Η απόφοιτός μας συγγραφέας και νομικός Λύντια Βελισσαρίου – Τρίχα, ακούραστη ερευνήτρια και επί δεκαετίες αφιερωμένη στη μελέτη του τρικουπικού αρχείου, έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας ‒ Βιογραφίας ‒ Χρονικού ‒ Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας 2017 για το βιβλίο της με τίτλο Χαρίλαος Τρικούπης – Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (εκδ. Πόλις). Πληροφορίες για τη βράβευση…
Το βιβλίο επικεντρώνεται στην προσωπικότητα καθώς και στις εγχώριες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις. Παραθέτει με συστηματικό και λεπτομερή τρόπο ένα πλούσιο βιβλιογραφικό και αρχειακό υλικό, με τη βοήθεια του οποίου ο αναγνώστης θα γνωρίσει τον Χαρίλαο Τρικούπη και την Ελλάδα της εποχής του, με έμφαση τις εξελίξεις στο πολιτικό σύστημα. Μέσα από την αφήγηση της ζωής του, από τη γέννησή του το 1832 μέχρι τον θάνατό του το 1896, προβάλλουν ολοζώντανα οι εικόνες της ιστορίας της Ελλάδας, από την ανεξαρτησία της και τη μοναρχία του Όθωνα μέχρι τη συνταγματική βασιλεία του Γεωργίου Α΄. Και έτσι εξιστορείται παράλληλα η σταδιακή ανάπτυξη και εξέλιξη της χώρας που ο ίδιος πάσχισε να φέρει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παραθέτουμε την εκτενή παρουσίαση του βιβλίου που έκανε ο Καθηγητής Ιστορίας Θάνος Βερέμης και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Athens Review of Books.
Για το βιβλίο της Λύντιας Τρίχα “Χαρίλαος Τρικούπης” γράφει ο Θάνος Βερέμης στο Athens Review of Books
O 19ος αιώνας απασχόλησε τους Έλληνες ερευνητές λιγότερο από τον 20ό. Βέβαια υπάρχουν ορισμένοι αδάμαντες στη βιβλιογραφία όπως τα έργα των John A. Petropulos, Πολιτική και δημιουργία κράτους στο βασίλειο της Ελλάδας (1833-43), ΜΙΕΤ, 1997, Γιάννη Κολιόπουλου, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου ai.., Ερμής, 1979, Κ.Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, 1982, Γ.Β. Δερτιλή, Το ζήτημα των τραπεζών (1871-73), ΜΙΕΤ, 1980, Πασχάλη Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, 1996
Στην εκλεκτή αυτή συντροφιά ανήκει και Ο Χαρίλαος Τρικούπης της Λύντιας Τρίχα. Με
εξαίρεση ίσως τον Ιωάννη Καποδίστρια κανένας από τους μεγάλους πολιτικούς της Ελλάδας (τουλάχιστον του 19ου αιώνα) δεν αξιώθηκε μια σημαντική βιογραφία. Με το έργο αυτό η αρχή έγινε.
Η σχολαστική εξιστόρηση της ζωής του Τρικούπη και των κυβερνήσεών του μας θυμίζει ότι μια κοινωνία στην πλειοψηφία της αναλφάβητη διέθετε το καλύτερο σε έμψυχο υλικό κοινοβούλιο που είχε ή επρόκειτο ποτέ να αποκτήσει. Πώς εξηγείται η αναντιστοιχία αυτή ηγεσίας και κοινωνίας; Ο Γρηγόριος Δαφνής χρησιμοποιεί τον όρο «η Βουλή των Προκρίτων» για να διακρίνει αυτή τη Βουλή από τις προηγούμενες. Θεωρούσε έτσι ότι οι επίλεκτοι της πολιτικής είχαν τα ποιοτικά εφόδια για να παίξουν τον ηγετικό τους ρόλο, σε μια υπανάπτυκτη χώρα
Ο μελετητής του ελληνικού 19ου αιώνα ξαφνιάζεται από το υψηλό επίπεδο των συζητήσεων στη Βουλή και από την σοβαρότητα των αγορεύσεων. Μια σύγκριση τού τότε με το σήμερα μόνο σε μελαγχολικά συμπεράσματα μπορεί να οδηγήσει για τους σημερινούς εκπροσώπους του λαού και μάλιστα σε χώρα χωρίς πλέον αναλφαβητισμό. Είναι φανερό ότι η έννοια της αποστολής και της υπηρεσίας προς το έθνος χαρακτήριζε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τους δημόσιους άνδρες κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Ένας συγκερασμός καταμερισμού του έργου των τάξεων όπως εμφανίζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, με την ισονομία της αγγλικής δημοκρατίας, εξηγεί το φαινόμενο Τρικούπη, αλλά και άλλων πολιτικών της εποχής του.
Το μεγάλο ερώτημα της απόστασης ανάμεσα στην κοινωνία και την ηγετική ομάδα των επιλέκτων παραμένει η μελλοντική ιστοριογραφική πρόκληση, για τους ιστορικούς που θα δώσουν μεγαλύτερη σημασία στις ηγεσίες. Το βέβαιο είναι ότι όταν οι αυτόχθονες πολιτικοί παύουν να αντλούν υποδείγματα από τους ετερόχθονες του εξωτερικού, θα χάσουν σταδιακά την ποιότητά τους
Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η χρονική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για τη σταδιοδρομία του Χαρίλαου Τρικούπη
Πολιτεύθηκε μέσα σε περιβάλλον συνταγματικής νομιμότητας με επικεφαλής τον Γεώργιο Α’, έναν σώφρονα και ευέλικτο μονάρχη. Μολονότι οι σχέσεις Τρικούπη – Γεωργίου δεν ήταν πάντοτε αγαθές (ο δεύτερος παραπονιόταν ότι ο πρωθυπουργός του τον είχε ποτίσει πολλές πίκρες) το αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν θετικό.
Η περιγραφή του Περικλή από τον Θουκυδίδη ταιριάζει απόλυτα στον Μεσολογγίτη ηγέτη: «Διέθετε μεγάλες εξουσίες και είχε την ικανότητα να επιβάλλει τη γνώμη του. Αποδείχθηκε ανώτερος χρημάτων στον μέγιστο βαθμό και ήξερε να συγκρατεί το πλήθος και να καθοδηγεί τον λαό χωρίς να τον κολακεύει. Επειδή βασιζόταν στη γενική εκτίμηση μπορούσε να αντιταχθεί στις λαϊκές αξιώσεις και στην ανάγκη να προκαλέσει και την οργή του πλήθους»
Η εικοσάχρονη θητεία του στο Λονδίνο και στο Παρίσι τον έκαναν τον πιο κοσμοπολίτη από τους συγχρόνους του Έλληνες πολιτικούς. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά και αγγλικά και αρκετά καλά Γερμανικά και Ιταλικά. Ο τρόπος που πρόφερε το «κ» στα ελληνικά έγινε αντικείμενο σάτιρας από τα ανάλογα φύλλα που έλεγαν ότι ήταν σε όλα του Βρετανός. Ευγενής από τη φύση του, αλλά και τη διαπαιδαγώγησή του, σπάνια έχανε το μέτρο της ευπρέπειας. Ήταν όμως ως πρωθυπουργός συγκεντρωτικός και κάποτε αυταρχικός. Η στενή παρακολούθηση του έργου των συνεργατών αλλά και το γεγονός ότι ο ίδιος συνήθως αναλάμβανε τα νευραλγικής σημασίας υπουργεία Οικονομικών και Στρατιωτικών, προδίδουν τον σχολαστικό και προσεκτικό του χαρακτήρα
Τι άνθρωπος ήταν στον ιδιωτικό του βίο; Η Λύντια Τρίχα πλησιάζει ίσως για πρώτη φορά τον άνθρωπο και τον σκιαγραφεί με επιτυχία. Μας λέει ότι δεν ήταν όμορφος, αλλά επιβλητικός και πάντοτε άψογα ντυμένος κατά τα βρετανικά πρότυπα. Ήταν λιτός στον προσωπικό του βίο και σώφρων στη διαχείριση της όχι μεγάλης περιουσίας του, ενδεχομένως και με τη βοήθεια της επίσης άγαμης αδελφής του Σοφίας, με την οποία συγκατοικούσε ως το τέλος της ζωής του.
Η συγγραφέας του πολύπλευρου αυτού πονήματος μας επιφυλάσσει εκπλήξεις για τον ιστορούμενο. Μολονότι δεν αγαπούσε τις πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, ήταν καλά προετοιμασμένος για να τις αντιμετωπίζει επάξια. «Όταν χρειαζόταν ήταν ακούραστος χορευτής και οι κυρίες που τον πολιορκούσαν συνήθως κρέμονταν από τα χείλη του». Αυστηρός μεν έως και ψυχρός, όμως ομιλητικός και βέβαια εργένης πολιτικός. Στον πολυτάραχο πολιτικά βίο του γνώρισε λίγους σοβαρούς ερωτικούς δεσμούς, με πιο γνωστό και σημαντικό τη μακροχρόνια σχέση με τη σύζυγο ξένου διπλωμάτη. Η κυρία αυτή βρέθηκε στο πλάι του όταν πέθανε στις Κάννες.
Η συγγραφέας μας μιλάει ακόμα για τα ενδιαφέροντά του, κυρίως τα λογοτεχνικά. Διάβαζε Ντίκενς, Ζολά και Φλωμπέρ και ασχολήθηκε σοβαρά με το έργο του Γκαίτε
Η προσοχή του όμως για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις είχε προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων. Ο γνωστός Βρετανός ανταποκριτής των Times του Λονδίνου Τζέιμς Μπάουτσερ έλεγε για τον Τρικούπη: «Η ποικιλία των γνώσεων του ήταν καταπληκτική, η δε μνήμη του δεν αστοχούσε ποτέ. Ήταν ο μόνος πολιτικός από όσους γνώρισα που παρακολουθούσε σε τόσο βάθος τα εσωτερικά των άλλων κρατών»
Ο Τρικούπης μεγάλωσε με τη Μεγάλη Ιδέα και είδε την Ελλάδα να μεγαλώνει δυο φορές. Το 1864 και το 1881. Όμως δεν έγινε ποτέ όργανο αυτής της ιδεολογίας. Πίστευε ότι η χώρα έπρεπε πρώτα να αποκτήσει τις υποδομές της ανάπτυξης και μετά να επιδοθεί στους αλυτρωτικούς αγώνες. Η ταπεινωτική ήττα του 1897 τον δικαίωσε μετά θάνατον.
Τα οικονομικά του μόλις έφθαναν για να χρηματοδοτεί τους προεκλογικούς του αγώνες. Ο εξάδελφός του Γεώργιος Μαυροκορδάτος, που είχε παντρευτεί την κόρη του πάμπλουτου Σίμωνα Σίνα, ήταν • ένας από αυτούς που τον ενίσχυαν. Δεν απέκτησε ποτέ δικό του σπίτι στην Αθήνα και στα τελευταία χρόνια της ζωής του χρειάστηκε να συνάψει τραπεζικό δάνειο 28.000 δραχμών για να καλύψει τις ανάγκες του, καταθέτοντας ως ενέχυρο το σερβίτσιο του τσαγιού που του έδωσαν οι Έλληνες του Λονδίνου όταν ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις για την Ένωση της Επτανήσου
Όταν γεννήθηκε ο Τρικούπης, το 1832, η Αθήνα είχε 4-10 χιλιάδες κατοίκους. Το 1896 που πέθανε είχε περάσει τις 130.000
Μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι η περιήγηση στις αλλαγές στην υλική κατάσταση της κοινωνίας. Μόνο η θέση των γυναικών δεν φαίνεται να αλλάζει. Ο ίδιος ο Τρικούπης θεωρούσε τις γυναίκες άσχετες με την πολιτική. Εξαίρεση υπήρξε γι’ αυτόν η αδελφή του Σοφία, ο στενότερος πάντοτε συνεργάτης του.
Σε ηλικία 50 ετών, το 1882, ο Τρικούπης ανέλαβε για πρώτη φορά κυβέρνηση με μεγάλη διάρκεια (3 χρόνια και ενάμιση μήνα), τη μεγαλύτερη ως τότε. Αρχίζει παράλληλα και η περίοδος του δικομματισμού με αντίπαλο αρχικά τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο και αργότερα τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Η κοινότητα της καταγωγής με τον δεύτερο -παιδιά προυχόντων της Επανάστασης και οι νομικές σπουδές- διαμόρφωσαν διαμετρικά αντίθετους πολιτικούς. Ο ίδιος ο Δηλιγιάννης προσδιόριζε τον εαυτό του ως τον αντίποδα του Τρικούπη. Άλλαξε το όνομά του από το Ντεληγιάννης (ο τρελός Γιάννης) σε Δηλιγιάννης (Ντιλί στα τουρκικά σημαίνει φλύαρος), ερμηνεύοντάς το ως εύγλωττος. Οι δυο έφτασαν να αλληλομισούνται επικαλούμενοι τις διαφορές τους.
Ο Τρικούπης προσπάθησε από την αρχή της θητείας του να αφήσει δημοσιονομικό περιβάλλον ευνοϊκό για ιδιωτικές επενδύσεις, ντόπιες και ξένες. Η προσπάθειά του αυτή επέτρεψε στον Δηλιγιάννη να τον συνδέσει με τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, αναλαμβάνοντας εκείνος τον ρόλο του προστάτη των φτωχών
Το μέγιστο έργο του Τρικούπη με βίο που διαρκεί ακόμα ήταν η δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου, το οποίο συνέδεσε τις αγορές της χώρας, μαζί με εκτεταμένο οδικό δίκτυο και την κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου. Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος είχε υπογράψει το 1881 συμβάσεις για την κατασκευή ακτινωτού δικτύου από την Αθήνα προς τις κυριότερες εξόδους της χώρας με ευρύτερες γραμμές, πλάτους 1,43 μ., που επέτρεπαν την ανάπτυξη μεγάλων ταχυτήτων. Οι συμβάσεις αυτές δεν κυρώθηκαν από την ελληνική Βουλή. Ο Τρικούπης αντιμετώπισε το ζήτημα πιο συντηρητικά, πιστεύοντας ότι η Ελλάδα δεν θα ενσωματωνόταν στο διεθνές εμπόριο ακόμα. Προτίμησε έτσι ένα φθηνότερο, λιτό και εσωστρεφές δίκτυο σιδηροδρόμων, με μια μόνο έξοδο διεθνών προδιαγραφών, προσαρμοσμένο στις εσωτερικές εμπορικές και στρατιωτικές ανάγκες. Με εξαίρεση τη γραμμή Αθήνας-Λάρισας-Συνόρων, που θα μπορούσε μελλοντικά να ενωθεί με τους ευρωπαϊκούς σιδηροδρόμους, προτίμησε τις λιγότερο δαπανηρές γραμμές πλάτους 1 μ. για όλες τις υπόλοιπες. Ο Τρικούπης υπολόγιζε ότι το κόστος του συνολικού έργου του θα ήταν το ίδιο με εκείνο της γραμμής Πειραιά-Πάτρας που σχεδίαζε ο Κουμουνδούρος. Παράλληλα θεώρησε απαραίτητη την κατασκευή «αμαξιτών οδών» που θα ένωναν την ενδοχώρα με τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Για να αποδώσουν οι σιδηρόδρομοι οικονομικά έπρεπε τη στιγμή της λειτουργίας τους να είναι έτοιμο και το οδικό δίκτυο σε ολόκληρη τη χώρα. Κατά τη δεκαετία 1882-92 κατασκευάστηκαν συνολικά 2.000 χιλιόμετρα εθνικών, επαρχιακών και δημοτικών δρόμων. Πρόκειται δηλαδή για υπερτριπλασιασμό του οδικού δικτύου που είχε παραλάβει κατά την πρώτη μεγάλη του πρωθυπουργία.
Ο υπότιτλος του βιβλίου, Ο πολιτικός τού «Τις πταίει;» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», οριοθετεί την αρχή και το τέλος περίπου της πολιτικής σταδιοδρομίας του ιστορούμενου. Με το άρθρο του «Τις πταίει;» το 1874 αναγκάζει τον Γεώργιο A ’ να αποδεχθεί την αρχή της δεδηλωμένης στη Βουλή, δηλαδή να αναλάβει τη δέσμευση να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Κόμμα ή τον συνασπισμό της πλειοψηφίας. Το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» σημαδεύει την αδυναμία της χώρας να συνεχίσει να εξυπηρετεί τα ξένα (όχι τα εσωτερικά) της δάνεια. Οι λόγοι ήταν πολλοί, μέσα σ’ αυτούς και η αφετηρία του σταφιδικού προβλήματος στην Πελοπόννησο. Ο Economist τότε χαρακτήρισε με άρθρο του την Ελλάδα δημοσιονομικά «άτιμη» και τον ίδιο τον Τρικούπη «λωποδύτη» (pick pocket)
Είναι γεγονός ότι τις παραμονές της πτώχευσης το χρέος της χώρας είχε μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια επταπλασιαστεί. Όμως στην πτώχευση συνέβαλαν και οι παρατεταμένες επιστρατεύσεις του Δηλιγιάννη.
Θα ακολουθήσουν τα δύσκολα χρόνια της διαφωνίας του Τρικούπη με τον θρόνο και η παραίτησή του το 1895. Οι εκλογές υπήρξαν το τελειωτικό χτύπημα γι’ αυτόν αφού δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Ένα χρόνο αργότερα θα πεθάνει στις Κάννες
Το μεγάλο αναπτυξιακό έργο του Τρικούπη θα αποδώσει καρπούς μελλοντικά.
Το 1912-13 η Ελλάδα θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη αλυτρωτική εξόρμησή της ως μέρος ως μέρος των βαλκανικών συμμάχων που νίκησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Βενιζέλος έτσι θα διπλασιάσει την επικράτεια και τον πληθυσμό της Ελλάδας. Χωρίς τις υποδομές που άφησε ο Τρικούπης, θα ήταν αμφίβολη αυτή η επιτυχία.