Όταν πρό διακοσίων και δύο ετών ο Ελληνισμός, κατά την επικρατούσα έκφραση, “ξεσηκώθηκε” κατά δυνάστου κραταιού, πολλοί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο εν Παρισίοις διαμένων σοφός Κοραής, έκριναν το γενόμενον ως εκδήλωση αφροσύνης. Η φρόνησις υπεδείκνυε την αναβολή της εκρήξεως του Αγώνος ώστε να δοθή χρόνος δια περαιτέρω “παίδευσιν” των Ελλήνων, υπό την μορφήν όχι της συσσωρεύσεως νέων γνώσεων, αλλά πρός απόκτησιν ευελίκτων πολιτικών δομών, ικανών εφαρμογής επί ποικίλων συγκεκριμένων καταστάσεων, οι οποίες θα εδημιουργούντο οπωσδήποτε οσονούπω. Παρόμοιες δομές απεδείχθησαν στην πράξη, κατ’ ουσίαν , ανύπαρκτες. Οι Έλληνες, εν πολλοίς ανέτοιμοι να εκμεταλλευθούν εις βάθος , στρατιωτικώς, πολιτικώς και πολιτιστικώς , τις νέες συνθήκες που η τόλμη και η ευψυχία τους δημιουργούσε, κατώρθωσαν σύντομα να συγκροτήσουν.Κατά συνέπεια, όχι αφροσύνη, αλλά παραφροσύνη εξώθησεν εξ αρχής το εγχείρημά τους: Σχέδιο δράσεως πραγματοποιήσιμο στο σύνολό του ,όχι απλώς συγκεκριμένο, αλλά έστω και γενικής λογικής συλλήψεως ,δεν φαίνεται να διαμορφώθηκε με γενική αποδοχή των ηγετικών συνειδήσεων.
Οι Έλληνες, από άφρονες, επέλεξαν τον εν ευρεία εννοία καιρόν ενάρξεως του Αγώνος, όπως θα έλεγε ο αοίδιμος Καθηγητής μας Ευάγγελος Μουτσόπουλος, κατ’ εξοχήν μελετητής της φιλοσοφίας της καιρικότητος, και ανέλαβαν την κάρπωσιν της εκ μέρους των βιώσεως της ελευθερίας ως επιβεβαίωση της ευθύνης των έναντι στο Γένος.
Βέβαια, είναι μάλλον αμφίβολον και απορίας άξιον, εάν ο καιρός εκρήξεως της Επαναστάσεως, όπως τον διέβλεψεν η φλογερή φαντασία , η παρορμητική βούληση ενός Παπαφλέσσα, είχε προσδιορισθή με αντικειμενικά κριτήρια, όπως η πορεία της ελληνικής παλιγγενεσίας πρός την Ευρώπην. Προφανώς, στην συνείδηση εκείνου, όπως και στις συνειδήσεις των συμπολεμιστών του, είχαν πρυτανεύσει κριτήρια υποκειμενικά και εν τέλει θυμικά. Νόησις σε έγκλιση ευκτική είναι, βέβαια, η νόηση όσων στερούνται επαρκούς κριτικής ικανότητος, είναι παράλληλα και η νόηση των μεγάλων δημιουργών, των καλλιτεχνών, αλλά και των οραματιστών. Όλοι αυτοί οι Έλληνες ωραματίσθησαν μίαν νέαν Ελλάδα αναγεννημένην, όχι όπως προσφυώς κατά καιρούς έχουν παρουσιάσει οι του 20ου και 21ου αιώνος λαλίστατοι πολιτικοί μας-, τραίνο της τεχνολογίας, νέον κράτος, βαθύ κράτος, επανίδρυση του κράτους-, αλλά μίαν Ελλάδα υπεύθυνην, με δικαιοσύνη και φρόνησιν, την υψίστην αυτήν αρετήν, την οποίαν εξεθείασαν ο Πλάτων, ο Πλήθων, αλλά και ουρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος. Μία νέα Ελλάδα υπεύθυνη και ισότιμη, ισόκυρη με τα έθνη της Ευρώπης. Προέχει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθή η ελευθέρως εκπεφρασμένη επιλογή των πρωτεργατών, καθώς και των άλλων μορφών του Αγώνος, όπως αναλάβουν την ευθύνην των πράξεών τους τόσον έναντι των συγχρόνων τους ελληνικών συνειδήσεων, όσον και των συνειδήσεων που θα καθώριζαν την ύπαρξη ενός μελλοντικού Ελληνισμού.Για τον λόγον αυτόν , η εκ μέρους των οπλαρχηγών υιοθέτηση του συνθήματος “Ελευθερία ή Θάνατος”, των δημοκρατικών επαναστατών στην Γαλλία, αποκτούσε, στο επίπεδό τους, διαστάσεις υπαρξιακού δράματος.
Ο σοφός Κοραής , οποίος από τους Παρισίους, αμφέβαλλε περί της ωριμότητος των Ελλήνων να διεκδικήσουν λυσιτελώς την ελευθερίαν τους βραχυπρόθεσμα μεν διεψεύσθη από την παράφορην αποφασιστικότητά των , μακροπρόθεσμα όμως εδικαιώθη : έχει αποδειχθή ότι η υπανάπτυξη δεν εδρεύει τόσον στα θυλάκια των λαών, όσον στην ικανότητά των να συλλαμβάνουν ευκρινώς τα προβλήματα που η πραγματικότητας υποβάλλει σε αυτούς για επίλυση. Η παραφροσύνη των αγωνιστών της Ελληνικής Επαναστάσεως είναι και αποτελεί ένδειξη θαυμαστής ανατάσεως, έχει όμως καταστή αποδεκτό, ότι η διοικητική λογιστική του Αγώνος υπήρξε πλημμελής και πως η κατ΄αυτόν πολυαρχία, σε συνδυασμόν με το φίλαρχον των ηγετών, ωδήγησε σε αντιφάσεις εξαντλητικές του δυναμισμού του τόσον οξείες, ώστε η φθορά του να αποβαίνη συνεχώς εντονώτερη και βαθύτερη, σε βαθμόν μάλιστα τάξεως οριακής. Έτσι, στην εποχή των ολεθρίων συνεπειών των δύο εμφυλίων πολέμων της Επαναστάσεως έρχεται η συντονισμένη επέμβαση των Δυνάμεων , υπό μορφήν καιρίαν, δια να ολοκληρωθή ο Αγών. Η επέμβασις αυτή μπορεί να μην επέτυχε ολοσχερώς του σκοπού εις Ναυαρίνον, ως έχει δείξει προσφυώς και και κατ΄επανάληψιν σε διερευνητικές, οξυδερκείς του μελέτες ο Μελέτης Μελετόπουλος, επέτυχε, όμως με την συνθήκην της Αδριανουπόλεως (1829).
Η εξέγερσις των Ελλήνων υπήρξεν πράγματι μεγαλειώδης, εστηρίχθη σε ένα όραμα και στην βούληση των Ελλήνων να συγκροτήσουν κράτος ευνομούμενο. Δεν εσυντόνισαν επαρκώς τις δυνάμεις των οι οπλαρχηγοί, διακατέχονταν, δυστυχώς, εκ φθόνου, φεύ! και της κακώς νουμένης φιλοπρωτίας, εκ ταπεινών ελατηρίων , αλλά και προδοτικών διαθέσεων. Η οικονομική στήριξη των πολεμικών επιχειρήσεων με την προσφυγή σε δανεισμό επεβλήθη σε μεγάλη έκταση αναγκαστικά. Οι όροι των δανείων, τους οποίους απεδέχθη η διοίκηση, λίαν επαχθείς, υποθήκευσαν επί και πλέον αγώνα την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της απελευθερωμένης γεωγραφικής αυτής γωνιάς του Ελληνισμού.
Έτη πολλά, υγιεινά, ευφρόσυνα και προ πάντων με φρόνηση και σωφροσύνη.