Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1908 στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια. Ήταν εγγονή του καθηγητή Πανεπιστημίου Στυλιανού Κωνσταντινίδη. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και ολοκλήρωσε σπουδές Φιλολογίας, τις οποίες και συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής, μουσικής και πιάνου, στο “Ελληνικόν Ωδείον” Αθηνών.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία 17 ετών στη σκηνή του “θεάτρου Τέχνης” του Σπύρου Μελά το 1925 στη παράσταση “Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα” του Λουίτζι Πιραντέλλο. Η πρώτη αυτή παρουσία της χαρακτηρίστηκε από τους τότε κριτικούς ως αποκάλυψη. Τον ίδιο χρόνο εμφανίσθηκε ως Ηρωδιάς στη “Σαλώμη” του Όσκαρ Γουάιλντ και ως Ρίλκε Έϋντεν στο “Ο χρόνος είναι όνειρο” του Ανρί Ρενέ Λενορμάν.
Το 1926 η Ελένη Παπαδάκη έπαιξε στο “Θίασο των Νέων” ως πρωταγωνίστρια πλέον πολλών έργων όπως “Όταν οι γυναίκες αγαπούν” του Μπράκλαιϋ Μπουσόν, “Τζοκόντα” του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, “Τα ωραιότερα μάτια του κόσμου” του Ζαν Σερμάν, “Αιμέ” του Ζεραλντύ κ.α. και τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με την Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Αιμίλιο Βεάκη, Ν. Δεδραμή, Γεώργιο Παππά, Π. Γαβριηλίδη, σε ποικίλα ρεπερτόρια, όπου και διακρίθηκε με πολλές επιτυχίες. Επικεφαλής του ίδιου θιάσου το 1931 έπαιξε στη Κωνσταντινούπολη με ενθουσιώδεις κριτικές.
Το Νοέμβριο του 1932, αμέσως μετά την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, προσλήφθηκε ως πρωταγωνίστρια και ως το θάνατό της έπαιξε: Δυσδαιμόνα (Οθέλλος), Ρεγγάνη (Βασιλιάς Ληρ), Πόρτσια (Έμπορος της Βενετίας), Βασίλισσα Ελισάβετ(Δον Κάρλος) του Σίλλερ, Ναταλία (Πρίγκιπας του Χόνμπουργκ) του Χάινριχ φον Κλάιστ κ.α., ενώ ιδιαίτερα ήταν τα επιτεύγματά της και στον τομέα του αρχαίου δράματος ως Κλυταιμνήστρα στην Ηλέκτρα με σκηνοθέτη τον Δ.Ροντήρη στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (1936) και στην Επίδαυρο (1938), ως Αντιγόνη του Σοφοκλή (1940-41), ως Ιφιγένεια εν Ταύροις (1941) και ως Εκάβη του Ευριπίδη (1943-44) στο Εθνικό Θέατρο.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1944 δολοφονήθηκε άγρια από μέλη του ΕΛΑΣ (Ο.Π.Λ.Α.) του τμήματος Πατησίων του ΕΑΜ, κατά τα Δεκεμβριανά στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Αργότερα, μετά την καταστολή του κινήματος, στις 28 Ιανουαρίου του 1945, έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία στην οποία ο θάνατος της Παπαδάκη, θρηνήθηκε ως εθνική απώλεια. Τότε ο Α. Σικελιανός έγραψε τους στίχους:
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά άστραψε
κι΄ όλος ο θεός της Τραγωδίας εφάνει.
Μνήσθητι Κύριε: για την ώρα που άξαφνα, κι οι εννιά αδελφές εσκύψαν
να της βάλλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Η Ελένη Παπαδάκη είχε επίσης τιμηθεί με “βασιλικό έπαινο – ευαρέσκεια” στις 31 Οκτωβρίου του 1939, σε ιδιαίτερη τελετή από τον Βασιλέα, “δια τας εις το ελληνικόν θέατρον εξαιρέτους αυτής υπηρεσίας και ιδιαιτέρως δια τας εν τω εξωτερικώ παρασχεθείσας τοιαύτας“.
Αναδημοσιεύουμε από το zougla.gr ένα κείμενο που αναρτήθηκε στις 3.12.2011:
Δεκεμβριανά: Η Δολοφονία με Τσεκούρι της Μεγάλης Ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη…
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν η κορυφαία ελληνίδα ηθοποιός του Μεσοπολέμου, την οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει ‘αδιαμφισβήτητη διάδοχο της Κοτοπούλη’. Γνώρισε την δόξα πολύ νέα, αλλά έχασε την ζωή της μόλις στα 41 της, μέσα στο χάος του Εμφυλίου πολέμου, και έκτοτε ξεχάστηκε.Ο Μαρσάν, θαυμαστής και βιογράφος της, έπειτα από πολύχρονη έρευνα φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της ζωής της: την θεατρική της ιδιοφυία, την βαθειά και σπάνια μόρφωσή της, την καριέρα της στο εξωτερικό, την κόντρα της με την Κατίνα Παξινού, τις ιδιόμορφες ερωτικές της επιλογές, την πατριωτική δράση της στην Κατοχή, έως την σκοτεινή δολοφονία της από το ΚΚΕ.
Όχι απλά μια καλλιτεχνική βιογραφία. Πρόκειται για την δραματική πάλη μιας ανώτερης πνευματικά προσωπικότητας για καταξίωση και δημιουργία, στην ανέκαθεν αναξιοκρατική Ελλάδα. Ξεσκεπάζεται το παρασκήνιο της λειτουργίας της κρατικής ‘επιχείρησης’ του Εθνικού Θεάτρου, όπου οι το χρήμα και οι γνωριμίες ανέβαζαν στην κορυφή ταλαντούχους και μή καλλιτέχνες και άλλους τους ‘εξαφάνιζαν’.
Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944)
Η Ελένη Παπαδάκη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το πέρασμά της στην αρχαία τραγωδία και τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος περιγράφονται με χρυσά γράμματα από τους κριτικούς.
Η γνωριμία της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη, θα περιγραφτεί συκοφαντικά ώς έρωτας από τον σύγχρονο της Τύπο, και εκείνη θα κατηγορηθεί ώς ”η πόρνη-φιλενάδα” του φιλογερμανού πολιτικού. Στην ουσία, σήμερα έχει ξεκαθαριστεί πλήρως η εικόνα για το υποτιθέμενο ειδύλλιο: ο Ράλλης, ήταν ενδεχομένως πολύ ερωτευμένος με την Ελένη Παπαδάκη, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματά του. Η φιλία όμως, και ο θαυμασμός του για την Παπαδάκη, επέτρεπαν στην ηθοποιό να ζητά χάρες από τον Ράλλη, και να σώζει κυριολεκτικά από τον θάνατο έλληνες πατριώτες, είτε κομμουνιστές αντάρτες, είτε εβραίους καταζητούμενους.
Αντί όμως για αυτά, η αριστερή προπαγάνδα, προτιμούσε να την παρουσίαζει ώς ανθελληνίδα, ώς προδότρια της χώρας της [..] Χρόνια μετά, ο ηγέτης των Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια… ”ανοησία”.
Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό ζυγό, βρήκε τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, όπως και όλο τον ελληνισμό, χωρισμένο σε δεξιούς και αριστερούς,στα πρόθυρα του χειμώνα του 1944. Γείτονας πρόδιδε γείτονα, φίλος κατέδιδε φίλο, και οι αριστεροί ηθοποιοί τους δεξιούς. Ή, και αντίστροφα.
Οι εκλογές του Σωματείου Των Ηθοποιών το Νοέμβρη του 1944 εκλέγουν την δεξιά παράταξη : Δημήτρης Χόρν, Άννα Καλουτά, Νίκος Δενδραμής, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης, κ.α. Στον αντίποδα, βέβαια, οι αριστεροί : Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δήμος Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Αλέξης Δαμιανός, Ζώρζ Σαρρή, Νίκος Τζόγιας, κ.α. Ομως, κατ’απαίτηση μερίδων του σωματείου, αρχίζουν οι διαγραφές ηθοποιών από τον σύλλογο. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύουν μια λίστα με τίτλο ”Οι προδόται ηθοποιοί” και όσοι θεωρούνται ”προδόται”, δικάζονται συνοπτικά για να αποβληθούν..
Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!», ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο. Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατʼ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…».
Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα..
Και λασπολογία καλά κρατούσε.
Ο ”απαγορευμένος” Τύπος της εποχής, με την καθοδηγούμενη από αριστερούς κύκλους εφημερίδα ”Ελληνικό Αίμα” διέδιδαν ευθαρσώς λαϊκιστικά αποκυήματα της φαντασίας τους:
”Ας σημειωθεί οτι ο Ράλλης δώρισε στον γεροντικό του έρωτα, μια ζώνη από πλατίνα, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Έτσι, ενώ ο λαός υποφέρει από την πείνα, ο πρωθυπουργός παριστάνει τον ”γενναιόδωρο” εραστή.”
”Διεθόθη […] τις τελευταίες μέρες, οτι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε με ”δημοκρατικό ειδικό νόμο” να τελέσει τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη”.
Όλα αυτά προκαλούσαν, δικαιολογημένα σε κάποιο βαθμό, το λαϊκό αίσθημα. Μέρες μετά τη δολοφονία της Ε.Π., οι δήμιοι θα έψαχναν απεγνωσμένα στο σπίτι της, για την …υποθετική πλατινένια ζώνη που της χάρισε σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο πρωθυπουργός.. Αντ’ αυτής, οι πλιατσικολόγοι, βολεύτηκαν τελικά μόνο με μια γούνα.
Οι τελευταίες της ημέρες (Δεκέμβρης 1944)
(Απόσπασμα από την ‘Ελένη Παπαδάκη’ του Πολύβιου Μαρσάν)
Πρωτομηνιά… 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ’όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα βουνά. Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε:
-Σήμερα πρωτομηνιά,σαν τα ψηλά βουνά να’ναι η τύχη σου και η ζωή σου..
-Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι πάντα πικρή! Ευτυχώς που θα τελειώσει γρήγορα…
Και την κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε παρ’όλ’αυτά μια διάψευση από την Αιμιλία.
Δύο εικοσιτετράωρα μετά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, άρχισαν στην Πλατεία Συντάγματος τα τραγικά γεγονότα.
* * *
Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη:
”Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του’44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια – είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων – να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο ‘Παπαιωάννου” άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ”Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!”. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ’το σπίτι της. Της είπα τα νέα: ”Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό”. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ”Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!”, φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λιγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.”
* * *
Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων ήταν αποκομμένοι απο το κέντρο της πόλης,οπου ξέσπασαν οι πρώτες μάχες. Στην περιοχή τους υπήρχε ησυχία παρ’οτι στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελασίτες και τις επόμενες μέρες ακουγόταν που και που κάποιος πυροβολισμός. Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, και στην όλη περιοχή δύσκολα εύρισκε κανείς κάποιο κουνουπίδι, ένα αυγό ή λίγα πορτοκάλια. Ηλεκτρικό δεν υπήρχε, τα δωμάτια φωτίζονταν τα βράδια με λάμπες πετρελαίου ή με κεριά ή λυχνάρια. Οι κάτοικοι της περιοχής για να σπάσουν τη μονοτονία, μαζεύονταν σε μικρές παρέες στα γειτονικά σπίτια εναλλάξ, παίζαν χαρτιά ή συζητούσαν, τί άλλο, τα πολιτικά γεγονότα των ημερών,και τα επακόλουθά τους. Φτάνουν στ’αυτιά τους τα νέα για τις οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, από τους όλμους, από τις καταστροφές και τις ανατινάξεις σπιτιών και τετραγώνων, από τους πρώτους νεκρούς από τις αδέσποτες, και απο τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις ατόμων- στην αρχή μεμονομένων περιστατικών, που με την πάροδο των ημερών πλήθαιναν.
Κατηφορίζοντας την Ιακωβίδου από την Πατησίων, διέσχιζε κανείς τις δύο κάθετες, την οδό Τσίλλερ και την οδό Θεοτοκοπούλου. Τρίτη κάθετος, η οδός Ζερβού. Στην γωνία δεξιά, αριθμός 28 της οδού Ιακωβίδου, η διόρωφη μονοκατοικία της οικογένειας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ζερβού 72, το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία. Και στην Χρυσοστόμου Σμύρνης το σπίτι του Δημήτρη Μυράτ.
Κολλητά, έμενε η χήρα του Αλέξανδρου Κορυζή, διαδόχου του Μεταξά, που αυτοκτόνησε με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Η κόρη του, Μαρίκα Κορυζή, ήταν παιδική φίλη της Ελένης.
Στο σπίτι της οικογένειας Παπαδάκη έμενε το 1944 ο αδερφός της, Μιχάλης Παπαδάκης με την σύζυγό του Τεό. Σε ξεχωριστό όροφο φιλοξενούνταν ο αδερφός της Τεό, Μάρκος Φουντουκάς. Είχε έρθει από τη Ρουμανία στην Ελλάδα για να ορθοποδήσει οικονομικά. ”Ήταν οπωσδήποτε ερωτευμένος με την Ελένη κι αυτός, γιατί όλοι την ερωτευονταν”, θυμάται η γειτόνισσα κα.Παπαληγούρα. Δίπλα έμενε η Αιμιλία Καραβία, που φιλοξενούσε στο σπίτι της κρυφά έναν εβραίο φίλο της, τον Σάμ Μπράντενμπεργκ, με τον οποίο η Ελένη Παπαδάκη είχε όπως έλεγε ”μεγάλο δεσμό”, ίσως ερωτικό, ίσως φιλικό-ποιός ξέρει; Η μητέρα της Ελένης Παπαδάκη ζούσε ακόμα, και μαζί με τον συντηρητικό αδελφό Μιχάλη, έβλεπαν με μισό μάτι τις εξόδους της Ελένης στα κατοχικά χρόνια.
Η φίλη της, Μαρίκα ”Μπούμπα” Κορυζή, ήταν συνδεδεμένη με το αντάρτικο και την Κομαντατούρ,και συχνά έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της Ελένης ή της Αιμιλίας στα δύσκολα. Η Ελένη, η Αιμιλία, η Μπούμπα, ο Σάμ , ήταν μια παρέα που πάσχιζε να κρατήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Συχνά έφερναν μαζί τους τον μαέστρο Γιάννη Σπάρτακο, και τραγουδούσαν. Της Ελένης, άρεσε πολύ να κουλουριάζεται στο ντιβάνι ακούγοντας τον Γιάννη να παίζει πιάνο και να τραγουδά. Συχνά έπαιζε κι εκείνη πιάνο για τους φίλους της, και τραγουδούσε την επιτυχία της εποχής με ζωντάνια : ”Θα σε πάρω να φύγουμε.. σ’άλλη γή, σ’άλλα μέρη..”’
Τα πρωινά, η Ελένη έβγαινε στην αγορά στα Πατήσια, για να αναζητήσει τρόφιμα για τον επισιτισμό της οικογένειας. Τις μέρες εκείνες του Δεκέμβρη, ο συνάδελφός της Διονύσης Θάνος, την έβλεπε να συχνάζει στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί, παρά την παρουσία των ελασιτών στους κεντρικούς δρόμους. Υπέθετε λοιπόν οτι είχε αποκατασταθεί η φήμη της, για να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εκεί..
Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη..
Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί:
”Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;”
* * *
Όλη η γεμάτη ευθύτητα ζωή της Ελένης, κορυφώθηκε με την τελευταία αυτή στάση της, την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας. Με ήσυχη τη συνείδηση παρέμεινε στα Πατήσια, ενώ πολύς κόσμος από την ΕΑΜοκρατούμενη ζώνη δραπέτευσε πρός το Κολωνάκι. Πολλοί διερωτήθηκαν αργότερα, πώς και γιατί δεν διέφυγε κι εκείνη, και το θεώρησαν απρονοησία και κακή εκτίμηση της κατάστασης, ενώ για την Ελένη ήταν μια πράξη συνέπειας πρός όλη τη ζωή της. Το πόσο διέφερε η Ελένη από τους άλλους το απέδειξε το γεγονός οτι δεν ζήτησε να διαφύγει ή να κρυφτεί…
Σαν την Αντιγόνη..
Η σύλληψη κι η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944)
(Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν)
21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι οτι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά
που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό.
Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη οτι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν’αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά:
-Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο).
Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονια παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η καΠαπαληγούρα οτι φεύγοντας η Ελένη της είπε οτι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ , συμπληρώνοντας οτι είχε το προαίσθημα πως θα την συλλάβουν.Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ’το δωμάτιο της, χάιδεψε τα βιβλία της στην βιβλιοθήκη.
-Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου..
Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σάμ και κάποιοι άλλοι κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν χαρτοπαίκτης. Σ’ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία Καραβία, την Χρυσούλα Μυράτ, και την Φωτεινή Λούη, συζητούσαν.
Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας. Τρία τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά και Μαρτζώκη, η ”λαϊκή αστυνομία” του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη..
Αυτός ο Ορέστης, εικοσιτριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική, διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβει σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους.
Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων ελλήνων πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Δυιλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε οτι -και ίσως πραγματικά να – αγνοούσε την ασύδοτη δράση του. Πρός το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ώς πρός τον διαμοιρασμό της λείας των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης…
Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των ”αντιδραστικών στοιχείων” και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ”η φιλενάδα του Ράλλη”.
Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει. Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή, Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ’το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο ανοιχτό παράθυρο. Την ρώτησε άγρια:
-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή.
-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει;
-Δεν ξέρω που είναι,μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω.
-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα!
Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε.
-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη;
-Δεν ξεύρω,σας είπα. Βγήκε απ’το σπίτι. Τι συμβαίνει;
Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε
τον Μιχαλακόπουλο.
-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει!
-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια.
Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους ”πολιτοφύλακες”’ οτι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε οτι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκα προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε στην οικία Μυράτ. Οι άντρες,που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή.
Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη, υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ’το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη, διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση:
-Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν..
Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του.
-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη..
-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση..
Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη, παίρνει το λόγο:
-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν,όλοι..
* * *
Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει απ’το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί οτι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα την δεί ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ.
Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη, και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι ανήσυχη, οτι θα κρατήσουν την Ελένη για μια ”εξονυχιστική ανάκριση”, κι έπειτα θα την αφήσουν ελεύθερη.
Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη οτι την είχε δεί στο θέατρο, χρόνια πρίν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του. Ενώ ο Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία εν είδει συμβουλής:
-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!..
-Απορώ πως μπορείς να διανοηθείς οτι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη! απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη.
Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα συνοδευόμενες απ’τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν,και φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος, προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο.. Μόλις περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη..
Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των καταζητούμενων της πολιτοφυλακής.
Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι άνω κάτω, αναζητώντας … όπλα, γιατί οι ”πληροφορίες” τους, θέλουν την οικία μιας ηθοποιού …άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα από οπλισμό,και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο στην ”ερωμένη” του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά.. Φιάσκο η υπόθεση…
* * *
Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά:
-Μα… οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν!
Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους συναδέλφους της.
-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης.
Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να συμπληρώνει:
-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της!
* * *
Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη:
-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη.
Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελλιού, διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της.
Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελλί. Ετσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη οτι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο.
Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια.. και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της.. Ωστόσο κάθε τόσο, εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε να’ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για απολογία..
Γύρω στις εφτάμιση με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρεί στοιχεία ενοχοποιητικά για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη!
* * *
Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος, ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ. Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιόν έχει να κάνει της απάντησε:
-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης!
Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ”Μαρά” έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, οτι η Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη για επισκεπτήριο.
Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ σύντομη.
Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο..
Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ’την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν έμαθε οτι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε. Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που έφευγε με αυτά τα λόγια:
-Καλά που σε είδα.. Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια.
Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε νόημα με τα μάτια σ’έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη..
* * *
Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν ..καρβουνιάρης στο επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της Αριστεράς!)
Η κ.Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ’την κλειστή πόρτα:
-Πού είναι η κυρία Ράλλη;
-Πότε έκανες τους γάμους σου;
Η Ελένη έπρεπε κάτι ν’απαντήσει σ’αυτά τα παράλογα..
-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη.
-Άσ’τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο!
– Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα!
Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει οτι δεν παίρνει απο ψευτιές την πλησίασε και την χαστούκισε.
-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα οτι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις..
-Δε τ’αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα;
-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα καταλάβετε από μόνοι σας.
– Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα πήγαινε!
* * *
Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ’όλο που την είδαν να κλαίει σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το ηθικό της. Θα’ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ’ένα καντήλι.
-Εμπρός σηκωθείτε!
-Τι με θέλετε; Που θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου.
Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε:
-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της, Μαρίκα, με την κατηγορία οτι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν [….]
Η Νιόβη γνώριζε καλά οτι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας οτι έρχεται η ώρα του θανάτου της, και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της μοίρα, την εμψύχωσε:
-Μη φοβάσαι,Νιόβη. Ο θάνατος απ’τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί..
Η καΧριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο στρατόπεδο.
Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί;
* * *
Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φόρντ. Η Ελένη κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό. Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρείς άντρες και ο οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες.. Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή. Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ.
”Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!” της είχαν πεί πρίν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα της. Φ