Αν είναι έπαινος για τη Σχολή μας ή ψόγος για το Πανεπιστήμιο, το ερώτημα αυτό ας μείνει αναπάντητο. Πάντως κέρδισα τόσα πολλά από τις “γενικές σπουδές στο “Doerpfeld-Gymnasium”, ώστε στα πρώτα εξάμηνα των σπουδών κάποιες παραδόσεις και κάποια σεμινάρια μου φάνηκαν ιδιαίτερα χαμηλής έμπνευσεως, περιττά και βαρετά. Με άλλα λόγια: το Abitur στην Αθήνα αποτέλεσε μια στερεά βάση για τις περαιτέρω ακαδημαϊκές σπουδές, τις οποίες άρχισα το φθινόπωρο του 1974 στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, μετά από εξάχρονη σχολική φοίτηση. Είναι γενικά αποδεκτή η άποψη, ότι τα τελευταία σχολικά χρόνια σφραγίζουν το υπόλοιπο της ζωής. Οπωσδήποτε βγήκε αληθινή η γνώμη του τότε καθηγητή της τάξης, ότι ποτέ ξανά στη ζωή δε διαθέτει κανείς τόσο διευρυμένες γνώσεις όπως την ημέρα των απολυτηρίων εξετάσεων. Η φράση προέρχεται από τον Dr. Weber ο οποίος δίδασκε Γερμανικά και Ιστορία και επιπλέον με επιδέξιους παιδαγωγικούς χειρισμούς επετύγχανε υψηλές επιδόσεις στην ομολογουμένως μικρή ομάδα μαθητών. Πού αλλού υπάρχει αυτό: μία τάξη τελειοφοίτων με 10 μαθητές; Το ότι σε ένα τόσο μικρό κύκλο η επιτυχία μάθησης είναι ταχύτερη απ’ ότι σε μια υπερπλήρη αίθουσα διδασκαλίας δεν είναι ανάγκη να διευκρινισθεί περισσότερο.

Ομως δεν ήταν μόνο ο μικρός αριθμός μαθητών το μοναδικό προνόμιο της τάξης μου. ‘Ενα ιδιαίτερα ευνοϊκό στοιχείο ήταν – και παραμένει – το ότι ως νεαρός (Γερμανός) μαθητής πήγα σχολείο στην Αθήνα. Στο σημείο αυτό δε θα προχωρήσω σε επαίνους για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Ομως σε ποιο μέρος του κόσμου η ιστορία και ο πολιτισμός που έχουν σφραγίσει τόσο αποφασιστικά τη σκέψη μας, πλησιάζουν περισσότερο παρά στους πρόποδες της Ακρόπολης;

Παρόλα αυτά: Το σχολείο μας δεν ήταν εστία φιλελληνισμού στα δικά μου χρόνια. Η κλασική Ελλάδα έμενε μάλλον στο περιθώριο. Ο Dr. Hirsch – που οι μαθητές με αγάπη ονόμαζαν επίσης “Cervus” – δίδασκε αρχαία ελληνικά με εντατική μέθοδο σε μια ομάδα εργασίας. Η άμεση επαφή με την κλασική αρχαιότητα γινόταν στις τακτικές σχολικές εκδρομές, αν και στις ωραίες αυτές στιγμές δινόταν μεγαλύτερη προσοχή στις επισκέψεις σε ταβέρνα.

Ολα αυτά ίσως ακούγονται αρνητικά, και πιθανώς αταίριαστα για γραπτό της επετείου των εκατό χρόνων της Σχολής. Αλλά πριν από τα σχολικά μου χρόνια στην Αθήνα έμεινα αρκετά χρόνια στο Κάιρο / Αίγυπτο, όπου μέχρι την έβδομη τάξη φοίτησα στη “Γερμανική Ευαγγελική Σχολή”. Η σχολή εκείνη είναι μία ονομαζόμενη “σχολή συνάντησης”, ενώ η ΓΣΑ είναι μία “Σχολή “Ειδικών”. Οι διαφορές δε θα μπορούσαν να ήταν πιο χαρακτηριστικές: ενώ στο Κάιρο Γερμανοί και Αιγύπτιοι κάθονται μαζί στα θρανία, στην Αθήνα, ως γνωστόν, ΤΕλληνες και Γερμανοί μαθαίνουν την ύλη τους σε ξεχωριστά τμήματα. Εδώ δε θα μιλήσουμε για τις αιτίες ύπαρξης διαφορετικών τύπων γερμανικών σχολείων στο εξωτερικό. Παρόλα αυτά σε μια προσωπική αναδρομή ας μου επιτραπεί η παρατήρηση ότι στο Αθηναϊκό “Σχολείο των Ειδικών” (τουλάχιστον) στα δικά μου χρόνια η συνύπαρξη, η συνεργασία μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων μαθητών έμενε περιορισμένη στο ελάχιστο. Η σχολική συνύπαρξη λάμβανε χώρα σε μικρούς κύκλους στο περιθώριο: φυσικά πρέπει κανείς πρώτα απ· όλα να αναφέρει τον αθλητισμό, που έχει τη δύναμη να συνδέει λαούς. Υπό τη διεύθυνση του Gerd Hilbrecht αγωνίζονταν πολλές ηλικίες για αθλητικές τιμές. Ακόμα και η απέχθεια του γυμναστού μας και παλαιού πρωταθλητή Hilbrecht για το δημοφιλές ποδόσφαιρο δεν εμπόδισε να σχηματιστεί τελικά μια οπωσδήποτε ισχυρή (το επίθετο έχει επιλεγεί με σκέψη) ελληνο-γερμανική ομάδα. Οταν σήμερα – μετά από δύο δεκαετίες και πλέον – συναντώ Έλληνες συμμαθητές από τότε, σύντομα η συζήτηση γυρνάει σ· αυτούς τους αγώνες.

Ο κατάλογος από ανέκδοτα και αναμνήσεις είναι μεγάλος.

Παρόλα αυτά η συνεργασία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στην αθλητική συνύπαρξη και αντιπαλότητα. Φυσικά υπήρχαν ακόμα οι καθημερινές συναντήσεις στην αυλή του σχολείου, οι σύντομες συνομιλίες στο μπλε λεωφορείο, όμως και εδώ υπήρχαν διαχωριστικές διαφοροποιήσεις. Ηδη εξωτερικά χαρακτηριστικά τόνιζαν την απόσταση: εμείς – η τότε μικρή ομάδα των Γερμανών – κάναμε οπωσδήποτε εμφανίσεις σύμφωνα με τη μόδα των χίππυς και με μακριά ακατάστατα μαλλιά. Αντίθετα οι Έλληνες συμμαθητές εμφανίζονταν κάθε πρωί στον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας με αυστηρή σχολική στολή και τραγουδούσαν τον Εθνικό ‘Υμνο. Ηταν τα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας. Το ότι στην Ελλάδα υπήρχε καταπίεση και βασανιστήρια, αυτό δεν αποτελούσε θέμα για τη Γερμανική Σχολή – δεν υπήρχε πολιτικοποίηση. Κι έτσι δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη αλληλεγγύης, όταν το φθινόπωρο του 1973 ξέσπασε στην Αθήνα η εξέγερση στο Πολυτεχνείο και οι Έλληνες μαθητές – παρά τις έντονες προειδοποιήσεις της διοίκησης της Σχολής – προχωρούσαν κατά ομάδες από το Μαρούσι στο κέντρο της πόλης. Ποτέ δε θα ξεχάσω την εικόνα: ο Διευθυντής της σχολής, Dr. Zeidler, στέκεται στην πύλη και εκλιπαρεί κυριολεκτικά τους μαθητές να είναι “λογικοί” και να επιστρέψουν στις τάξεις τους. Αυτοί υποχωρούν μόνο για λόγους τακτικής, για να διαφύγουν λίγα λεπτά αργότερα από τα παράθυρα. Τη βαθύτερη σημασία αυτών των γεγονότων καθώς και το ακριβές παρασκήνιο της αιματηρής διένεξης στο Πολυτεχνείο επρόκειτο να καταλάβω αργότερα ως φοιτητής της Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτικής στο γερμανικό Πανεπιστήμιο. Και να σκεφτεί κανείς ότι ήμουν τόσο κοντά σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα!

Τα θεμέλια για την ακαδημαϊκή και τελικά επαγγελματική μου απασχόληση με την Ελλάδα και τους ‘Ελληνες μπήκαν αυτά τα χρόνια στην Αθήνα. Αρχικά σπούδασα Πολιτολογία και σύντομα ασχολήθηκα με την εξωτερική πολιτική. Το ότι το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής κατόπιν επρόκειτο ακριβώς να είναι οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, οφείλεται στον κυρίαρχο ρόλο της διμερούς προβληματικής σε σχέση με τη διπλωματία των Αθηνών. Φυσικά η επιλογή του διδακτορικού θέματος δεν οφείλετο μόνο σε ακαδημαϊκή φιλοδοξία, μια και προσφερόταν η ευκαιρία για πολυάριθμα – και εν μέρει μεγαλύτερης διάρκειας – μορφωτικά ταξίδια στην Ελλάδα. Μετά τη διδακτορική εργασία, ο επαγγελματικός προσανατολισμός: εθελοντική (άμισθη) εργασία στην Deutsche Welle στην Κολωνία και αμέσως μετά η υπεύθυνη δραστηριότητα του συντάκτη στο Γερμανικό Πρόγραμμα, το οποίο προφανώς στην Ελλάδα έχει πολλούς φίλους. Υπάρχει για έναν επαγγελματικά αρχάριο στη ραδιοφωνία καλύτερη “τονωτική ένεση” (feed back) από τη συχνά λεγόμενη φράση: “σας έχω ακούσει πρόσφατα στο ραδιόφωνο;” Το ίδρυμα Friedrich Naumann μου έδωσε τη δυνατότητα για μια μεγαλύτερης διάρκειας παραμονή στην παλιά αγάπη μου, την Αθήνα.

Το ίδρυμα έψαχνε για το ελληνικό του πρόγραμμα όχι μόνο ένα φιλελεύθερο, αλλά και ένα διευθυντή προγράμματος, που να ξέρει τη Νέα Ελληνική γλώσσα. Τρία χρόνια πέρασα (1990-1993) στην Αθήνα. Στο διάστημα αυτό συσσωρεύονταν οι αναμνήσεις από τα σχολικά χρόνια, έγιναν τυχαίες ή και προγραμματισμένες συναντήσεις με παλιούς συμμαθητές. Αλλά και στην τωρινή αποστολή μου το νήμα αυτό δεν έχει διακοπεί. Ως διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος της Deutsche Welle επέστρεψα μεν (δυστυχώς) στη Γερμανία, όμως το σημείο αναφοράς, δηλαδή η απασχόληση με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της έμεινε. Η γερμανική μου επαγγελματική σταδιοδρομία με πολύ ισχυρή αναφορά στην Ελλάδα βρήκε στο Ρήνο μία καλή συνέχεια. Τις βάσεις – κι αυτό δε θέλω να το ξεχάσω – έβαλε “το παλιό” μας σχολείο στην Αθήνα.

Dr. Ronald Meinardus

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

24-25 Ιουνίου 1995

Αν ψάξουμε στη ζωή μας, είναι δύσκολο να βρούμε ευτυχισμένες ημέρες. Ο ιαμβογράφος Ιππώναξ (6ος π.Χ. αι.) έχει γράψει ότι οι παντρεμένοι έχουν δύο ευτυχισμένες ημέρες στη ζωή τους: “Δύο ημέραι γυναικός είναι ήδισται, όταν άγηταί της αυτήν κακφέρη τεθνηκυίαν (δηλ. όταν το πρώτον τη νυμφεύεται και όταν κάμνη την κηδεία της)”. Επειδή εγώ δεν έτυχε να παντρευτώ και δεν είχα την τύχη να απολαύσω αυτές τις ευτυχισμένες δύο ημέρες, θα σας περιγράψω δύο άλλες ευτυχισμένες ημέρες που έτυχε να έχω στη ζωή μου και είναι οι εξής:

Οταν ήμουνα στην υπηρεσία στη Γερμανική Σχολή (1956-1981), δυο Κυριακές το μήνα επισκεπτόμουνα με τους Γερμανούς συναδέλφους (έρχονταν όσοι ωρέγοντο του ειδέναι) σπάνιους αρχαιολογικούς χώρους, που τους είχαμε ονομάσει στην αρχή: “Αρχαιολογικούς χώρους τρίτης και τέταρτης κατηγορίας”, και μετά τους ονομάσαμε: “Εκεί που δεν πηγαίνουν οι τουρίστες” και στα Γερμανικά: “Abseits der Touristenstroeme”.

Τις άλλες δυο Κυριακές, τις διέθετα για τους μαθητές – ερχόντουσαν όσοι ήθελαν απ’ όλες τις τάξεις – και πηγαίναμε στους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους. Ολη αυτή η απασχόληση με τους καθηγητές και με τους μαθητές για μένα ήτανε παραδεισιακή απασχόληση. Γιατί, για να προσφέρεις κάτι το πνευματικό εις “ώτα ακουόντων”, αυτό θυμίζει το να ποτίζεις διψασμένη γη. Αυτό είναι από τις μεγαλύτερες απολαύσεις που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Οι χειρότερες στιγμές, και αυτό συμβαίνει ουχί σπανίως, είναι να προσφέρεις κάτι το πνευματικό εις “ώτα μη ακουόντων”. Οι εδώ ακροατές μου Γερμανοί Καθηγητές έμεναν στην Ελλάδα για μια πενταετία. Εγώ, στη Γερμανική Σχολή, εργάστηκα 25 χρόνια. Στο διάστημα αυτό με παρακολούθησαν δεκάδες Γερμανοί καθηγητές. Αυτοί όλοι, όταν γύριζαν πίσω στην πατρίδα τους, “ανεμνήσκοντο ημερών αρχαίων” και έβρισκαν ότι οι πιο ευτυχισμένες ημέρες στην Ελλάδα ήταν, όταν πηγαίναμε μαζί στις εκδρομές αυτές και τελειώναμε κάθε φορά με συνεστίαση. Στο τέλος, έφτασαν οι άνθρωποι αυτοί να συγκεντρώνονται από τα πέρατα της Γερμανίας, πολλές φορές από απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, κατά το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, για να θυμηθούν τις παλιές καλές ημέρες που πέρασαν στην Ελλάδα. Ο αριθμός των συναδέλφων που συγκεντρώνονται δεν είναι πάντοτε ο ίδιος, κυμαίνεται μεταξύ 35 – 60. Αυτή τη χρονιά παραβρέθηκαν 35 συνάδελφοι με 11 εν συνόλω Ι.Χ. αυτοκίνητα. Ένας από αυτούς, που υπήρξε συνεργάτης μου και πολύ φίλος, ο Theo Schickle, αναλαμβάνει και κάνει επί ένα διήμερο την ίδια δουλειά που κάναμε εδώ, οδηγώντας μας εκεί, σε παλιούς γοτθικούς ή ρωμανικούς ναούς στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ελβετία κλπ. Φυσικά, στην Ευρώπη δεν έχουν τον πλούτο των ερειπίων που έχει η Ελλάδα.

Κάθε χρονιά με καλούν και μένα, εφόσον ζω ακόμη, να πάω εκεί, για να μετέχω στην ιεροτελεστία αυτή. Αυτό το ταξίδι είναι καθαρώς συναισθηματικό. ‘Οταν προετοιμάζουν τις συναντήσεις, ρωτούν αν θα έρθει ο κ. Δημόπουλος. Αυτό βεβαίως ιδιαιτέρως με συγκινεί, γιατί τους έχω υποσχεθεί ότι θα πηγαίνω κάθε χρονιά εφόσον ζω.

Οι ξεναγήσεις αυτές διαρκούν δύο ημέρες. Το ταξίδι διαρκεί μία ημέρα να πάω, δύο η εκεί παραμονή μου και μία η επιστροφή. Αυτές οι δύο ημέρες της εκεί παραμονής μου είναι πραγματικά παραδεισιακές και αλησμόνητες. Όπως είπαμε στην αρχή, είναι δύσκολο να βρεις στη ζωή σου ευτυχισμένες ημέρες. Εγώ έχω το ευτύχημα να έχω δύο ολόκληρες ημέρες ευτυχίας κάθε χρόνο. Και αυτό το περιμένω πώς και πώς.

Κατά τις εκεί ξεναγήσεις, πάντοτε κάτι λέω και εγώ. Ετούτη τη χρονιά μ’ έπιασε ένας θεολογικός οίστρος κι επειδή άρεσαν πολύ τα λεχθέντα στους ακροατές μου, αξίζει τον κόπο να σας αναφέρω τι είπα, όταν είδαμε σε μια Ελβετική εκκλησία μία τοιχογραφία που απεικόνιζε το Προπατορικό Αμάρτημα.

Το Προπατορικό Αμάρτημα

Το φίδι πάνω σ’ ένα δένδρο μιλούσε με την Εύα, πιο πέρα ο Αδάμ καθόταν σε μια πέτρα σκεφτικός. Το φίδι, δηλαδή ο σατανάς, μιλούσε με τη γυναίκα Εύα και όχι με τον άνδρα Αδάμ, γιατί πίστευε ότι η γυναίκα ήταν πιο άξια, για να κάνει την επανάσταση και να παραβεί την εντολή του Θεού που ήταν να μη φάει από το δένδρο της Γνώσεως, να μείνει η ανθρωπότητα χωρίς Γνώση κι έτσι η Γνώση να μείνει αποκλειστικό προνόμιο της θεότητας και όχι των ανθρώπων. Η Εύα, προς μεγάλη της τιμή, το τόλμησε και παράκουσε τη θεία Εντολή κι έτσι η ανθρωπότητα απέκτησε τη Γνώση και διαφέρει από τα ζώα.

Όπως είπαμε, η γυναίκα Εύα απέδειξε ότι ήταν ανώτερη από τον άνδρα. Εν τούτοις οι αιώνες την έβαζαν πάντοτε στο περιθώριο. Στους χριστιανικούς ναούς δεν επιτρεπόταν να μπει η γυναίκα στον κυρίως ναό και στο ιερό. Υπήρχε πάντοτε ο νάρθηκας και ο γυναικωνίτης, που ήταν ένα είδος υπερώου πάνω από τον νάρθηκα των εκκλησιών, για τις γυναίκες, κλεισμένο με δίφρακτα εις τρόπον, ώστε οι γυναίκες να μπορούν με δυσκολία να βλέπουν κάτι από τα δρώμενα κατά τις ιεροτελεστίες, αλλά και από κάτω από τον ανδρώνα να μη μπορεί κανείς να βλέπει τίποτα προςτο μέρος που ήταν οι γυναίκες.

Οι φεμινίστριες της εποχής παρόλο που αγωνίζονται για τα δικαιώματα της γυναίκας, δεν έτυχε να ακούσω ποτέ να αναφέρουν ότι οι γνώσεις και ο πολιτισμός που έχουμε οφείλεται στη γυναίκα, δηλαδή στην Εύα.

Υπάρχει μία αιώνια ρήση που λέει: “μηδέν καλόν αμιγές κακού και μηδέν κακόν αμιγές καλού”. Όπως γράφει ένα αρχαίο επίγραμμα “Ως άρα τοι θνητοίσι θεοί βιοτήν κεράσαντες χάρματα τ’ ηδ’ ανίας γείτονας αμφίς έχουν”.

Με τη γνώση ήρθε το μεγάλο καλό στους ανθρώπους αλλά ήρθε και το Προπατορικό Αμάρτημα που είχε σαν συνέπεια να υποφέρουν άνθρωποι, καλοί και κακοί, βασανιζόμενοι από το Σατανά “εν σκότει και σκιά”. Έτσι αναγκάζεται ο ίδιος ο Θεός να έρθει στη γη, για να απολυτρώσει “ζώντας και νεκρούς” υφιστάμενος ακόμη και το μαρτύριο του σταυρικού θανάτου.Για να συγχωρεθούν οι άνθρωποι από το Θεό, επειδή προσεβλήθη η θεία Δικαιοσύνη, έπρεπε να γίνει κάποια θυσία, έτσι ώστε να δοθεί συγγνώμη. Αν θυσιαζόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα δεν αρκούσε. Για να συγχωρεθούν, έπρεπε να γίνει πάρα πολύ μεγάλη θυσία, δηλαδή να θυσιαστεί ο Θεός.

Και αποφασίζει κι έρχεται να θυσιαστεί ο Υιός του, για να ικανοποιηθεί η θεία Δικαιοσύνη, δηλαδή να ικανοποιήσει τον εαυτό του, “αλλ’ εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών” (Προς Φιλιππησίους κεφ. β’ 7). Πράγματα “ακατάληπτα ανθρωπίνοις λογισμοίς”. Και υφίσταται κατά τας Γραφάς την “άκρα ταπείνωση”: Φορά τον ακάνθινο στέφανο, μαστιγώνεται παρά μία τεσσαράκοντα, τον καρφώνουν στο σταυρό και υφίσταται αβάσταχτους πόνους εις τρόπον ώστε κραυγάζει σε μια στιγμή “Ηλί, Ηλί, λαμά, σαβαχθανί; τουτέστι “Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;” (Ματθαίος κεφ. Κζ, 46).

Στη συνέχεια αποθνήσκει επί του σταυρού και, πριν αναστηθεί, κατέρχεται στον Αδη και σώζει τους “εν σκότει και σκιά” και έτσι “ο Αδάμ ανακέκληται η Εύα ηλευθέρωται και ημείς εζωοποιήθημεν” και με τη θυσία αυτή του Θεού απηλλάγη η ανθρωπότης από το Προπατορικό Αμάρτημα.

Αποχαιρετισμός Την τελευταία μέρα, κατά την ώρα του “πικ-νικ”, τους είπα σαν αποχαιρετισμό τα εξής λόγια:

“Αγαπητοί φίλοι, ήλθαμε όλοι μαζί εδώ “ορεγόμενοι φύσει του ειδέναι”, για να δούμε κάτι που δεν έχει καμία σχέση με συμφέροντα. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε τρεις τάξεις.

Πρώτη τάξη είναι μία πολύ μικρή μειονότητα, οι Νουν έχοντες και σκεπτόμενοι, προικισμένοι από τη φύση με το προσόν να ορέγονται του “ειδέναι φύσει”, όπως λέει ο Αριστοτέλης.

Δεύτερη τάξη, η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που απασχολούνται με το στομάχι και τη διαιώνιση του είδους, ακριβώς όπως και τα ζώα.

Τρίτη, ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων που είναι κάτω από το επίπεδο των ζώων. Αυτοί είναι εκείνοι που ουρλιάζουν στα γήπεδα, εκείνοι που μπαίνουν σε μια ατέλειωτη ουρά, για να προσκυνήσουν κάποια Ζώνη, οι θαμώνες των σκυλάδικων και εκείνοι που ανήκουν στον παντός είδους υπόκοσμο κλπ., κλπ., κλπ.

Εσείς όλοι είσαστε προνομιούχοι, γιατί ορέγεστε “φύσει του ειδέναι” κι ευχαρίστως έρχομαι και θα έρχομαι μαζί σας κάθε χρονιά, όσο ζω ακόμη. Και του χρόνου!

Επιμύθιον

Εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω το ακούραστο ζεύγος Anna και Theo Schickle που με πολύ κόπο οργανώνουν αυτή την εκδήλωση. Δεν παραλείπουν να με καλούν κάθε χρονιά και να με φιλοξενούν φροντίζοντας για τη μεταφορά μου από και προς το αεροδρόμιο. Δεν βρίσκω λόγια να τους ευχαριστήσω, που εκτός των άλλων εκπληρώνουν και κάθε μου επιθυμία. Αυτή τη χρονιά εξεπλήρωσαν την επιθυμία μου και κάλεσαν τους von Amon και Endres. Είναι ασύλληπτο πόση ευτυχία μου έδωσαν, όταν είδα τα δύο αυτά αγαπητά πρόσωπα. Με την ευκαιρία αυτή πολύ θα ήθελα να καλέσουν την ερχόμενη χρονιά τον Peyias και τον Judt. Η ευτυχία μου είναι πολύ μεγάλη, όταν συναναστρέφομαι τους αγαπητούς μου συναδέλφους, τον “χαριτωμένο” Sack, τον αεικίνητο Seidelmann, τον “διψασμένο για μάθηση” Selting, τον “καταδεχτικό” Greve. Την “ευγενικιά” Λολίτα και το “ριψοκίνδυνο” άνδρα της, γιατί έκανε μέσα στην Ελβετία τροχαίες παραβάσεις, για να με μεταφέρει στον προορισμό μου, επειδή δεν μπορούσα να πάω με τα πόδια. Το ζεύγος Bruggaier που σαν άλλα “αηδόνια” τραγούδησαν στην εκκλησία ύμνους μεγάλων μουσουργών, όπως τραγούδησαν στην Ελλάδα τον Ύμνο στον Απόλλωνα στην Κοιλάδα των Μουσών. Επίσης με το “homo universalis” Reuther, τον “άνθρωπο με την πολλή ανθρωπιά” Roeske κλπ., κλπ., κλπ.

Τιμολέων Δημόπουλος

τ. Γυμνασιάρχης της Γερμανικής Σχολής

Αρχαιολόγος και Θεολόγος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Κυλάω σε δρόμους άγνωστους μα και τόσο γνωστούς. Οι μορφές μου εναλλάσσονται επικίνδυνα και οικεία. Χείμαρρος, σταγόνα, ανοιχτή πληγή, χέρι που απλωμένο περιμένει, που καλεί, μάτια υγρά έτοιμα να κλάψουν, να παρασύρουν και να παρασυρθούν, μελωδία δυναμική σαν την οργή, παθητική σαν την ηδονή. Ο λαβύρινθος παίρνει διαστάσεις στο μυαλό, στην καρδιά και τις πράξεις μου, απελευθερώνει κρυμμένες έννοιες, λυτρώνει ταπεινά συναισθήματα. Δεν μπορώ να τον ακολουθήσω μέχρι την αρχή, μπορώ να χαθώ μέσα του και να αγαπήσω κάθε αδύναμο και ιερό μονοπάτι του μέχρι να τρέξει αίμα. Και καθώς η σταγόνα του θα πέφτει έχοντας τα χρώματα του ουράνιου τόξου, οι τοίχοι θα παραδίνονται.

Νάνα Παπαδάκη 1990/C

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Θυμάμαι που σε παιδική ηλικία ο πατέρας μου προσπαθούσε να με πείσει να αρχίσω τα γερμανικά, για να πάω στη συνέχεια στη Γερμανική Σχολή. “Θα μάθεις τι θα πει πειθαρχία”, μου έλεγε. Εγώ απορούσα πώς το έλεγε αυτό ένας άνθρωπος που η μόνη σχεδόν γερμανική λέξη που ήξερε, ήταν το … “Raus”, που συνοδευόταν με μια κλωτσιά από ένα ναζί κατά την Κατοχή. “Η Γερμανία, άλλωστε”, συνέχιζε, “θα γίνει ξανά στις μέρες σου ενωμένη, και ταυτόχρονα η μεγάλη δύναμη της Ευρώπης. Κοίτα λοιπόν να μάθεις τη γλώσσα της που θα κυριαρχήσει στην οικονομία, το εμπόριο, αλλά και τη διπλωματία”.

Θυμάμαι πάντα αυτά τα λόγια του πατέρα μου και την προφητεία που βγήκε αληθινή. Πεπεισμένος οπαδός της ευρωπαϊκής ιδέας, μπόρεσε να ξεπεράσει τα μεγάλα τραύματα της Κατοχής και να δει μπροστά, την ενωμένη Γερμανία μέσα σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκό, και δίπλα της την Ελλάδα, ισότιμο εταίρο στην πορεία για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Γιάννης Βαληνάκης

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παν/μίου Αθηνών

Γεν.Δ/ντής Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Η “Γερμανική” για μένα ξεκίνησε, χωρίς να το πολυθέλω, και ίσως λίγο τυχαία το Σεπτέμβριο του 1968 περνώντας από την πόρτα της οδού Μετσόβου, στο νεόκτιστο “Παράδεισο” σαν “Quartaki”. Θέλω να πω, στο νεόκτιστο κτίριο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών (ΓΣΑ), στον Παράδεισο Αμαρουσίου, που για τα επόμενα έξι χρόνια, τις πιο πολλές φορές φαινόταν – με τις παιδικές εφηβικές σκέψεις των 12 – 18 χρόνων – κάθε άλλο παρά “Παράδεισος”.

Την πρώτη ημέρα της μαθητικής μου ζωής στη Γερμανική, για κακή μου τύχη, έχασα το λεωφορείο και, φυσικά χωρίς να το θέλω, πήγα καθυστερημένος στο σχολείο. Θυμάμαι ότι στεκόμουν για πολύ ώρα μπροστά στην μπλε πόρτα της τότε Quarta Β και σκεφτόμουν τι θα πω και πώς θα το πω. Μετά από δισταγμούς και αγωνία κατέληξα πώς πρέπει να πω στα Γερμανικά: “Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά έχασα το λεωφορείο”. Αποφασιστικά χτύπησα την πόρτα και μπήκα στην τάξη λέγοντας “Entschuldigung fuer die Verspaetung, aber ich habe den Bus verloren”, κάνοντας βέβαια λάθος στη μετάφραση! Έπειτα άκουσα τη φαινομενικά αυστηρή φωνή του καθηγητή: “Εδώ μιλάμε και Ελληνικά. ‘Ελα παιδί μου, κάθισε εδώ στο πρώτο θρανίο”. Κι έπειτα γέλια, νομίζω από σχεδόν όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες. Νομίζω γέλασα κι εγώ! Ευτυχώς, σύντομα μπόρεσα να πάω στο τελευταίο μεσαίο θρανίο, το οποίο κράτησα μαζί με το Γιάννη το Ραφτόπουλο για τα επόμενα 6 χρόνια. Ο καθηγητής με την αυστηρή φωνή ήταν ο μακαρίτης ο κύριος Δανιήλ. Η ζωή τα έφερε να πληροφορηθώ το αναπάντεχο ταξίδι του ένα πρωί πριν από μερικά χρόνια ξεφυλλίζοντας το περιοδικό του συλλόγου αποφοίτων της ΓΣΑ, Doerpfeldianer, στο γραφείο μου, στο University of British Columbia. Τα χαρτιά, τα βιβλία και όλα τα αντικείμενα γύρω μου θόλωσαν, όσο θυμόμουνα εκείνο το “τι θα πω και πώς θα το πω”.

Τάκης Μαθιόπουλος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Η χωρισμένη Γερμανία των μεταπολεμικών χρόνων είχε βρει κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στη Γερμανική Σχολή Αθηνών ένα μετά βίας τόσο υπερθεματισμένο ανάλογο: “μια Χώρα, ένας Λαός, δυο Κράτη” βρήκε εδώ την αντίστοιχη έκφρασή του στο “μια Σχολή, ένα καθηγητικό προσωπικό, τρία οικήματα”. Όχι πολύ μακριά το ένα απ’ τ’ άλλο, ωστόσο σε τρεις διαφορετικούς δρόμους, Μετσόβου, Ρεθύμνου και Πατησίων είχε χωριστεί η Σχολή σε τρεις νεοκλασικές μονοκατοικίες, οι οποίες επίσης ήταν εντελώς ακατάλληλες για σχολική λειτουργία. Κάποτε έπαιξε η τάξη μας το ρόλο της “Σταχτοπούτας” και πέρασε μια ολόκληρη σχολική χρονιά στο δωμάτιο υπηρεσίας, δίπλα στο ανακαινιζόμενο WC ! Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρχε κάθε χρόνο μια συγκεκριμένη ένταση, σε ποιο δρόμο θα κοιτούσαμε αυτή τη χρονιά, μιας και το κτίριο της οδού Πατησίων πρόσφερε την πιο ενδιαφέρουσα άποψη. Από κει έχω την πιο εντυπωσιακή ανάμνηση των σχολικών μου χρόνων, όταν τα μικρά τετράδια διαγωνισμάτων του αξέχαστου καθηγητή μας των Μαθηματικών, κυρίου Hartwig, γραφικά τοποθετημένα πάνω στο μαρμάρινο περβάζι, στην έξω μεριά του παραθύρου… απήχθηκαν απαλά από το ευχάριστο, ανοιξιάτικο αεράκι στους αιθέρες και άρχισαν να αιωρούνται πέρα, πάνω από τη φαρδιά λεωφόρο. Έτσι, οι καλές αλλά και λιγότερο καλές επιδόσεις της τελευταίας χρονιάς, χάθηκαν σιγά-σιγά απ· τα μάτια μας και γλίτωσαν λόγω ανωτέρας επέμβασης από την αυστηρή κρίση της καθηγητικής απόφασης.

Δρ. Αριάδνη Μαλαμίτση

Επίκουρος καθηγήτρια Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Όλα τα βλέμματα στον ίδιο στόχο

ανυπόμονα, γεμάτα προσδοκία

Μερικοί πιστεύουν στην αρχή, άλλοι στο τέλος

Τι ήταν τότε και γιατί –

Θα μάθουμε ποτέ;

Ο χρόνος παρέρχεται

κάτω απ’ τη σκόνη οι αναμνήσεις

κι ο άνεμος να σβήνει τα σημάδια.

Irene Jagsch, τάξη 11/1994

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Όταν το 1971 τελείωσα τη Γερμανική Σχολή και έδωσα εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, ήμουν από τους τυχερούς εκείνους που έδιναν εξετάσεις χωρίς ιδιαίτερα πολύ άγχος, μια και είχα γίνει ήδη δεκτός στο Πολυτεχνείο του Darmstadt.

Αυτό το πλεονέκτημα το έχουμε εμείς της Γερμανικής. Έτσι μόλις έδωσα εξετάσεις, έφυγα για το Darmstadt, όπου το μόνο πράγμα που πρόφθασα να κάνω ήταν να ψάξω να βρω σπίτι, γιατί στο μεταξύ πέτυχα στη Σχολή Ηλεκτρολόγων στην Πάτρα.

Μάλιστα πρέπει να πω ότι σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία μου την οφείλω στον καθηγητή μου των Ελληνικών, τον κ. Γκιόλμα, που πραγματικά μας είχε μάθει πώς να γράφουμε εκθέσεις. Έτσι, στην έκθεση πήρα 39 στα 40, ενώ οι υποψήφιοι του Πολυτεχνείου συνήθως στην έκθεση μάλλον δεν πάνε πολύ καλά.

Μετά από τον πρώτο και πραγματικά το μοναδικό φοιτητικό μου χρόνο πήρα μεταγραφή στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, όπου και τελείωσα το 1976. Ήδη νωρίτερα είχα διακόψει την αναβολή του στρατού και είχα ξεκινήσει παράλληλα και τη θητεία μου, που τότε λόγω των Ελληνοτουρκικών κράτησε 36 μήνες, για να τελειώνω με όλα μια ώρα αρχίτερα. Ευτυχώς υπηρέτησα στην Αθήνα και με καλό ωράριο και έτσι μπορούσα να παρακολουθώ συγχρόνως και τη δουλειά μου.

‘Αλλωστε, όταν αποφάσισα να σπουδάσω ηλεκτρολόγος, ήξερα ότι δε θα εξασκήσω το επάγγελμα αυτό και ότι οι σπουδές μου θα με βοηθούσαν στην οικογενειακή εμπορική επιχείρηση, όπου οι πελάτες μας είναι οι περισσότεροι μηχανικοί και πλέον θα μιλούσαμε την ίδια γλώσσα ως “συνάδελφοι”.

Μια τάση που είχα ανέκαθεν με τα κοινά με έκανε να ασχοληθώ με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, όπου εκλέχτηκα το 1981 σύμβουλος, το 1986 Γεν. Γραμματέας και το 1993 Πρόεδρος, θέση που και σήμερα έχω.

Αν με ρωτήσει κανείς αν και σε τι με βοήθησε η Γερμανική, θα απαντούσα αμέσως “ναι και σε πολλά!”. Με βοήθησε κυρίως σε θέματα νοοτροπίας, οργάνωσης, μεθοδικότητας, προγραμματισμού. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά των Γερμανών, που χωρίς να το καταλάβεις γίνονται και δικά σου χαρακτηριστικά, σε άλλον περισσότερο και σε άλλον λιγότερο. Με βοήθησε επίσης και στο ότι έμαθα καλά και εύκολα μια δύσκολη γλώσσα που είναι σημαντικό εργαλείο, όχι μόνο για όσους κάνουν δουλειές με τη Γερμανία, αλλά για όλους, ειδικά τώρα όπου η ενοποιημένη Γερμανία έχει γίνει η αδιαμφισβήτητη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρώπης.

Νομίζω ότι η απόκτηση της γερμανικής παιδείας, ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου η οργάνωση, η πειθαρχία, ο προγραμματισμός και η σκληρή δουλειά είναι είδη σε ανεπάρκεια, μπορεί να δώσει σε κάποιον σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στην επαγγελματική και όχι μόνον πορεία.

Αν με ρωτήσει κανείς δύο πράγματα που θυμάμαι πιο έντονα από τη ζωή μου στη Γερμανική, νομίζω ότι δε θα πρωτοτυπήσω, αν πω ότι το πρώτο που θυμάμαι είναι η πρώτη μάλλον συνταρακτική επαφή με την κα Dilernia στα “Κουρ” και το άλλο η χαρά που αισθάνθηκα όταν μετακομίσαμε από το κτίριο της Μετσόβου στο κτίριο στο Μαρούσι. Και αν με ρωτήσει κανείς τι δε μου άρεσε, μπορώ να πω ότι δε μου άρεσε η “υπερβολική” μερικές φορές αυστηρότητα σε ασήμαντα πράγματα και οι περιορισμένες σχετικά δραστηριότητες σε θέματα αυστηρά εκτός μαθημάτων, διδακτέας ύλης και προγράμματος. Φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις οι εκδρομές με τον κ. Δημόπουλο.

Νομίζω ότι η Γερμανική Σχολή αποτελεί πραγματικά ένα ξεχωριστό σχολείο και είναι κρίμα που δεν υπάρχει ένα σύστημα που να ενισχύει λίγο τα παιδιά των αποφοίτων στη διαδικασία εισαγωγής στη Σχολή, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια αποφοίτων διαφορετικών γενεών, πράγμα που και τη Σχολή θα ενίσχυε και τους δεσμούς των αποφοίτων με αυτή.

Γιάννης Παπαθανασίου

Πρόεδρος Ε.Β.Ε.Α.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την πρώτη λειτουργία της Γερμανικής Σχολής στην Αθήνα, αναπόφευκτα ο νους μου πηγαίνει στα 30 χρόνια που φέτος συμπληρώθηκαν από τη δική μου αποφοίτηση. Ο χρόνος κυλάει πράγματι γρήγορα. Σαν σε κινηματογραφική ταινία φέρνω στο νου μου διάφορα περιστατικά της καθημερινής σχολικής ζωής, από τα πρώτα χρόνια της φοίτησής μου μέχρι την τελευταία χρονιά, το 1965.

Οι συγκεντρώσεις μας στην αυλή του κτιρίου της οδού Μετσόβου το πρωί για την προσευχή και το ομαδικό τραγούδι “Jeden Morgen geht die Sonne auf…” ήταν κάτι που με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη χρονιά.

Στα χρόνια που ακολούθησαν και με το χωρισμό από την πρώτη τάξη του Λυκείου σε πρακτική και κλασική κατεύθυνση εγώ προτίμησα την κλασική κι έτσι βρέθηκα σε μία τάξη με 17 συμμαθήτριες και έναν (1) μόνο συμμαθητή. Η τάξη μας ήταν πασίγνωστη, κυρίως ως “der Gaensestall”, όπως την είχε χαρακτηρίσει ένας από τους Γερμανούς καθηγητές μας, λόγω κάποιων ιδιαίτερα ζωηρών συμμαθητριών μου.

Θυμάμαι ακόμη έντονα τις τελικές εξετάσεις μας για το γερμανικό και ελληνικό απολυτήριο στο κτίριο της οδού Ρεθύμνου. Κτίριο στο οποίο ξαναβρέθηκα μετά από 25 χρόνια, όταν ο γιος μου Νίκος, μαθητής ήδη κι ο ίδιος της ΓΣΑ, παρακολουθούσε για κάποιο χρονικό διάστημα τα απογευματινά τμήματα της γερμανικής γλώσσας που λειτουργούσαν εκεί. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη.

Αναπολώντας τα χρόνια που έζησα στη ΓΣΑ δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη προς τους καθηγητές μου για τα σωστά ελληνικά που έμαθα παράλληλα προς την άριστη γνώση της γερμανικής γλώσσας, που μου επέτρεψε στη συνέχεια την απρόσκοπτη φοίτησή μου στη Γερμανία. Ακόμη για τις γερές βάσεις που το σχολείο μου έδωσε, καθώς και την ικανότητα να σκέπτομαι και να εργάζομαι μεθοδικά και με σύστημα, πράγματα ιδιαίτερα χρήσιμα για τη ζωή.

Πολλά πράγματα έχουν βέβαια από τότε αλλάξει, άλλωστε και ο κόσμος ολόκληρος έχει αλλάξει. Η ΓΣΑ, ανανεωμένη και σύγχρονη, συνεχίζει το έργο της και την αποστολή της. Πιστεύω ότι πάντα αποτελούσε και θα αποτελεί και στο μέλλον ένα σημαντικό κρίκο, ένα σημαντικό παράγοντα της ελληνογερμανικής φιλίας και των ελληνογερμανικών σχέσεων.

Σταμάτης Μηλίγγος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Εμείς η Obertertia της πρώτης μεταπολεμικής σχολικής χρονιάς 1956-57, δεν ήμαστε η πιο άτακτη τάξη της Γερμανικής Σχολής. Η πιο άτακτη τάξη ήταν η Quarta Ι, το τμήμα που ήταν ο αδελφός μου και τ’ άλλα “άνθη του κακού”, όπως έλεγε ο Γυμνασιάρχης μας, ο κύριος Δημητράκος.

Μα κι εμείς δεν υστερούσαμε σε αταξία. Στη δική μας τάξη πρωτοεμφανίστηκε το ηλεκτρικό κουδούνι, κρυμμένο με την μπαταρία του στη σάκκα του Γιώργου του Γεωργουλόπουλου, και το μπουτόν στην άλλη άκρη της τάξης στην τσέπη του Κώστα του Πετρογιάννη. Χτύπαγε λοιπόν το ηλεκτρικό κουδούνι μέσα από τη σάκκα κάθε πέντε λεπτά στην ώρα του μαθήματος κι εμείς – φυσικά όλοι συνεννοημένοι – σηκωνόμασταν τάχα να βγούμε διάλειμμα. Δεν υπερτερούσαμε λοιπόν σε αταξία από τις άλλες τάξεις, σε τεχνολογία υπερτερούσαμε.

Ήταν που τα περισσότερα αγόρια της τάξης μας θέλαμε να σπουδάσουμε τεχνικές σπουδές στη Γερμανία. Έτσι υπήρχε η αντίστοιχη προδιάθεση και προετοιμασία. Γι’ αυτό το λόγο τα αγόρια ήμαστε καλοί μαθητές στα θετικά μαθήματα και διαβάζαμε και τα αντίστοιχα τεχνικά περιοδικά της εποχής, χωρίς να παραμελούμε και τ’ άλλα περιοδικά που κυκλοφορούσανε κρυφά από χέρι σε χέρι την ώρα του μαθήματος (τη Μάσκα, το Χτυποκάρδι κ.α.).

Η ιδέα του εγχειρήματος ξεκίνησε από το μάθημα της Φυσικής, και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο Kurzschlu§ (βραχυκύκλωμα).

Αρχίσαμε να συζητάμε για τρόπους βραχυκυκλώματος στο διάλειμμα διασχίζοντας τους υπόγειους διαδρόμους του παλαιού κτιρίου της οδού Μετσόβου. Εκεί, λοιπόν, στη χαμηλή οροφή του υπόγειου σκοτεινού διαδρόμου, υπήρχε ένα φωτιστικό σώμα καλά προφυλαγμένο από μια μπρούτζινη “χελώνα”. Στο δεύτερο διάλειμμα της ίδιας ημέρας ελέγξαμε εάν το κάλυμμα της χελώνας ξεβιδώνεται, και στο τρίτο διάλειμμα πόσους τσιλιαδόρους χρειάζεται ο διάδρομος.

Την άλλη μέρα στο πρώτο διάλειμμα ο Τιμολέων ο Καββαδίας με μια τρύπια δεκάρα ξεβίδωσε το μπρούτζινο κάλυμμα και τη λάμπα, τοποθέτησε τη δεκάρα με προσοχή στο ντουί και ξαναβίδωσε τη λάμπα και το κάλυμμα. Οι δύο τσιλιαδόροι, ο Guenter ο Hammeder και ο Λάμπρος ο Χατζηδημητρίου ειδοποιήθηκαν να αφήσουν τις θέσεις τους. Και όλοι μαζί βγήκαμε αμέριμνοι στην αυλή κουβεντιάζοντας. Είχαμε ήδη στο ενεργητικό μας μια εφαρμογή του μαθήματος του ηλεκτρισμού.

Εκείνο το διάλειμμα κράτησε λίγο παραπάνω από το κανονικό. Γιατί καθυστερημένα βγήκε η Frau Dilernia στον εξώστη του γραφείου των καθηγητών, κουνώντας την μπρούτζινη κουδούνα και φωνάζοντας δυνατά: -Γκρήγκορα-γκρήγκορα στις σειρές σας, wir haben keinen Strom.

Μπήκαμε γρήγορα στην τάξη μας μόλις προλαβαίνοντας να εξασφαλίσουμε ο ένας από τον άλλο τη συνωμοτική εχεμύθεια απέναντι στα κορίτσια της τάξης. – Να είστε σίγουροι πως, αν μάθουν κάτι αυτές, θα μας μαρτυρήσουν, είπε ψιθυριστά ο Ανδρέας ο Μαυρομάτης και με κοίταξε απειλητικά, γιατί εγώ ήμουν το μόνο αγόρι που καθόμουν στη σειρά των κοριτσιών.

Το δεύτερο διάλειμμα – το μεγάλο – αναγγέλθηκε με τον κτύπο της μπρούτζινης κουδούνας. Βγαίνοντας από την τάξη είδαμε τον κυρ-Φίλιππα τον επιστάτη, στο κεντρικό χωλ της Σχολής που με ένα δοκιμαστικό προσπαθούσε να εντοπίσει το βραχυκύκλωμα.

Φοβηθήκαμε μήπως το βρουν, οι εξπέρ όμως της Φυσικής μας διαβεβαίωσαν πως χωρίς ειδικό όργανο δεν μπορούν να εντοπίσουν τίποτε.

  • Να μη μιλήσει κανείς, μόνο αν διαρρεύσει το μυστικό θα το μάθουν – και κοιτούσε ο ένας τον άλλο συνωμοτικά.
  • Τι νομίζετε – είπε ο Guenter ο Hammeder – μόλις πιέσουν λίγο τη Λία τη Βουρνά ή τη Μαρίκα την Παπαγιάννη, θα βάλουν τα κλάματα και θα τα μαρτυρήσουν όλα.
  • Αν το μάθει η Ελένη η Ακύλα, θα πάει μόνη της να το μαρτυρήσει – είπε με μια δόση θυμού ο Κώστας ο Πετρογιάννης -, ενώ η άλλη Ελένη, η Ελένη η Λούνδρα, δε θα πει τίποτε, συμπλήρωσε σκεφτικός.
  • Ε, τότε να ορκιστούμε ότι δε θα μιλήσει κανείς – είπε ο Ανδρέας ο Μαυρομάτης και με κοίταξε απειλητικά.

Η ορκωμοσία πραγματοποιήθηκε γρήγορα και συνωμοτικά την ώρα του διαλείμματος.Φυσικά δε λειτουργούσε τίποτε εκείνη την ημέρα στη Σχολή, ούτε το τηλέφωνικό κέντρο της Frau Dilernia, ούτε οι προβολές στο μάθημα της Ιστορίας του κυρίου Δημόπουλου – που κάποτε ανάμεσα σε δύο διαφάνειες αρχιτεκτονημάτων της Αναγέννησης εμφανίστηκε η Τζέην Μάνσφιλντ με καυτό μπικίνι.

Στο τρίτο διάλειμμα – το μεσημεριανό – αποφασίσαμε να τους μπερδέψουμε. Με την ίδια τακτική βγάλαμε τη δεκάρα από τη λάμπα του υπογείου διαδρόμου και φυσικά επανήλθε το ρεύμα. Την άλλη μέρα κάναμε ακριβώς τις ίδιες ενέργειες, αλλά παρατηρήσαμε έναν εκνευρισμό στους καθηγητές. Σίγουρα είχαν αντιληφθεί ότι κάτι στραβό συνέβαινε.

Την τρίτη ημέρα στο δεύτερο διάλειμμα είδαμε τον κυρ-Μήτσο, τον ηλεκτρολόγο της οδού Μαυροματαίων, που με ένα Ωμόμετρο και δύο δοκιμαστικά προσπαθούσε να εντοπίσει το βραχυκύκλωμα.

– Τώρα θα το εντοπίσουν, είπε ο Τιμολέων ο Καββαδίας που είχε μανία με τα ηλεκτρονικά, είχε φτιάξει ένα φορητό ραδιοφωνάκι με γαληνίτη και ακούγαμε από ένα ακουστικό τους Platters ή την Κατερίνα Βαλέντε την ώρα του μαθήματος.

Στο μεσημεριανό διάλειμμα ο Λάμπρος ο Χατζηδημητρίου έβγαλε τη δεκάρα από τη λάμπα του υπογείου και όλοι γυρίσαμε ανήσυχοι στην τάξη μας.

Την τελευταία ώρα, την ώρα της Βιολογίας με τη Frau Barreuther – τη χάριν συντομίας Tante Biologie – μπήκαν στην τάξη μας ο Διευθυντής μας ο Dr. Flume και ο Klassenlehrer μας, ο Graf von Westfalen. Μας μίλησαν και οι δύο σοβαρά, χωρίς να μας απειλήσουν. Μας είπαν πως ξέρουν ότι εμείς κάτι έχουμε κάνει και κόβεται κάθε τόσο το ρεύμα, αλλά, αν πούμε τι κάναμε, δε θα μας πειράξει κανείς. Στο κάτω-κάτω μας διαβεβαίωσαν, για τεχνικούς λόγους και μόνο θέλουν να μάθουν τι κάναμε.

Όλα τα αγόρια κοιταζόμασταν στα μάτια δήθεν αμέριμνοι και κοιτάζαμε τα κορίτσια, που κι αυτά με τη σειρά τους μας κοίταζαν αμήχανα. Έτσι ποτέ κανείς – ούτε ο ηλεκτρολόγος – δεν έμαθε πώς κοβόταν κάθε τόσο το ρεύμα.

Επειδή φέτος γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια της Σχολής μας και επειδή έχουν περάσει από τότε 38 ολόκληρα χρόνια, μου δίνεται η ευκαιρία να πατήσω τον “όρκο” μου και να αποκαλύψω το εφτασφράγιστο “μυστικό”, που όλα τα αγόρια της Obertertia 56-57, είχαμε ορκιστεί ποτέ να μην αποκαλύψουμε!

Αθ. Ν. Απέργης

Διπλ. Πολ. Μηχανικός

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μήπως γνωρίζετε τη Σουπλίν; Μάλλον όχι. Τη γνωρίζουν μόνο όσοι έχουν βρεθεί στο σπίτι μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια και όσοι έτυχε να τη συναντήσουν, νεογέννητη και φοβισμένη, στην αυλή της Γερμανικής Σχολής, πριν από το διάστημα αυτό. Γιατί η Σουπλίν είναι μια όμορφη γατούλα, διακριτική και χαδιάρα και αποτελεί το πέμπτο και νεαρότερο μέλος της οικογένειας Ιωαννίδη. ‘Οπως και τα υπόλοιπα τέσσερα έχει κι αυτή περάσει από τη DSA. Γνώρισε στα διαλείμματα τη φροντίδα, αλλά και την αδιαφορία, την προσωρινή στοργή αλλά και την επιθετικότητα, μέχρι που αποφασίσαμε, έτσι ξαφνικά και χωρίς να το πολυσκεφτούμε, μια και ήταν κι αυτή αναπόσπαστο κομμάτι της Γερμανικής Σχολής να την πάρουμε στο σπίτι.

Θα ρωτήσουν ίσως, μερικοί: “Μα καλά, μέχρι εκεί φθάνει η ευνοϊκή προδιάθεση με το σχολείο σου;” Η απάντηση είναι: “Αδίστακτα ναι. Μέχρι εκεί και πιο πέρα.” Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα στα οποία δεν μπορεί να δοθεί αναγκαστικά μια λογική ερμηνεία. Είναι αυτά που η απάντησή τους περνάει μέσα από τα φίλτρα της καρδιάς. –

“Γιατί;” – “Επειδή έτσι αισθάνομαι …”

‘Ετσι η Σουπλίν κυκλοφορεί κάθε μέρα ανάμεσά μας και μας θυμίζει, και αυτή, το σχολείο μας, όταν δε μας θυμίζει, με το δικό της τρόπο, ότι ήρθε η ώρα να την ταΐσουμε.

Σεπτέμβριος 1957. Η Quarta με τα τέσσερα τμήματα. Οδός Μετσόβου 4. Η Frau Di Lernia κέρβερος στην είσοδο. Τα αγόρια πρέπει να ανεβούν στις τάξεις από το βοηθητικό κλιμακοστάσιο, τα κορίτσια από το κεντρικό. Η Frau Gerke. Ο – τότε κάπως απρόσιτος – Dr. Flume. Η – τότε κάπως απόμακρη για την ηλικία της – Fraeulein Schmidt. Ο – τότε κάπως επιβλητικός – Δρ Δημητράκος. Ο κ. Greve με το αξέχαστο Kopfrechnen τα πρώτα πέντε λεπτά κάθε μαθήματος. Ο κ. Hilbrecht με τη μόνιμη απειλή της σφυρίχτρας για τα … οπίσθιά μας. Και η Quarta Β με τα πρωτάκια να τα έχουν κάπως χαμένα, αλλά να αρχίζουν τη γυμνασιακή τους ζωή και τις προσπάθειές τους να κατανοήσουν και να ακολουθήσουν το τελείως καινούριο γι· αυτούς μικτό εκπαιδευτικό σύστημα.

Και στη συνέχεια, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τον κ. Βασιλόπουλο με τις γλαφυρές περιγραφές και το Klassenbuch μονίμως στο χέρι, τον κ. Δημόπουλο με τις υπέροχες διαφάνειές του και τις παρενθεσούλες του, την Frau Bareuther με τα … Pantoffeltierchen της, ή τον κ. Kraft με το μονίμως πεσμένο τσουλούφι του, την Frau Loder που ματαίως προσπαθούσε να επιβάλει μια στοιχειώδη τάξη, ή τα πήγαιν-έλα στον Πανελλήνιο για το μάθημα της Γυμναστικής, τα απολαυστικά μαθήματα του κ. Ασωνίτη ή τα πολλά ευτράπελα περιστατικά από τότε που καθιερώθηκε η περίφημη στολή. ‘Απειρες οι αναμνήσεις, ο καθένας μας σίγουρα κρατάει τις δικές του.

Μάιος 1995. ‘Υστερα από 38 χρόνια. Η Γερμανική Σχολή στον Παράδεισο Αμαρουσίου συνεχίζει “να παιδεύει” τους μαθητές της. Και ο υπογράφων συνεχίζει να δρασκελίζει – σχεδόν καθημερινά – το κατώφλι της, για όλο αυτό το μακρύ διάστημα, χωρίς να έχει επαγγελματική σχέση με τη Σχολή. Για 25 χρόνια επισκεπτόταν το σχολείο ως απόφοιτός του. Τα τελευταία 7 χρόνια το επισκέπτεται και ως πατέρας δύο μαθητών. Απόφοιτος του Τ94 ο γιoς του, του Τ95 η κόρη του. Και τα χρόνια που έρχονται θα δείξουν πόσο μπορεί να μείνει αναλλοίωτη, για έναν πενηντάρη πια, αυτή η ρομαντική συνύπαρξη – ή μήπως προσκόλληση; – με το σχολείο του. – “Γιατί;” – “Επειδή έτσι αισθάνομαι.”

Ο απολογισμός φαντάζει απαραίτητος σε κάθε επέτειο, όταν στέκεσαι και κοιτάζεις προς τα πίσω: τι μου έδωσε η – αιωνόβια πια – DSA; 38 χρόνια δεν είναι λίγα, άρα και οι μνήμες, οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι γλυκές και οι πικρές στιγμές, σίγουρα θα ανακατεύονται στις αποσκευές μου.

Δυο-τρεις ανεκτίμητοι φίλοι, συνοδοιπόροι σε ανέμελες και δύσκολες στιγμές, συμμαθητές και παντοτινά ισάδελφοι. Μια δεκάδα ακόμα καλών φίλων από την ίδια τάξη, να μοιράζονται τις ώρες της σχόλης αλλά και τις κάθε τόσο ανανεούμενες μνήμες. Και να ήταν μόνο αυτό! Μέσα από τα τόσα χρόνια ενασχόλησης με τον Σύλλογο Αποφοίτων, κυρίως όμως στα τέσσερα χρόνια της θητείας μου ως Προέδρου του Δ.Σ., δημιουργία πάμπολλων φίλων – με δικαιολογημένη, φυσικά, μια μονιμότερη σχέση με μερικούς απ· αυτούς. Μεγάλος ο πλούτος και των υπόλοιπων αποσκευών της 38χρονης αυτής σχέσης, δύναμη και τόνωση για τους καθημερινούς αγώνες. Στην πρώτη γραμμή η μύησή μου στην Ελληνική γραμματεία από τους αριστείς της Ελληνικής Φιλολογίας, που κάποτε πληθωρικά στελέχωναν το σχολείο μας, αλλά και στη μαθηματική σκέψη, που χάρη σ· έναν Greve κι ένα – μακαρίτη πια – Kattiofsky σημάδεψε έντονα όλη τη ζωή μου.

Κι αν θα ήθελα να περιοριστώ στο απόσταγμα των ανθρώπινων συναναστροφών αυτών των 38 ετών, θα είχα να θυμηθώ την απλόχερη προσφορά και την άδολη αγάπη που γνώρισα από πολλούς αξιοθαύμαστους ανθρώπους, που ο καθένας τους είχε τη μεγάλη ή μικρή προσφορά του σ’ αυτό που είναι σήμερα η Γερμανική Σχολή Αθηνών, τη συνεργασία με χαρακτήρες φλογερούς και συνάμα ανιδιοτελείς, με πνεύματα γόνιμα και δημιουργικά, με προσωπικότητες ικανές και άξιες.

Και το συνολικό αποτέλεσμα; Μια 38χρονη (ερωτική;) σχέση χωρίς ορατό τέλος. Μια σχέση με μόνιμα και έντονα χαραγμένα τα ίχνη της επάνω μου, μια σχέση που ποτέ δεν είναι γραφτό να γίνει ισότιμη: ισόβια υποχρέωση για ανταπόδοση των όσων έχω αποκομίσει. –

“Γιατί;” – “Επειδή έτσι αισθάνομαι…”

Και αν κάποιος με ειρωνευτεί για την προσκόλλησή μου σε μια αιωνόβια γριούλα, ας κάνει τον κόπο να προσέξει πόσο νέα και πόσο ελκυστική μπορεί να φαντάζει η γριούλα αυτή κάθε μέρα. Και ας φανταστεί πόσο πιο νέα θα φαίνεται, όταν μπορέσει επιτέλους να απαλλαγεί από μερικές περιττές ρυτίδες. Τότε σίγουρα θα γίνει πολύ μεγαλύτερος ο κύκλος των θαυμαστών της και ο ένας αιώνας της ζωής της θα αποτυπώνεται μόνο στη σοφία και στην ωριμότητα που θα έχει να επιδείξει.

Γιώργος Ιωαννίδης

Απόφοιτος 1963

Πρόεδρος Συλλόγου Αποφοίτων 1990-1993

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Όταν το 1966 ξεκίνησα το γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών στα ιστορικά κτίρια των οδών Μετσόβου και Ρεθύμνου, ποτέ δε φαντάστηκα ότι όσα αστεία και παράξενα συγκέντρωνα στα πλαίσια του μαθήματος και της τάξης θα γίνονταν κάποια μέρα αντικείμενο μιας Festschrift για τα 100 χρόνια του σχολείου μου.

Έτσι ας ξαναγυρίσουμε στο 1972, τότε που ήμασταν μαθητές στην τάξη 12. Οι τελειόφοιτοι της 12 Β!

Όλα ξεκίνησαν, όταν αποφασίσαμε να κρατήσουμε αρχείο “κοτσανών”, μια και σύντομα δε θα μπορούσαμε να τις συγκρατήσουμε από μνήμης. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να βρεθεί, βέβαια, και το σωστό σημειωματάριο!.. Και φυσικά βρέθηκε! Ήταν ένα πράσινο, μικρού μεγέθους, τετράδιο της ΓΣΑ (οι πιο παλιοί θα θυμούνται τα χρώματα των τετραδίων που είχαμε για τα διάφορα μαθήματα), που συνήθως το χρησιμοποιούσαμε για Vokabelheft των Γερμανικών.

Το βιβλίο λοιπόν είχε βρεθεί. Χρειαζόταν όμως κι ένα όνομα, για να μπορούμε να το αποκαλoύμε. Ένα όνομα πρωτότυπο και εφευρετικό! Έπεσαν διάφορες ιδέες, για να καταλήξουμε τελικά στο όνομα “Κοtsanenbuch”, προς τιμήν του αγαπημένου μας Klassenbuch!

Το εξώφυλλο διακοσμήθηκε ποικιλοτρόπως. Από τριφύλλια του ΠΑΟ μέχρι το σύμβολο ειρήνης και φωτογραφίες συγκροτημάτων της εποχής. Στη συμμαθήτριά μας Αλίκη Πάνου ανατέθηκε το μέγα οφφίκιο του “κομιστή” του Kotsanenbuch και σε μένα σήμερα η επιλογή των σταχυολογημένων κομματιών που θα ακολουθήσουν.

Η πρώτη Kotsana καταχωρήθηκε στις 4.10.71 και ήταν η ακόλουθη: Johny (Δερμάτης μαθ.): Τεθλακυία γραμμή (αντί τεθλασμένη)!

Αυτή ήταν η αρχή.Η συνέχεια έμελλε να είναι λαμπρή.

11.10.71 μάθημα Γερμανικών. Hahnemann (καθηγητής Γερμανικών, Klassenlehrer) απευθυνόμενος σε μαθητή: Lesen Sie bitte vor! Κούσης (μαθητής): Auswendig? 29.10.71 Φραντζή (καθηγήτρια): Γιάννη Μακαρέζο, θα αλλάξεις θέση με το Νικήτα Παπαδόπουλο. Καρβέλας (μαθητής):Τι Μακαρέζος, τι Παπαδόπουλος, το ίδιο κάνει!

18.4.72 μάθημα-εξέταση Ιστορίας. Κούσης: Ο Υψηλάντης κράτησε… καθυστέρηση! Μυλωνάς (καθηγητής): Πολύ Διακογιάννη διαβάζεις τελευταία Κούση!

12.5.72 Ενεφανίσθη καμήλα πέριξ του σχολείου. Αιμίλιος (μαθητής): Μας πήρανε χαμπάρι ότι είμαστε τσίρκο, και μας τη φέρανε!

Παραθέτω κλείνοντας την τελευταία καταχώρηση. Έγινε στις 5.6.72 και είναι απόσπασμα από την έκθεση του συμμαθητού μας ‘Αρη Κόζη:

“Η αποφοίτησις εκ του Γυμνασίου είναι το εναρκτήριο λάκτισμα δια τον αγώνα της ζωής…”

Ελπίζω, αυτή η μικρή λόγω περιορισμένου χώρου επιλογή να είναι ικανή να σας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της τελευταίας μας γυμνασιακής χρονιάς και μαζί και κάτι από το κλίμα των αρχών της δεκαετίας του 70!

Υ.Γ. Ελπίζω να μη μου θυμώσουν όσοι από τους καθηγητές δουν το όνομά τους δημοσιευμένο μαζί με τις κοτσάνες των μαθητών τους. Όπως επίσης να μη μου θυμώσουν και όσοι δεν το δούν…!

Και οι μεν και οι δε, έχουν έτσι κι αλλιώς την αγάπη μας.

Χαρ. Καμάρη – Παπαμητροπούλου

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

1970. Πριν από 25 χρόνια. Γερμανική Σχολή Αθηνών.

Τάξη τελειοφοίτων (Abitur) = τέσσερις μαθητές = άρρενες. Detlef Mallwitz, Werner Hermann, Demo Papadopoulos, Stefen Jacob.

Στο δρόμο από το παλιό – στην οδό Μετσόβου – στο καινούριο σχολείο – στον “Παράδεισο” στο Μαρούσι – καθισμένοι στην πλατφόρμα ενός παλιού φορτηγού – με το φανελάκι, λόγω ζέστης.

Λίγο πριν την αναχώρηση… η φωνή του καθηγητού της Βιολογίας Hermjacob ” Έχετε το σκελετό;”

Απάντηση από τετραφωνική “χορωδία”: “Ναι, είναι ξαπλωμένος δίπλα μας…!”

Διαταγή: “Κρατηθείτε καλά! Φεύγουμε!”

Το από όλες τις πλευρές ανοιχτό φορτηγό περνούσε με θόρυβο από το κέντρο της Αθήνας με κατεύθυνση προς τα βόρεια. Ο σχολικός μας σκελετός έτριζε κι αυτός (κακές γλώσσες έλεγαν πως ίσως ήταν ο Doerpfeld). Δίπλα στα κεφάλια μας το κρανίο του σκελετού με σαρκαστικό χαμόγελο κοίταζε με έκπληξη πάνω από την καρότσα του φορτηγού τους κατοίκους της Αθήνας.

Συχνά τα φανάρια ήταν κόκκινα. Τότε υπήρχε χρόνος αρκετός, για να κάνει τους περαστικούς να ανατριχιάσουν.

Μισή ώρα αργότερα άφιξη του “φορτηγού-νεκροφόρα” στο νέο περίβολο του Σχολείου στο Μαρούσι. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήρθε η ιδέα: το σώμα του εγκλήματος (= “ο σκελετός μας”) δε θα έπρεπε να περάσει το νέο περίβολο του Σχολείου γυμνός. Δεν κάνει κανείς κάτι τέτοιο!

Λοιπόν; … Γρήγορα … ντύσιμο του σκελετού.

Τα παπούτσια και το ρολόι του Detlef. Ο Detlef ξυπόλυτος. Χωρίς ρολόι.

Το παντελόνι και την αλυσίδα (του λαιμού) του Werner. Ο Werner χωρίς παντελόνι. Χωρίς αλυσίδα.

Το ριγέ πουκάμισο του Demo. Ο Demo με το φανελάκι.

Η πίπα και τα γυαλιά ηλίου του Stefen. Ο Stefen εγκρατής και αόμματος. Χωρίς μουσική και κόκκινο χαλί – μεταφορά του σχολικού σκελετού στη νέα αίθουσα Βιολογίας ή αίθουσα Εγκληματολογίας. Στα γερμανικά: Αίθουσα για εγκληματίες.

Από τέσσερις οι τελειόφοιτοι έγιναν πέντε. Ο Detlef, Werner, Demo, Stefen και ο μέχρι τα κόκκαλα αδυνατισμένος “Doerpfeld”.

Στις εξετάσεις παρουσιάστηκαν μόνο τέσσερις. Πέρασαν με επιτυχία. Ο “Doerpfeld” έμεινε για πάντα εκεί. Στη ΓΣΑ. Εξ ου και “Doerpfeld – Gymnasium” ! Αυτά ήταν πριν από 25 χρόνια. Μία επέτειος. 1970.

Werner Herman

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

… Θυμάμαι τη ΓΣΑ πάρα πολύ καλά. Βρισκόταν βέβαια κάπως μακριά από το κέντρο, ήταν όμως ένα καλά εξοπλισμένο σχολείο. Κάπως περίεργη μου φαινόταν τότε η Diskrepanz στην εκπαίδευση των Ελλήνων μαθητών του ελληνικού τμήματος της ΓΣΑ. Ακόμη χάρη στην αθλητική μου δραστηριότητα γνώρισα και τις εκπαιδευτικές πρακτικές των άλλων σχολείων, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ αυταρχικά και είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα. Συμμετείχα μάλιστα στους πανελλήνιους μαθητικούς αγώνες στην Πελοπόννησο και θυμάμαι καλά ότι ήμουν ο μοναδικός με μακριά μαλλιά μεταξύ των Ελλήνων συμμαθητών μου. Αυτό φρόντισε ήδη για κάποια ταραχή. Παραλίγο να χρειαστεί να κόψω τα μαλλιά μου επί τόπου, για να συμμετάσχω στους μαθητικούς αγώνες …

… Την ίδια χρονιά της επιστροφής μου στη Γερμανία το 1972 αναδείχθηκα πρωταθλητής εφήβων Γερμανίας στα 800 μ. στο Μπίλεφελντ. Φάνηκαν λοιπόν τα αποτελέσματα των προπονήσεών μου στην Αθήνα. Κι έτσι πήρε η αθλητική μου εξέλιξη το δρόμο της, στα χνάρια που είχε δείξει στην Ελλάδα…

… Η Αθήνα με επηρέασε ιδιαίτερα στα νεανικά μου χρόνια, ειδικά όσον αφορά στην παγκοσμιότητα των αντιλήψεων. Οι πολλές νέες εντυπώσεις κι οι πολλές επαφές που είχα με ανθρώπους, συχνά σε ξένη γλώσσα, ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητικές κι ακόμη και σήμερα τις αναπολώ με ευχαρίστηση. Ευκαιρίας δοθείσης πέταγα στην Αθήνα ξανά και ξανά, για να συμμετάσχω σε αγώνες, έτσι ώστε να ξαναζήσω αυτές τις παλιές αναμνήσεις. Σε τελευταία ανάλυση είχα από εκεί και την αγαπημένη ανάμνηση μιας νεαρής Ελληνίδας, που ήθελε τότε πολύ να παντρευτούμε. Διατηρήσαμε για λίγα χρόνια αλληλογραφία, ήμαστε όμως ίσως ακόμη πολύ νέοι για τέτοια σχέδια. Όμως όλες αυτές οι εντυπώσεις μου έχουν αφήσει μέχρι σήμερα μια γλυκιά νοσταλγία…

Willi Wuelbeck

Πρώτος Γερμανός παγκόσμιος πρωταθλητής στην ιστορία των αγωνισμάτων στίβου

(1983 – Ελσίνκι – 800μ.)

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Στον πανικό της τελευταίας ημέρας των σχολικών μας χρόνων, που τελείωσε ανέλπιστα με ένα απερίγραπτο σε συμβάντα μάθημα Θρησκευτικών του κ. Βασιλόπουλου, ο καθένας μας προσπάθησε να πάρει μαζί του ό,τι ήταν δυνατόν, για να στηρίξει τις αναμνήσεις του. Έτσι έπεσε στα χέρια μου μια σελίδα του Klassenbuch, στην οποία είχα και εγώ απαθανατισθεί με τη σχετική “εγγραφή”. (…) Χρησιμοποίησα τη λέξη πανικός περιγράφοντας τα συναισθήματα της “τελευταίας ημέρας”, γιατί πραγματικά έτσι νιώσαμε. Στην άγρια χαρά, που προκαλούσε το τέλος των βασάνων μας, είχε προστεθεί υποσυνείδητα η αβεβαιότητα για το μέλλον, που ξανοιγόταν μπροστά μας. (…) Είκοσι οκτώ χρόνια μετά μπορώ, κάνοντας τον απολογισμό μου, μόνο ευχαριστίες να εκφράσω σ· όλους εκείνους, δασκάλους και συμμαθητές μου στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, που ομόρφυναν τις σχολικές μου μέρες και μας έδωσαν τα εφόδια να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας, ενώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό με τη γερμανική κουλτούρα και δίνοντας έτσι σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό στην παιδεία μας.

Κώστας Πολυζωγόπουλος, Τ68

Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Στα έντεκά μου χρόνια είχα ένα μεγάλο όνειρο: Να περάσω τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Γερμανική Σχολή. Οι εγκαταστάσεις, κυρίως οι αθλητικές (…αχ αυτή η πισίνα) είχαν αναχθεί στη σφαίρα του μύθου από τον κύκλο των ταλαιπωρημένων παιδιών στο πούλμαν προς τα V Kurse.

Τρεις στους τέσσερις έμειναν απέξω.

Η τελετή της απονομής των απολυτηρίων το 1979 ήταν ίσως η πρώτη ευκαιρία για ένα συνολικότερο απολογισμό των έξι χρόνων στα θρανία της Γερμανικής. Ήταν όμορφα τα χρόνια με συμμαθήτρια την ‘Αβα Μπαμπίλη (γι’ αυτό και παντρευτήκαμε αργότερα), ήταν καλό που με μόνο το Abitur με είχαν δεχτεί στη ναυπηγική σχολή στο Πανεπιστήμιο του Αννόβερου (γλίτωσα έτσι την κούραση της προετοιμασίας, την αγωνία των εξετάσεων και πιθανότατα την απογοήτευση της αποτυχίας στην προσπάθεια για μια θέση στο Μετσόβειο).

Ίσως είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη τη στιγμή τα αρνητικά της φοίτησης στη Γερμανική σε σύγκριση με το γυμνάσιο της γειτονιάς, όπου πήγαν οι περισσότεροι από τους συμμαθητές του Δημοτικού, μου φαίνονταν ασήμαντα: Η Γερμανική δεν είχε γειτονιά, για να συναντήσει κανείς τους φίλους του έπρεπε πολλές φορές να διασχίσει το λεκανοπέδιο. Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα είχε πολύ περισσότερες ώρες και ελάχιστα διαλείμματα. Η Γερμανική είχε τη φήμη “αυστηρού” σχολείου. Σίγουρα υπήρχαν και άλλα σημεία που πέρναγαν τότε από το μυαλό μου, αλλά τώρα μου διαφεύγουν.

Αυτό που θυμάμαι όμως εκείνες τις στιγμές που τελείωνε και τελετουργικά η Γερμανική για εμένα, ήταν μια αίσθηση τρυφερότητας απέναντι στα μαθητικά χρόνια, απέναντι σε πολλούς από τους καθηγητές και η υποψία ότι το κέρδος από αυτό το σχολείο δεν οφειλόταν μόνο στα στοιχεία που το αποτελούσαν (τους ανθρώπους, τα μέσα, τα προγράμματα) αλλά σε κάτι γενικότερο. Τότε σκεφτόμουν ότι οφειλόταν σε ένα “γενικότερο κλίμα”.

Από τότε μέχρι σήμερα, κατά καιρούς είμαι σε θέση να εξειδικεύσω αυτό το “κλίμα”, αυτό το κέρδος.

Σχετικά νωρίς συνειδητοποίησα ότι η εισαγωγή σε μια γλώσσα, έτσι όπως τη δίδασκε η Γερμανική (δηλαδή η εισαγωγή σε έναν τρόπο σκέψης, σε έναν πολιτισμό, σε μια ιστορία) ανοίγει καινούριους ορίζοντες. Παράλληλα με τη δίγλωσση οικογένεια, τόσο το σχολείο, όσο και οι σπουδές στη Γερμανία άφησαν επάνω μου μια “γερμανική” σφραγίδα, ενσωματώθηκαν στην ταυτότητά μου και με συνοδεύουν.

Στα πρώτα επαγγελματικά μου χρόνια ως μηχανικός στη ναυτιλιακή “πιάτσα” του Πειραιά, πιστεύω ότι η “γερμανική” μου τοποθέτηση αποτέλεσε πλεονέκτημα.

Πιστεύω ότι απόψεις που εξηγήθηκαν, ερεθίσματα και αρχές προβληματισμών που προσφέρθηκαν, αμφιβολίες που σπάρθηκαν στα γυμνασιακά χρόνια στη Γερμανική, ήταν σε θέση να λειτουργήσουν σαν βραδυφλεγείς μηχανισμοί. Πολλές φορές μου πέφτει δύσκολο να εξηγήσω σε φίλους και γνωστούς τις μετέπειτα προσωπικές και επαγγελματικές μου επιλογές. Εκτιμώ ότι η εμπλοκή μου “στον ελεύθερό μου χρόνο” στη Διεθνή Αμνηστία, στηρίζεται σε γερά αντιρατσιστικά θεμέλια, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην αίσθηση για το πού μπορεί να οδηγήσει η καταπάτησή τους από ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ή καθεστώτα.

Η καθημερινή μου δουλειά στην GREENPEACE ως “χαρτογιακάς” για τη διοίκηση και τα οικονομικά του ελληνικού γραφείου, και όποτε χρειάζεται ως ακτιβιστής στις δυναμικές ενέργειες που οργανώνουμε, σίγουρα αντλεί δύναμη από την αίσθηση της σοβαρότητας και του επείγοντος που έχουν προσλάβει τα θέματα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Ψάχνοντας για την αρχή των χρόνων που με οδήγησαν σε αυτή την “ιδιόμορφη” σταδιοδρομία, δε βρίσκω εύκολα απλές απαντήσεις. Διατηρώ όμως ακόμα μια τρυφερή αίσθηση γι’ αυτό το “γενικότερο κλίμα” της Γερμανικής της εποχής μου.

Εύχομαι οι ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις, τις οποίες καλούνται να ικανοποιήσουν οι σημερινοί μαθητές, να συμβαδίζουν ισόρροπα με τις ικανότητες προσαρμογής τους σε εντονότερους ρυθμούς στη μαθητική καθημερινότητα, ώστε να μπορούν να είναι δεκτικοί σε μηνύματα που ξεπερνούν τις ανάγκες της εξειδίκευσης και του αυστηρού επαγγελματικού προσανατολισμού. Εύχομαι και η Γερμανική Σχολή να συνεχίσει να τους προσφέρει εναλλακτικούς “βραδυφλεγείς μηχανισμούς”.

Κώστας Δόμβρος

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι, που μάθαινε Γερμανικά, για να μπορέσει να πάει σε ένα καλό σχολείο. Τα χρόνια περνούσαν και, όταν το κοριτσάκι πήγαινε πια στην τρίτη τάξη του Δημοτικού άρχισε να βαριέται τα Γερμανικά και προτιμούσε να μάθει να παίζει πιάνο. Όμως οι γονείς της αντιδρούσαν και η δασκάλα της, αν και πολύ στενοχωρημένη, συνέχισε να της κάνει μάθημα. Το κοριτσάκι όμως δεν ενδιαφερόταν καθόλου, εξάλλου σε τι θα της χρησίμευαν τα Γερμανικά; Τον επόμενο χρόνο συνέβη κάτι σημαδιακό: το κοριτσάκι πήγε με τη μαμά του να πάρουν από το σχολείο το μεγάλο αδερφό. Ο αδερφός της μικρής πήγαινε πια στο Γυμνάσιο, ήταν πραγματικά πολύ μεγάλος. Το κοριτσάκι θαμπώθηκε! Συνηθισμένο στο – όχι και τόσο – προσεγμένο Δημόσιο της γειτονιάς τα’ χασε με τα γυαλισμένα μάρμαρα, το μεγάλο προαύλιο και … την πισίνα! Αποφάσισε λοιπόν να πάει και η ίδια στο σχολείο αυτό και γι· αυτό άρχισε να διαβάζει πάλι με ιδιαίτερο ζήλο για το μάθημα των Γερμανικών, καταπλήσσοντας όλη την οικογένεια.

Δυόμισι χρόνια μετά, ντυμένη με τη μπλε φούστα και το γαλάζιο πουκάμισο, κοίταζε χαμένη γύρω – γύρω τις παράξενες φυσιογνωμίες στο μεγάλο προαύλιο του όμορφου σχολείου με τα γυαλισμένα μάρμαρα και την … πισίνα. Τα χρόνια περνούσαν, η στολή είχε καταργηθεί και τα παιδιά πήγαιναν πια σχολείο μόνο πέντε μέρες την εβδομάδα. Το κοριτσάκι μεγάλωνε και μπορεί να μην ήταν το πιο ήσυχο πλάσμα της τάξης, όμως το σχολείο το αγαπούσε ακόμα πολύ και τα πρωινά ξυπνούσε με κέφι, για να πάει σ· αυτό.

Έτσι πέρασαν τα έξι σχολικά χρόνια, το κοριτσάκι πήγε στην τελετή αποφοίτησης, αποχαιρέτισε τους φίλους, τους δασκάλους, το μεγάλο προαύλιο και ξεκίνησε κάτι καινούριο. Πανεπιστήμιο, νέες παρέες, το σχολείο πια μια μακρινή, γλυκιά ανάμνηση και μόνο μια σύντομη επίσκεψη στα παλιά λημέρια σε τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Έτσι τέλειωσε και το Πανεπιστήμιο, πήγε πάλι σε τελετή αποφοίτησης, θυμήθηκε εκείνη του σχολείου και νοστάλγησε. Μετά νέα ζωή πάλι! Με τις βαλίτσες, τα αγαπημένα βιβλία και τη μουσική της πήγε στη Γερμανία. Φαίνεται το κοριτσάκι είχε μια μανία με τα θρανία και δεν έλεγε να τ’ αποχωριστεί. Μάλλον όμως τα θρανία του σχολείου της την τραβούσαν περισσότερο, γιατί δύο χρόνια μετά – και χωρίς να προλάβει να πάει σε τρίτη τελετή αποφοίτησης – το κοριτσάκι επέστρεψε πάλι σ’ αυτά, για να διδάξει όμως τούτη τη φορά. Να διδάξει και να διδαχτεί … Να βρεθεί στις ίδιες τάξεις και στους ίδιους χώρους, συνάδελφος πια με τους παλιούς δασκάλους.

Τέσσερα χρόνια μετά το κοριτσάκι ετοιμάζεται να συναντήσει τους παλιούς συμμαθητές, για να γιορτάσουν τα δεκάχρονα της αποφοίτησής τους. Να μιλήσουν για τις στιγμές που έζησαν στο όμορφο κτίριο με τα γυαλισμένα μάρμαρα, το μεγάλο προαύλιο και τη … στεγασμένη πλέον πισίνα. Να αναπολήσουν τις ώρες που έζησαν σ· αυτά τα θρανία, που τελικά το κοριτσάκι δεν εγκατέλειψε ποτέ. Για να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

Αγγελική Κανελλακοπούλου

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πέρασαν τριάντα ένα χρόνια από την εποχή που για τελευταία φορά διάβηκα την πόρτα της Deutsche Schule Athen – Doerpfeld Gymnasium.

Τριάντα ένα χρόνια γεμάτα, όπως για τον καθένα μας, από κάθε είδους συναισθήματα και εμπειρίες.

Δεν θέλω να μπω σε λεπτομερή εξιστόρηση της μέχρι σήμερα σταδιοδρομίας μου και γενικότερα της ζωής μου. Εξάλλου θα ήταν βαρετό να διαβάζει κανείς το ότι πήγα στο Πανεπιστήμιο, το ότι έκανα μεταπτυχιακές σπουδές, το πού, πώς και από πότε μέχρι πότε εργάσθηκα.

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι πάντα ήθελα να εκφράζομαι ελεύθερα και επιθυμία μου ήταν και είναι να συμβάλλω στη σωστή ενημέρωση και διαμόρφωση της κοινής γνώμης, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μόνο με πολίτες ενημερωμένους χωρίς πάθος και υπερβολές, με πολίτες που συμμετέχουν έμμεσα ή άμεσα σε έναν υγιή και μεστό δημόσιο διάλογο και μια αντικειμενική ανταλλαγή απόψεων, μπορεί να βελτιωθεί και ενισχυθεί η λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.

‘Αρχισα τη σταδιοδρομία μου από το Δημόσιο, συμβασιούχος του Υπουργείου Εξωτερικών και μετέπειτα της Γ.Γ. Τύπου και Πληροφοριών. Στο τέλος του 1981 τοποθετήθηκα στο Στρασβούργο, στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Στο τέλος του 1982 παραιτήθηκα από το Ελληνικό Δημόσιο και άρχισα να δημοσιογραφώ, καταλήγοντας ανταποκρτής στις Βρυξέλλες. Συγχρόνως ασχολήθηκα και με τα κοινά, διατελέσας Πρόεδρος της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Βέλγιο επί μία πενταετία.

Στα τέλη του 1994 μού έγινε πρόταση να γίνω μέλος της Υπηρεσίας Εκπροσώπου Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ως μέλος της Επιτροπής αυτής ανέλαβα υπέυθυνος για την Ενέργεια, τις Μικρο-Μεσαίες Επιχειρήσεις, τον Τουρισμό και την Κοινωνική Οικονομία (χαρτοφυλάκιο του Έλληνα Επιτρόπου Χ.Παπουτσή) και συνυπεύθυνος για την Πολιτική του Περιβάλλοντος (χαρτοφυλάκιο της Δανέζας Επιτρόπου Μπιέρρεγκαρντ). Η ευθύνη είναι πολύ μεγάλη, αλλά και η πρόκληση ακόμη μεγαλύτερη.

Αφιέρωσα, λοιπόν, την επαγγελματική μου ζωή στον τομέα της “επικοινωνίας” και της σωστής ενημέρωσης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, έχοντας ως γνώμονα την πεποίθησή μου που ανέφερα στην αρχή. Εξάλλου, πιστεύω ακράδαντα, ότι η δημοσιογραφία δεν είναι μόνο επάγγελμα, αλλά είναι, και πρέπει να είναι, και λειτούργημα.

Έτσι η μεγάλη μου πικρία είναι να βλέπω τον κατήφορο που έχει πάρει η δημοσιογραφία στην Ελλάδα και οι κάποιες εξαιρέσεις να αποτελούν την επιβεβαίωση του κανόνα. Αγωνίζομαι εδώ και αρκετό καιρό για τη βελτίωση αυτής της τελματώδους κατάστασης. Και θα εξακολουθήσω να αγωνίζομαι, ελπίζοντας ότι οι προσπάθειες, που δεν είναι μόνο δικές μου αλλά και άλλων συναδέλφων δημοσιογράφων θα καρποφορήσουν σύντομα.

Μετά τη λήξη της “παρένθεσης” θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Και πιστεύω ότι τα πράγματα θα έχουν αλλάξει στον χώρο του τύπου, ιδίως του ηλεκτρονικού, οπότε θα υπάρχει η δυνατότητα υλοποίησης των σχεδίων μου.

Ρίχνοντας μια ματιά προς τα πίσω αναρωτιέμαι εάν πράγματι μπόρεσα να υλοποιήσω, τουλάχιστο μέχρι στιγμής, τα διάφορα όνειρά μου. Τα όνειρα, με τα οποία όλοι μας ξεκινούμε τη ζωή, γεμάτοι ενθουσιασμό, μετά τα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια. Και εάν πράγματι δεν υλοποίησα κάποια απ’ αυτά τα όνειρα, μήπως φταίει η υπερβολική αισιοδοξία και η υπέρμετρη αυτοπεποίθηση των νεανικών χρόνων; ‘Oπως κι αν έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι η ζωή είναι χωρισμένη ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα, η οποία σε υποχρεώνει, ορισμένες φορές, να εγκαταλείψεις ή να τροποποιήσεις κάποια από τα σχέδιά σου. Πάνω απ’ όλα, όμως, εκείνο που μετράει είναι να παραμένεις σταθερός στις αξίες που πιστεύεις και με τις οποίες γαλουχήθηκες, να παραμένεις σταθερός στην πορεία που χάραξες, να ξέρεις να χάνεις αλλά, πράγμα που είναι και σημαντικότερο, να ξέρεις και να κερδίζεις, έτσι ώστε να μπορείς να πεις στο τέλος “τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι”.

Ρίχνοντας, λοιπόν, μια ματιά προς τα πίσω δεν μπορώ να πω ότι δεν είμαι ικανοποιημένος με όσα μέχρι σήμερα προσέφερα, έκανα και κατόρθωσα. Ναι, ομολογώ ότι θα μπορούσαν να είναι, ίσως, περισσότερα. Αλλά, δε με πήραν δα και τα χρόνια. ‘Eχω ακόμη καιρό μπροστά μου, κι έχω όρεξη να δουλέψω και να προσφέρω κι άλλο. ‘Αλλωστε, τι είδους απόφοιτος της Deutsche Schule Athen θα ήμουν, εάν δεν σκεπτόμουν και αισθανόμουν έτσι;;;

Κωστής Βέρρος

Εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Παρόλο που όσο περνούν τα χρόνια η μνήμη εξασθενεί, είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς απ· την πρόκληση να θυμηθεί στιγμές από τα αναμφισβήτητα ωραιότερα χρόνια της ζωής του. Πολλοί λένε ότι τα χρόνια αυτά είναι και “ανέμελα”, πράγμα που προσωπικά δεν πιστεύω, μια και σ· αυτήν ακριβώς την περίοδο της ζωής μας και παρόλη τη σχετική ανωριμότητά μας πρέπει να χαράξουμε την πορεία μας για το μέλλον, αλλά και να διαμορφώσουμε την κοσμοθεωρητική τοποθέτησή μας.(…)

Και τώρα μερικά ανάκατα και πρόχειρα “ψήγματα” θύμισης από τα προπολεμικά αλλά και τα πρώτα “κατοχικά” χρόνια του σχολειού μας:

Καταρχάς ήταν ωραία η θέση του σχολειού μας στη γωνιά Σίνα και Αραχώβης, απέναντι απ· το δασάκι του Αγίου Νικολάου στους πρόποδες του Λυκαβητού και ακόμη ωραιότερα τα για την εποχή εκείνη “τεράστια” συρτά παράθυρα, που άφηναν ελεύθερο το φως και τον αέρα – τότε δεν είχαμε καυσαέρια – να μπαίνουν στις τάξεις. Ακόμη ωραιότερη ήταν η πάνω από εθνικότητες φιλική νεανική παρέα μας των χρόνων εκείνων, που άρχισαν με την Quarta προπολεμικά (το 1938) και τέλειωσαν με την Oberprima μέσα στον πόλεμο και τη σκληρή κατοχή (το 1944).

Ο Τάκης, η Gustel, ο Χάρης, η Siglinde από τη μια (τη Β) όχθη, ο Ζιζής, οι Μαρίες, ο Νίκος και ένα σωρό άλλα εξαίρετα παιδιά από την άλλη (την Α) όχθη, “μπερδεύονταν” στα διαλείμματα, αλλά και συναντιόντουσαν σε χαρούμενα πάρτι σε σπίτια και ταράτσες, σε κοινές εκδρομές και σε αθλητικά παιχνίδια.

Οι δάσκαλοι, ‘Ελληνες και Γερμανοί (ο διευθυντής κ. Romain, ο κ. Μπόνης, η κα Αναστασιάδου, ο κ. Δημάρατος, ο κ. Kuhlmann και ένα σωρό άλλοι) με φανερό ενδόμυχο στόχο να κερδίσουν την εκτίμηση αλλά και την αγάπη μας, πάσχιζαν να μας πλησιάσουν και να μας μεταδώσουν τις γνώσεις τους.

Δεν ξέρω αν εμείς – τα τρελόπαιδα της εποχής μας – είχαμε εκτιμήσει όσο έπρεπε τις προσπάθειες ό λ ω ν των δασκάλων μας και χωρίς να το θέλουμε ξεπερνούσαμε τα όρια της ευπρέπειας και της τάξης.(…)

Θυμάμαι ότι προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να συναντηθούμε, κορίτσια και αγόρια, σε ουδέτερο, εκτός σχολής και εποπτείας χώρο, εκμεταλλευόμενοι καμμιά ελεύθερη μεταξύ μαθημάτων ώρα ή εν ανάγκη και “σκασιαρχείο”. Από τα καλύτερα γι’ αυτό το σκοπό καταφύγια αποδείχτηκε το δασάκι του Αγίου Νικολάου, όπου γινόταν τακτικά το “προοδευτικό”, λόγω επιπτώσεων, παιχνίδι της μπουκάλας.

‘Απειρες είναι οι εικόνες που μου Τρχονται στο νου απ’ την ωραία αυτή νεανική μας εποχή, που σίγουρα όμως θα Τναι ακαταλαβίστικες για τους χιλιάδες “διαδόχους” μας στα ίδια θρανία. Σ’ αυτούς εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά να βρουν τον τρόπο να δ ι α τ η ρ ή σ ο υ ν και ν’ α ξ ι ο π ο ι ή σ ο υ ν τις καλές και φιλικές σχέσεις τους μακριά από οιεσδήποτε “ρατσιστικές” επιφυλάξεις και με γνώμονα το γεγονός ότι η καλή συνεργασία μπορεί να γίνει και αφορμή δημιουργίας των συνθηκών για έναν καλύτερο κόσμο.

Κώστας Αθανασιάδης

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Το πρώτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως που εκδόθηκε στο Ναύπλιο το 1833 από τον Βασιλέα Όθωνα.

– Το φύλλο είναι δίγλωσσο γραμμένο στα Ελληνικά και στα Γερμανικά.

– Έχει δύο ημερομηνίες, την ευρωπαϊκή 28 Φεβρουαρίου και την ελληνική 16 Φεβρουαρίου, αφού στην Ελλάδα μέχρι το 1923 ίσχυε το Ιουλιανό Ημερολόγιο, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη το Γρηγοριανό ήδη από το 1600 σε κάποια κράτη.

– Η ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου είναι συμβολική, διότι από παλαιά ο Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας του νέου έτους.

fek 1833 1 a

fek 1833 1 b

fek 1833 1 c

fek 1833 1 d

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

kanavariotou marianΗ Μαριάνα (με ένα “ν” διότι το όνομά της προέρχεται απο το: Αναστασία) Καναβαριώτου γεννήθηκε στις 29.06.1945 στην Αθήνα, τελείωσε το 34ο Δημοτικό Σχολείο στην οδό Κωλέττη 34, δίπλα στο σπίτι της και αποφοίτησε από τη Σχολή το έτος 1963.

Από τον Σεπτέμβριο του 1963 μέχρι τον Ιούνιο του 1975 εργάσθηκε ως Γραμματέας στη Σχολή και κατόπιν, μετά από εξετάσεις τον Ιούνιο του 1975, προσλήφθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών απ’ όπου, μετά από 35ετή υπηρεσία, συνταξιοδοτήθηκε τον Ιούλιο του 2010.

Ως υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών υπηρέτησε στην Πρεσβεία Τόκυο Ιαπωνίας, όπου γεννήθηκε και ο γιός της, στην Πρεσβεία Νέο Δελχί Ινδίας, στην Πρεσβεία ΄Αγκυρας Τουρκίας, στο Γενικό Προξείο Στουτγάρδης Γερμανίας και στην Πρεσβεία Βαρσοβίας Πολωνίας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Κάντε Εγγραφή στο εβδομαδιαίο Newsletter

* indicates required
Συμπληρώστε το e-mail σας