Ο Ερνστ Λίχτενσταϊν ήταν καθηγητής στην Γερμανική Σχολή Αθηνών από το 1932 έως το 1935, και είχε ειδικευτεί στην φιλοσοφία του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762-1814) και ήταν παθιασμένος παιδαγωγός, όμως αναγκάστηκε να διακόψει την εκπαιδευτική του θητεία στη ΓΣΑ, λόγω της μη «καθαρόαιμης» καταγωγής του. Γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1900 στο Μπράουνσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας (το σημερινό Μπράνιεβο της Πολωνίας) και απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 1971 στο Μύνστερ. Ήταν γιος του εμπόρου Βάλτερ Λίχτενσταϊν και της συζύγου του, Μάρτα.
Από το 1921 έως το 1927 σπούδασε Φιλοσοφία, Ψυχολογία, Κοινωνιολογία και Θεολογία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Χαϊδελβέργης, της Κολωνίας και του Καίνιγκσμπεργκ (το σημερινό Καλίνινγκραντ της Ρωσίας), όπου στις 18 Απριλίου 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας, και μάλιστα με τον βαθμό «Άριστα». Το θέμα της διατριβής του ήταν «Το σύστημα αξιών στη φιλοσοφία της Ιστορίας του Φίχτε».
Το 1924 και το 1925 τιμήθηκε στο Καίνιγκσμπεργκ με το Βραβείο Ιμμάνουελ Καντ. Μετά τη διετή πρακτική του άσκηση (1927-29), έδωσε κρατικές εξετάσεις (2. Staatsexamen) και απέκτησε πτυχίο διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όπως μαθαίνουμε από τον ίδιο, από το 1929 έως το 1932 υπηρέτησε ως δόκιμος εκπαιδευτικός και γνώρισε από κοντά «τους πιο ετερόκλητους τύπους σχολείου της Ανατολικής Πρωσίας». Δεν προσχώρησε ποτέ σε κάποια ναζιστική οργάνωση, ενώ έπεσε και θύμα της λεγόμενης Παραγράφου περί Αρίων (Arierparagraph), δεδομένου ότι για το χιτλερικό καθεστώς ήταν «άτομο προερχόμενο από επιμειξία 2ου βαθμού», αφού ένας από τους παππούδες του ήταν Εβραίος. (περισσότερα…)