουσοπούλου, ζήτησε και πήδηξε μία τάξη διότι φοβόταν τον δάσκαλό της. Έτσι βρέθηκε συμμαθήτρια με την αδελφή της και αποφοίτησαν μαζί.
Γνώρισε τον συνθέτη Carl Orff αργότερα, το 1934, ως καθηγητή , στο Μόναχο. Η ίδια λέει: « ‘Ενιωθα ότι το επάγγελμα του πιανίστα δε με ικανοποιούσε. Έτσι πήγα στο Μόναχο, στη θρυλική πια σχολή Günther , για να ασχοληθώ με έναν κλάδο που ανέκαθεν με τραβούσε: Μουσική και Κίνηση».
Με αυτά τα εφόδια και την αγάπη της στο χορό, τη μουσική και τη διδασκαλία, ιδρύει το 1938 στην Αθήνα μια μοναδική στο είδος της σχολή.Η πινακίδα γράφει: «Σχολή Γυμναστικής, Ρυθμικής και Χορού, Πολυξένης Ματέϋ-Ρουσοπούλου».
Η σχολή Ματέϋ ήταν σχολή χορού, οι μαθήτριές της όμως μιλούσαν για πιο ουσιαστικές σπουδές, για ολοκλήρωση προσωπικότητας, για φιλοσοφική θεώρηση της ζωής, για φως, πίστη, δύναμη…
Με τη σχολή συνεργάστηκαν διάφορες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχν’ων, όπως οι: Νίκος Σκαλκώτας, Αργύρης Κουνάδης, Κώστας Κυδωνιάτης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιώργος Βακαλό, Γιάννης Μόραλης, Ευγένιος Σπαθάρης, Υβόννη Ντε Κίρικο, Γιάννης Μέτσης, Κώστας Μιχαηλίδης και μια πλειάδα άλλων φωτισμένων δασκάλων.
Στη σχολή Ματέϋ χόρεψαν, τραγούδησαν, σπούδασαν και πήραν τη φλόγα της ζωής της Πολυξένης πολλές «τυχερές» μαθήτριες, που με τον ίδιο ζήλο της δασκάλας τους φρόντισαν να μεταδώσουν τη γνώση, να σπείρουν ό,τι τόσο απλόχερα τους έδωσε.
Από το 1951 ως το 1956 λειτούργησε στη σχολή Επαγγελματικό Τμήμα τριετούς φοίτησης για την κατάρτιση δασκάλων «Ρυθμικής και Χορού». Στις απόφοιτες του τμήματος περιλαμβάνονται οι χορεύτριες Λία Μελετοπούλου και Ράνια Παπαδάμ. Από τη σχολή πέρασαν ακόμη η Γιάννα Φιλιπποπούλου, η Γίτσα Καρελλά, η Τούλα Χατζηγιαννάκη και δασκάλες που ίδρυσαν σχολές, και άλλες που διδάσκουν το Σύστημα Ορφ εδώ και στο εξωτερικό.
Λίγους μήνες πριν βγει ο 20ός αιώνας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1999, έσβησε στα 97 της χρόνια μια σπουδαία γυναίκα. Η μουσική και η ποίηση τη συντρόφευαν ως το τέλος. Θυμόταν και απάγγελνε απ έξω κατεβατά ολόκληρα από Όμηρο, Αινεία, Γκαίτε, Σίλλερ και άλλους. Μέχρι λίγο πριν το τέλος, ανησυχούσε για την κατάσταση της μνήμης της, γιατί δυσκολευόταν να θυμηθεί τον Σικανέντερ, λιμπρεττογράφο του Μότσαρτ στο Μαγεμένο Αυλό…
Περισσότερα στο site της Σχολής Ματέυ…
Στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου έκανε μια γνωριμία καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή της. «Ήταν η εποχή που η τριανδρία Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη, Γληνού, είχε αναλάβει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μια μέρα μπήκε στην τάξη μας ένας νέος άνδρας, συνοδευόμενος από τον γυμνασιάρχη, ανέβηκε στην έδρα και άρχισε να μας διαβάζει αποσπάσματα από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Μάνου. Έπειτα μας μίλησε για τη δημοτική γλώσσα και τον δημοτικισμό ως πνευματική τοποθέτηση. Ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, δάσκαλος και φίλος μου μέχρι το τέλος της ζωής του, που επηρέασε πολύ τη σκέψη μου. Υπό την επίδρασή του άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι η παράταξη στην οποία ανήκε η οικογένειά μου κάπου έσφαλε. Ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει το Έθνος να πάει μπροστά, φυλακισμένη στα απατηλά ιδεώδη της προγονοπληξίας της».
Ο πατέρας της δεν έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πέθανε τον Μάιο του ’22 και λίγο αργότερα η μητέρα της διέλυσε την Ακαδημία και το σπίτι της Κουμουνδούρου, πήρε τις δύο της κόρες και εγκαταστάθηκε στη Λειψία.
Άρθρο στην εφημερίδα “Τα Νέα” της 7/6/1997 της Κάτιας Πετροπούλου…