Ο Τάσος Γιαννίτσης συμμετείχε σε ένα αφιέρωμα της εφημερίδας “Τα Νέα” με τίτλο “Η επόμενη ημέρα με την Τουρκία” στο οποίο συμμετείχαν έξι Υπουργοι Εξωτερικών και ανάμεσά τους και ο Γιάννης Βαληνάκης. Ο τίτλος του άρθρου είναι “2022: οι προκλήσεις της ελληνικής διπλωματίας” και δημοσιεύτηκε στις 15 Ιανουαρίου 2022.
Η αναφορά στις προκλήσεις τις διπλωματίας σημαίνει συνήθως αναφορά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και, κυρίως, στα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ομως, μια τέτοια μονοδιάστατη προσέγγιση είναι πολύ περιοριστική, ιδίως στο περιβάλλον της σημερινής διεθνούς πραγματικότητας. Η διπλωματία δεν ταυτίζεται με την εξωτερική πολιτική, ούτε με το υπουργείο Εξωτερικών. Αποτελεί κρίσιμο εργαλείο και άλλων πολιτικών, και, κυρίως, πολιτικών που έχουν να αντιμετωπίσουν κοινά παγκόσμια ή περιφερειακά προβλήματα, για τα οποία απαιτούνται συνεννοήσεις, διαπραγματεύσεις ή διαβουλεύσεις περισσότερων χωρών. Προφανώς υπάρχει ένας κρίσιμος σύνδεσμος μεταξύ όλων αυτών: ότι στοχεύουν στην ενίσχυση των εθνικών συμφερόντων.
Το 2022, η τυπική ελληνική διπλωματία θα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα γνωστά μεγάλα ζητήματα: τις εξελίξεις στην Τουρκία, τις κινήσεις της Τουρκίας στα θέματα που αφορούν την Ελλάδα, τις ενέργειές της στον ευρύτερο γεωπολιτικό της χώρο, τις κινήσεις της στην Κύπρο, τις εσωτερικές εξελίξεις στην Κύπρο την ίδια, όπου το 2023 θα γίνουν προεδρικές εκλογές – όπως και στην Τουρκία – και, συνεπώς, θα τεθούν επί τάπητος πολλά θέματα από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Το διπλωματικό και πολιτικό αυτό παίγνιο περιλαμβάνει πολλά: τις κεντρικές και σταθερές θέσεις, τις διαπραγματευτικές θέσεις, τις πολιτικές θέσεις για εσωτερική κατανάλωση, το στοιχείο της υπερβολής και της θέασης. Στην ουσία, το διπλωματικό σκηνικό αποκτά ένταση όταν οι εξελίξεις είναι δυναμικές και πρόκειται να οδηγήσουν σε κομβικά ζητήματα. Υπάρχει τέτοια πρόβλεψη για το 2022; Οι πιθανότητες είναι μάλλον αρνητικές. Ανάλογα με τις κινήσεις που κάθε πλευρά θα επιλέξει, θα μπορούσαν να υπάρξουν και κρίσεις, πιστεύω όμως με τη μορφή ελεγχόμενων εντάσεων και όχι εύφλεκτων καταστάσεων.
Εκεί όπου πιθανόν οι διπλωματικές προκλήσεις αποδειχθούν πιο άμεσες είναι στον βαλκανικό χώρο. Κόσοβο και Βοσνία εξελίσσονται αργά σε πεδία αντιπαράθεσης, που, είτε εκφραστεί σύντομα είτε όχι, δεν θα πάψουν να αποτελούν εν δυνάμει πηγές κινδύνων και πολιτικής αποσταθεροποίησης της περιοχής. Επίσης, στη Βόρεια Μακεδονία κυριαρχεί ένα πολύ ευμετάβλητο σκηνικό. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να καλλιεργεί, σταθερά και όχι περιστασιακά, ισχυρές και εποικοδομητικές σχέσεις με τους βόρειους γείτονές της, τόσο γιατί αυτές καθαυτές έχουν αξία, όσο και για λόγους που σχετίζονται με το ανατολικό της μέτωπο, αλλά και γιατί της προσδίδει πρόσθετα πλεονεκτήματα στην ΕΕ.
Ωστόσο, δεν θεωρώ, ότι η διπλωματία στα σημαντικά θέματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει να μονοπωλήσει τις δυνάμεις μας. Σε έναν κόσμο με σοβαρές ανατροπές, νέες συλλογικές απειλές και διογκούμενες εντάσεις, πολλές μορφές διπλωματίας είναι αναγκαίες (ανάπτυξη πρωτοβουλιών, προώθηση συνεννοήσεων, κατανόηση των πολλαπλών συμφερόντων που έχουν οι ενδιαφερόμενοι, προετοιμασία για δύσκολες και χρονοβόρες διαδικασίες επεξεργασίας νέων κανόνων και ισορροπιών). Πολύ επιλεκτικά, θα αναφερθώ σε ζητήματα, τα οποία επίσης θα έπρεπε να αποτελούν προτεραιότητα διπλωματικών πρωτοβουλιών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν καίρια συμφέροντα της χώρας.
Στην πρώτη θέση βρίσκεται η κλιματική αλλαγή. Η διπλωματία της κλιματικής αλλαγής θα είχε δύο άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με τις διεθνείς διαβουλεύσεις και αποφάσεις σε παγκόσμιο, πολυμερές, επίπεδο. Σε κάποιον βαθμό η χώρα από τα πράγματα είναι αναγκασμένη να παίρνει θέσεις στις διαδικασίες αυτές, έστω και ατελείς. Ο δεύτερος, όμως, σχετίζεται με επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που αγγίζουν περισσότερες από μία χώρες σε μια γεωγραφική περιφέρεια. Η Ελλάδα θα είχε κάθε συμφέρον να ενισχύσει σοβαρά τη διπλωματία της κλιματικής αλλαγής και να συνεργαστεί με τις άλλες χώρες των Βαλκανίων, την Κύπρο και χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ακόμα και με την Τουρκία. Στόχοι θα ήσαν ο εντοπισμός σοβαρών κοινών επιπτώσεων, πιθανές περιφερειακές πολιτικές αντιμετώπισής τους, συμπράξεις σε κοινούς μηχανισμούς που θα καλύπτουν ευρύτερες ανάγκες της περιοχής. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ αποτελεί ένα ενδιαφέρον πλεονέκτημα για τη χώρα, ιδίως από τη σκοπιά της χρηματοδότησης πρωτοβουλιών.
Το δεύτερο πλέγμα θεμάτων αφορά την ΕΕ. Mέσα στο 2022 προβλέπεται να ληφθούν αποφάσεις με σοβαρό αντίκτυπο για την Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική, το ύψος των επιτοκίων, ο τρόπος μέτρησης του δημόσιου χρέους, η άμεση και έμμεση στήριξη της ελληνικής οικονομίας από την ΕΕ ήδη περιλαμβάνονται σε διαδικασίες σε εξέλιξη. Iσως αυτά δεν είναι τόσο αντικείμενο διπλωματίας, αλλά το πώς συμμετέχει η χώρα από ουσιαστική άποψη στις ευρωπαϊκές διαδικασίες για τις εξελίξεις. Oμως, δεν είναι και ανεξάρτητα ζητήματα.
Το τρίτο πεδίο αφορά την ενεργειακή διπλωματία, που βεβαίως δεν είναι μόνο διπλωματία των «αγωγών». Οι εκρηκτικές ανακατατάξεις και μεταβολές στις μορφές και ροές της ενέργειας, με κρίσιμες εσωτερικές (και περιφερειακές) επιπτώσεις αναδεικνύουν τη διπλωματία στα ενεργειακά, και όχι μόνο για ορυκτά καύσιμα, σε σημαντικό εργαλείο. Μέχρι στιγμής, τα επίκεντρα της ενεργειακής διπλωματίας της χώρας δεν ευτύχησαν: αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, αγωγός EastMed, ανύπαρκτα μεγάλα πετρελαϊκά κοιτάσματα αναδείχθηκαν κατά καιρούς ως μεγάλα ζητήματα, ικανά να μαγέψουν πολιτικά την εσωτερική κοινή γνώμη και τους συνωμοσιολόγους, αλλά όλα κατέρρευσαν. Η «ενεργειακή διπλωματία» καλείται να καλύψει πολύ πιο σύνθετα πεδία από τους αγωγούς και τις γεωτρήσεις. Προωθημένες διακρατικές συνέργειες μεταξύ χωρών που κινούνται στο μεσαίο ή και πιο χαμηλό επίπεδο των τεχνολογικών ικανοτήτων θα μπορούσαν να στηρίξουν νέες μορφές πολιτικής συνεργασίας και ενδιαφέροντα αποτελέσματα στην επίλυση κοινών προβλημάτων.
Θα αναφέρω και τη μετανάστευση. Δεν αναφέρομαι στις σημερινές μορφές μετανάστευσης, αλλά στις μεγάλες ροές που θα προκαλέσει η κλιματική αλλαγή και στις παγκόσμιες εντάσεις που είναι ήδη αισθητές. Μια τέτοια εξέλιξη δεν αντιμετωπίζεται με δομές ή ακταιωρούς. Θα χρειαστούν ευρύτερες κινήσεις με ισχυρό διπλωματικό υπόβαθρο. Οταν φτάσουμε σε τέτοιες συνθήκες, θα είναι αργά για να σκεφτούμε πόσο χρήσιμη θα ήταν η έγκαιρη ανάπτυξη μιας διπλωματίας στο πεδίο αυτό, η οποία θα είχε προσπαθήσει να βρει κοινούς κανόνες και τρόπους αντιμετώπισής τους στην ευρύτερη περιοχή ή και τρόπους που θα ακυρώνουν εκβιαστικές πολιτικές τύπου Τουρκίας ή Λευκορωσίας.
Οι προκλήσεις της διπλωματίας δεν εξαντλούνται στα παραπάνω. Προσπάθειες προσέγγισης με κοινωνίες που έχουν συγγενείς ιστορικές καταβολές, όπως γύρω από τη Μεσόγειο, σε έναν κόσμο εντεινόμενων αντιθέσεων, κοινών απειλών και κοινών ανατροπών, θα έκαναν συλλογικές αντιμετωπίσεις πιο αποτελεσματικές από μεμονωμένες κινήσεις. Ενα τέτοιο σύνολο πρωτοβουλιών μάλιστα θα διαμόρφωνε με τον χρόνο μια πιο στενή σχέση της χώρας στη ΝΑ Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, με επιπτώσεις και για τη θέση της στην ΕΕ την ίδια.
Ισχυρή και αποτελεσματική διπλωματία έχει μία προϋπόθεση: χώρα με ισχύ, αξιοπιστία και διορατικότητα, χωρίς τυχάρπαστες επιλογές, με ικανότητα αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογιών, με δυνατή μνήμη της ιστορίας της διπλωματίας γενικά, και με πρόσωπα εγγυημένων ικανοτήτων.