Ο συγγραφέας και ερευνητής Γιώργος Πουλημένος (’77) ασχολείται σε βάθος τα τελευταία χρόνια με την Σμύρνη παίρνοντας μέρος σε επιστημονικά συνέδρια και παρουσιάσεις και εκδίδοντας σχετικά βιβλία και χάρτες (κατάγεται από την πλευρά της μητέρας του από την Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ). Με την συμπήρωση εφέτος 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή, ανέβασε προσφάτως στη σελίδα του στο facebook την εξής ανάρτηση, σχετικά με άρθρο του με τίτλο ΣΜΥΡΝΗ. Η Νύμφη της Ιωνίας:
Στον επετειακό τόμο του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού Ν. Ιωνίας για τα 100 χρόνια του Ξεριζωμού από τις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής, μαζί με άλλα 46, περιλαμβάνεται και το δικό μου άρθρο για τη Σμύρνη….
το οποίο ευρίσκεται στην σελίδα 491 με τίτλο “Σμύρνη”, ενώ
υπάρχει και ένα άρθρο του Χρήστου Χατζηιωσήφ στην σελίδα 481 με τίτλο ‘Σινασός”
Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο του Γιώργου Πουλημένου:
ΣΜΥΡΝΗ. Η Νύμφη της Ιωνίας
Γιώργος Πουλημένος
Ιστορική αναδρομή
Στη διάρκεια της ζωής της από την ίδρυσή της τον 11ο αι. π.Χ., η Σμύρνη γνώρισε μία πληθώρα από κυρίαρχους και κατακτητές: Αιολείς, Ίωνες, Λυδούς, Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Τούρκους εμίρηδες, Σταυροφόρους, Μογγόλους και Οθωμανούς.Η ανάπτυξή της κατά τα νεότερα χρόνια ξεκίνησε στα τέλη του 16ου αι. με την εγκατάσταση στη Σμύρνη αγγλικών και γαλλικών εμπορικών εταιρειών, οι δραστηριότητες των οποίων διευκολύνονταν από τις διομολογήσεις (διακρατικές συμφωνίες μεταξύ των δυτικών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για φορολογικές ατέλειες των ξένων, ετεροδικία κ.λπ.). Νέα μεγάλη ώθηση έδωσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα τα έργα υποδομής (σιδηρόδρομος, λιμάνι, προκυμαία), καθώς και η μαζική εισροή Ελλήνων από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, οι οποίοι έδωσαν εκ νέου ελληνικό πρόσωπο στην πόλη: η τουρκική Ιζμίρ έγινε και πάλι Σμύρνη. Τα χρόνια της βασιλείας του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’ ως την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 υπήρξαν η χρυσή εποχή της Σμύρνης, με την αλματώδη ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου, την ίδρυση βιομηχανιών και βιοτεχνιών, την εκτίναξη του αριθμού των ναών, των σχολείων, των κατοικιών, των ξενοδοχείων, των θεάτρων, των λεσχών και των κέντρων ψυχαγωγίας, καθώς και την υλική και πνευματική ανύψωση του ελληνικού κυρίως στοιχείου. Η ελληνική γλώσσα κατέστη κυρίαρχη, απαραίτητη για όσους έπαιρναν μέρος στην εμπορική και πολιτιστική κίνηση της πόλης, με τη γλώσσα του Τούρκου κυρίαρχου να είναι πλέον αναγκαία μόνο για την επικοινωνία με τις Αρχές. Όλα αυτά τελείωσαν λίγο μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, με την πολιτική εκτουρκισμού και διώξεων των μειονοτήτων που ακολουθήθηκε. Το μποϊκοτάζ των ελληνικών επιχειρήσεων ακόμα και πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών των παραλίων –όχι όμως και της ίδιας της Σμύρνης– πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και η στρατολόγηση των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων κατά τη διάρκεια του πολέμου και η αποστολή τους στα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας) στο εσωτερικό, απ’ όπου επέστρεφαν ελάχιστοι, επέφεραν αποφασιστικό πλήγμα στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων κατοίκων, με αποτέλεσμα η συμβίωση των δύο κοινοτήτων να καταστεί πλέον σχεδόν αδύνατη.Την κατάσταση αυτή εις βάρος του ελληνικού στοιχείου ανέτρεψε προσωρινά η απόβαση του ελληνικού στρατού τον Μάιο του 1919 και η επακόλουθη Ελληνική Διοίκηση της Σμύρνης τα επόμενα τρία χρόνια, η οποία όμως τερματίστηκε με τραγικό τρόπο το 1922. Πληθυσμός Σύμφωνα με εκτιμήσεις ξένων περιηγητών, ο πληθυσμός της Σμύρνης πέρασε για πρώτη φορά τις 100.000 κατοίκους το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. (Choiseul-Goufier, 1776), και χρειάστηκαν πάνω από εκατό χρόνια για να φτάσει τις 200.000 (Tancred Raven, 1886). Ως το 1840 οι Τούρκοι επικρατούσαν πληθυσμιακά των Ελλήνων. Το έτος αυτό, σύμφωνα με τον Joseph Bargigli, οι Έλληνες κάτοικοι –Οθωμανοί και Έλληνες υπήκοοι μαζί– ξεπέρασαν για πρώτη φορά τους Τούρκους, φτάνοντας τις 55.000 έναντι 45.000 σε σύνολο τότε 130.000 κατοίκων. Αν και, σε αντίθεση με τα προάστια, δεν έγινε ποτέ πληθυσμιακή απογραφή της πόλης της Σμύρνης από την Ελληνική Διοίκηση, υπολογίζεται ότι το 1922 ο πληθυσμός της ξεπερνούσε τις 280.000: Έλληνες 140.000, Τούρκοι 80.000, Εβραίοι 25.000, Αρμένιοι 15.000, Ευρωπαίοι, Αμερικανοί και Λεβαντίνοι (Δυτικοί που διέμεναν επί πολλές γενιές στο Λεβάντε) 15.000, και λοιποί 5.000. Οι Τούρκοι, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι έμεναν κατά κύριο λόγο σε ξεχωριστούς μαχαλάδες στο νότιο τμήμα της πόλης, ενώ οι Έλληνες, οι Δυτικοί και τα ευπορότερα μέλη των άλλων εθνοτήτων κατοικούσαν σε μικτές συνοικίες βορειότερα, από τον Άγιο Γεώργιο και τον Φασουλά ως την Μπέλλα Βίστα και την Πούντα. Μικτά ήταν και κάποια απ’ τα προάστια όπως το Κορδελιό και ο Μπουρνόβας, όπου έμεναν και αρκετοί Τούρκοι, ενώ άλλα, όπως ο Μπουτζάς και ο Κουκλουτζάς, είχαν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό πληθυσμό. Τις μέρες πριν την Καταστροφή ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονταν στη Σμύρνη είχε αυξηθεί σημαντικά φθάνοντας τις 400-450.000, καθώς είχαν συρρεύσει στην πόλη πάνω από 150.000 Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες από το εσωτερικό ακολουθώντας τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό. Οικονομία Το λιμάνι της Σμύρνης ήταν το κύριο εξαγωγικό λιμάνι για τα προϊόντα της Μικράς Ασίας, και το δεύτερο σε εμπορική κίνηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την Κωνσταντινούπολη. Εξάγονταν αγροτικά προϊόντα όπως τα περιώνυμα σύκα της περιοχής της Σμύρνης, ανατολικά καπνά, σταφίδες, βαμβάκι και γλυκόριζα, ορυκτά όπως η σμύριδα και το χρώμιο, και βέβαια οι διάσημοι «σμυρναϊκοί» τάπητες, οι οποίοι πάντως δεν υφαίνονταν στην ίδια τη Σμύρνη, αλλά σε πόλεις και χωριά του εσωτερικού. Παράλληλα εισάγονταν πετρέλαιο, άλευρα, αποικιακά (καφές, ζάχαρη), νήματα και υφάσματα, υαλικά, καθώς και διάφορα βιομηχανικά είδη και μηχανήματα. Η Σμύρνη ήταν το μοναδικό βιομηχανικό κέντρο της περιοχής. Από τους 10 ατμοκίνητους αλευρόμυλους οι 9 ήταν ελληνικοί, ενώ το ίδιο ίσχυε και για την πλειοψηφία των μηχανουργείων, όπως εκείνο του Ισηγόνη στην Πούντα. Υπήρχαν ακόμα υφαντουργεία, κλωστήρια, βαφείο νημάτων για την ταπητουργία, καθώς και μία ζυθοποιία ελληνο-ελβετικών συμφερόντων. Επιπρόσθετα λειτουργούσαν στη Σμύρνη πολλές μικρότερες βιοτεχνίες, όπως ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, βυρσοδεψεία, κιβωτιοποιεία, συσκευαστήρια σύκων και σταφίδων, βιοτεχνίες επεξεργασίας καπνού, χαρτοποιίες, οινοποιίες και οινοπνευματοποιίες (ρακί, κονιάκ). Οι 2.000 συνολικά βιομηχανίες και βιοτεχνίες απασχολούσαν γύρω στους 11.000 εργάτες, εκ των οποίων το 50% ήταν Έλληνες και το 30% Τούρκοι. Στον εμπορικό τομέα δραστηριοποιούνταν γύρω στις 1.800 επιχειρήσεις με 4.000 υπαλλήλους, και άλλες 2.500 περίπου ατομικές επιχειρήσεις (χωρίς υπαλλήλους). Οι Έλληνες αποτελούσαν το 58% του συνολικού υπαλληλικού προσωπικού. Σύμφωνα με στοιχεία του 1921, το συνολικό εργατικό δυναμικό της Σμύρνης, που περιλάμβανε, εκτός από τους παραπάνω, τους εργαζόμενους σε εμπορικά καταστήματα, σε χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας, στα μέσα μεταφοράς κ.ά., ανερχόταν σε 44.000 περίπου άτομα, από τα οποία 24.000 ήταν άνδρες, 13.000 γυναίκες και 7.000 παιδιά κάτω των 15 ετών.Ναοί, νοσοκομεία, σχολεία και ευαγή ιδρύματα Στη Σμύρνη υπήρχαν 19 ορθόδοξα παρεκκλήσια και εκκλησίες, χωρίς ανάμεσα σ’ αυτές να περιλαμβάνονται και εκείνες των προαστίων. Οι παλαιότερες ήταν η μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής και ο Άγιος Γεώργιος, και η μεγαλύτερη η Αγία Αικατερίνη στην ομώνυμη συνοικία. Όλες όσες βρίσκονταν εντός της ζώνης που αποτεφρώθηκε απ’ τη φωτιά του 1922 κάηκαν ολικώς ή μερικώς και στη συνέχεια κατεδαφίστηκαν. Διασώθηκαν έξι: η Αγία Μαρκέλλα στο Νταραγάτσι, ο ναός των Ταξιαρχών στο ορθόδοξο νεκροταφείο, ο Άγιος Ιωάννης στην Αλυγαριά, ο Άγιος Κωνσταντίνος στο Τεπετζίκι, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στον Απάνω Μαχαλά και ο Άγιος Βουκόλος. Ο τελευταίος είναι η μόνη παλαιά ορθόδοξη εκκλησία που υφίσταται ως σήμερα, ενώ τελευταία ανακαινίστηκε και χρησιμεύει ως πολιτιστικό κέντρο. Στην πολυπολιτισμική Σμύρνη υπήρχαν επίσης 14 καθολικοί, 5 προτεσταντικοί και 2 αρμενικοί ναοί και ναΐδρια, από τους οποίους σώζονται 4 καθολικοί –ανάμεσά τους και η καθολική μητρόπολη του Αγίου Ιωάννου– και 2 προτεσταντικοί. Ένας από τους τελευταίους, ο ολλανδικός ναός του Αγίου Αντωνίου, έχει μετατραπεί σε ορθόδοξο, τη νέα Αγία Φωτεινή. Από τις 11 συναγωγές έχουν διατηρηθεί οι 9, ενώ από τα πολυάριθμα τζαμιά κάηκαν μόνο τρία, όσα βρέθηκαν κοντά στο νότιο όριο των καμένων. Κάθε εθνότητα είχε το δικό της νοσοκομείο: Γραικικό (το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο), καθολικό (ιταλο-αυστριακό), ολλανδικό, αρμενικό, γαλλικό, βρετανικό και τουρκικό. Σώθηκαν τα τρία τελευταία, από τα οποία το γαλλικό με ζημιές που αποκαταστάθηκαν. Από τα πολυάριθμα ελληνικά σχολεία, τουλάχιστον ένα σε κάθε ενορία, διασώθηκαν τα δύο νεότερα και μεγαλύτερα: το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και η Νέα Ευαγγελική Σχολή, που χρησιμοποιούνται ως σχολεία μέχρι σήμερα. Επίσης σώζεται η ενοριακή σχολή του Αγίου Ιωάννη στον Απάνω Μαχαλά, η οποία βρέθηκε έξω από τη ζώνη της φωτιάς. Όσον αφορά τα ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, γλίτωσαν τρία, όμως το ωραιότερο απ’ αυτά, το Ιταλικό Παρθεναγωγείο, κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1940 για να διαπλατυνθεί η Παράλληλος (İkinci Kordon).Η ελληνική κοινότητα διατηρούσε επίσης ορφανοτροφείο, φιλόπτωχο ταμείο, άσυλο αστέγων, το Λαϊκό Κέντρο με τα συσσίτια για απόρους, οικοτροφεία και διάφορα άλλα ευαγή ιδρύματα. Όλα κάηκαν στη μεγάλη φωτιά της Σμύρνης. Όσον αφορά δε το ορθόδοξο νεκροταφείο στο Νταραγάτσι, το οποίο αν και βεβηλωμένο διασώθηκε αφού η φωτιά δεν έφτασε ως εκεί, η προσπάθεια του ελληνικού κράτους αργότερα να το αγοράσει απέβη άκαρπη. Σήμερα στον χώρο του φιλοξενούνται εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου της 9ης Σεπτεμβρίου (ημέρα της ανακατάληψης της Σμύρνης από τους Τούρκους). Πολιτισμός, ψυχαγωγία και αθλητισμός Στη Σμύρνη κυκλοφορούσαν λίγο πριν την Καταστροφή 8 ελληνικές εφημερίδες, με παλαιότερη την ευρείας κυκλοφορίας Αμάλθεια, καθώς και 2 περιοδικά. Στην τουρκική γλώσσα εκδίδονταν άλλες 8 εφημερίδες, στην ισπανοεβραϊκή (λαντίνο) 5, στην αρμενική 7 και στη γαλλική 5. Υπήρχαν επίσης αρκετά 494 τυπογραφεία που εξέδιδαν βιβλία σε όλες τις παραπάνω γλώσσες, καθώς και πολλά βιβλιοπωλεία. Στο κτήριο της παλαιάς Ευαγγελικής Σχολής, δίπλα στην Αγία Φωτεινή, στεγαζόταν μουσείο με αρχαιότητες και νομισματική συλλογή, μικρή πινακοθήκη, καθώς και βιβλιοθήκη με 50.000 τόμους, ανάμεσά τους και αρκετές παλαιές εκδόσεις.
Με βάση στοιχεία του 1921, στη Σμύρνη υπήρχαν 15 κινηματοθέατρα, 8 αίθουσες χορού, πάνω από 500 καφενεία, γύρω στις 220 ταβέρνες και οινοπωλεία για τις λαϊκές τάξεις, καθώς και περίπου 40 ζυθοπωλεία. Ανάμεσα στα τελευταία ήταν και ένα μεγάλο υπαίθριο, στον Κήπο της ζυθοποιίας Αϊδίν στο Χαλκά Μπουνάρ. Εκτός από τα κινηματοθέατρα, τις αίθουσες χορού και ελάχιστα αριστοκρατικά καφενεία της προκυμαίας, όπου το κοινό ήταν μικτό, στα υπόλοιπα κέντρα ψυχαγωγίας οι θαμώνες ήταν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες. Τα περισσότερα θέατρα και κινηματογράφοι ήταν συγκεντρωμένα στην προκυμαία, με πιο σημαντικά το Θέατρο Σμύρνης και το Θέατρο Κυβέλης (πρώην θέατρο Sporting). Όλα σχεδόν ανήκαν σε Έλληνες. Εκεί ανέβαιναν επιθεωρήσεις, οπερέτες και όπερες από ελληνικούς και ξένους θιάσους, δίνονταν συναυλίες, ενώ κατά διαστήματα προβάλλονταν και κινηματογραφικές ταινίες. Οι πιο γνωστές κινηματογραφικές αίθουσες ήταν το Παλλάς και το Λουξ. Μουσική άκουγε κανείς επίσης και στα καφενεία της προκυμαίας, όπου εμφανίζονταν οι περίφημες εστουδιαντίνες. Οι ανώτερες τάξεις σύχναζαν στις 16 λέσχες της Σμύρνης, με πιο γνωστές την Ελληνική Λέσχη, τη Λέσχη Σμύρνης, τη Μικρασιατική Λέσχη (πρώην Sporting Club) και τη Λέσχη των Κυνηγών. Οι λέσχες, εκτός από τις χοροεσπερίδες που διοργάνωναν τον χειμώνα, διέθεταν αναγνωστήρια, καπνιστήρια και, φυσικά, αίθουσες χαρτοπαιγνίου. Τα δύο μεγαλύτερα αθλητικά σωματεία της Σμύρνης ήταν ο Πανιώνιος, με ιδιόκτητο στάδιο δίπλα στο ορθόδοξο νεκροταφείο, και ο Απόλλων. Άλλοι ελληνικοί σύλλογοι ήταν ο Πέλοψ στο Καρατάσι, και ο Θησεύς και ο Ερμής στον Μπουρνόβα, όπου είχε την έδρα της και βρετανική αθλητική ομάδα. Ακόμα υπήρχαν και 3 αρμενικά, καθώς και 2 τουρκικά σωματεία. Ένα από τα τελευταία, η Altay, «κληρονόμησε» μετά την Καταστροφή το στάδιο του Πανιωνίου, όπου στεγάζεται ως σήμερα. Πολλά σχολεία διέθεταν κι αυτά αθλητικές ομάδες, που συναγωνίζονταν με τα επίσημα σωματεία. Τα κύρια αθλήματα ήταν ο στίβος και το ποδόσφαιρο. Η Σμύρνη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Η κατατρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού της Θράκης και των παραλίων της δυτικής Μικράς Ασίας με στόχο να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα άρχισε ήδη από τα τέλη του 1913, για να κορυφωθεί την άνοιξη του 1914. Λίγο πριν την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου, οι περιοχές αυτές είχαν αδειάσει από τους Έλληνες κατοίκους τους. Μόνο οι Έλληνες της Σμύρνης και των Βουρλών εξαιρέθηκαν και δεν εκδιώχθηκαν. Τους νέους άνδρες τούς περίμενε όμως το μαρτύριο των εργατικών ταγμάτων (αμελέ ταμπουρού). Αν και θεωρητικά μπορούσαν να αποφύγουν τη στράτευση καταβάλλοντας αντισήκωμα (το λεγόμενο «μπεντέλι»), συχνά καλούνταν να πληρώσουν το σχετικό ποσό επανειλημμένα, και όταν πια αδυνατούσαν να το πράξουν, τότε τους στράτευαν. Για να γλιτώσουν, πολλοί κατέφευγαν στην Ελλάδα, ενώ άλλοι κρύβονταν σε κρυψώνες στα διάκενα των ξύλινων οροφών των σπιτιών, αποτελώντας τα θρυλικά «ταβάν ταμπουρού» (τάγματα των ταβανιών). Όμως Τούρκοι χωροφύλακες έκαναν αιφνιδιαστικές εφόδους στα σπίτια και συλλάμβαναν όσους έβρισκαν. Εκείνους που αντιστέκονταν τους ξυλοκοπούσαν και τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στο ειδικό στρατολογικό γραφείο για Χριστιανούς. Εκεί, στο φοβερό Μπεϊλέρ σοκάκι, τους περίμενε άγριο ξύλο και βουρδουλιές, ώσπου να σταλούν εντέλει μαζί με τους υπόλοιπους στρατεύσιμους στο τάγμα τους, στο εσωτερικό της Ανατολίας.
Στα αμελέ ταμπουρού οι Χριστιανοί υπηρετούσαν τη θητεία τους άοπλοι, συνήθως σπάζοντας πέτρες και κατασκευάζοντας δρόμους υπό άθλιες συνθήκες. Οι κακουχίες, οι επιδημίες, ο υποσιτισμός και το ψύχος συντελούσαν ώστε μόνο μικρό ποσοστό να επιστρέφει τελικά στα σπίτια του. Δεν υπέφεραν όμως μόνο οι στρατεύσιμοι εκείνη την περίοδο. Ο εξανθηματικός τύφος θέριζε, ενώ παράλληλα, λόγω του αποκλεισμού του λιμανιού της Σμύρνης από τους Βρετανούς, άρχισε και η πείνα, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Το ψωμί και άλλα βασικά τρόφιμα διανέμονταν με δελτίο («βεσικά») σε ανεπαρκείς ποσότητες, οπότε άρχισε να ανθίζει η μαύρη αγορά. Ακόμα και η οργάνωση συσσιτίων από την ορθόδοξη κοινότητα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες λόγω έλλειψης καυσίμων υλών. Από τον Μάιο του 1916 ξεκίνησαν και αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Σε έναν μάλιστα από αυτούς επλήγη η συνοικία του Αγίου Τρύφωνος, με πολλά θύματα. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν με διαλείμματα ως το καλοκαίρι του 1917. Τέλος, μία τραγωδία αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Μετά από προσπάθειες της ορθόδοξης κοινότητας ματαιώθηκε η πρόθεση του τότε βαλή (νομάρχη) Ραχμί μπέη να αποσταλεί μεγάλος αριθμός ορφανών Ελληνόπουλων στο μουσουλμανικό ορφανοτροφείο της Μαγνησίας, κάτι που πιθανότατα θα είχε σαν αποτέλεσμα τον εξισλαμισμό τους.
Η Ελλάδα στη Σμύρνη
Στις 2/15 Μαΐου του 1919, με εντολή των Συμμάχων, ο ελληνικός στρατός αποβιβαζόταν στη Σμύρνη. Σύσσωμος ο ελληνικός πληθυσμός είχε συγκεντρωθεί στην προκυμαία και παρακολουθούσε με δάκρυα στα μάτια την άφιξη των στρατιωτών. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, οι γαλανόλευκες ανέμιζαν, οι ζητωκραυγές δονούσαν τον αέρα. Κορίτσια έραιναν τους φαντάρους με ροδοπέταλα και ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος γονάτιζε και ευλογούσε την ελληνική σημαία. Μετά από αιώνες δουλείας, η Σμύρνη ήταν και πάλι ελεύθερη! Δεν έγιναν όμως όλα κατ’ ευχήν, σύμφωνα με το σχέδιο. Ένα ευζωνικό τμήμα, αντί να αποβιβαστεί νοτιότερα, στο προάστιο Καραντίνα, με σκοπό να περικυκλωθούν οι τουρκικές συνοικίες, αποβιβάστηκε στο κέντρο της προκυμαίας, ανάμεσα στο πλήθος. Από εκεί οι εύζωνοι αποπειράθηκαν να φτάσουν στο στόχο τους παρελαύνοντας κατά μήκος της προκυμαίας και περνώντας μέσα από τους τούρκικους μαχαλάδες. Όμως, λίγο μετά την πλατεία του Διοικητηρίου έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Οι εύζωνοι αντέδρασαν, και μέσα σε μια ώρα η τουρκική αντίσταση είχε κατασταλεί. Σ’ αυτό συντέλεσε και η καταρρακτώδης βροχή που έπεσε γύρω στο μεσημέρι. Υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές, που αυξήθηκαν όταν κάποια στοιχεία βρήκαν την ευκαιρία να αντεκδικηθούν για όσα είχαν υποστεί τα προηγούμενα χρόνια. Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλει ανάλογα με την πηγή: κυμαίνεται από μερικές δεκάδες κατά τους Έλληνες, ανάμεσά τους και Έλληνες στρατιώτες, έως εκατοντάδες ή και χιλιάδες σύμφωνα με τους Τούρκους. Από τις νέες ελληνικές Αρχές καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δύο εύζωνοι ως υπεύθυνοι λεηλασιών και κλοπών. Αργότερα συστήθηκε ειδική συμμαχική επιτροπή για να ερευνήσει τα έκτροπα στη Σμύρνη, στο Αϊδίνι και αλλού, τα συμπεράσματα της οποίας δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκά για τους Έλληνες. Ο κακός σχεδιασμός της απόβασης είχε αργότερα, το 1922, και άλλες ολέθριες συνέπειες, αφού εκατοντάδες Έλληνες εκτελέστηκαν μετά την τουρκική ανακατάληψη της Σμύρνης ως υπαίτιοι των «σφαγών» του 1919.
Με την άφιξη του Ύπατου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη η κατάσταση στην πόλη ομαλοποιήθηκε, αφού ο Στεργιάδης προσπάθησε να κρατήσει ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, σε σημείο μάλιστα συχνά να ευνοεί επιδεικτικά τους τελευταίους. Το γεγονός αυτό, καθώς και ο στρυφνός και αυταρχικός χαρακτήρας του Ύπατου Αρμοστή, δημιούργησε πολλές αντιπάθειες προς το πρόσωπό του ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης. Γενικά πάντως η Σμύρνη, ελληνική πια, γνώρισε στη συνέχεια ένα ευτυχισμένο και ειρηνικό διάστημα, χωρίς τριβές ανάμεσα στις δύο σημαντικότερες κοινότητες, τουλάχιστον όσο ο ελληνικός στρατός σημείωνε επιτυχίες στα πεδία των μαχών. Αυτή ήταν όμως η τελευταία αναλαμπή της πόλης, αφού η κατάσταση μετά την υποχώρηση των Ελλήνων στον Σαγγάριο πήρε δυσάρεστη τροπή και βαριά, απειλητικά σύννεφα άρχισαν να συγκεντρώνονται στον ορίζοντα.
Ο παππούς μου
Ενδιάμεσα, και συγκεκριμένα την Πρωτοχρονιά του 1920, ο παππούς μου Σταμάτης Χατζηγιάννης, τότε δεκανέας πυροβολικού, έφτανε με μεταγωγικό ατμόπλοιο στη Σμύρνη προερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη. Να οι πρώτες του εντυπώσεις: «Αρμενίζαμε όλη την υπόλοιπη μέρα και νύχτα, και την επόμενη, πρώτη του νέου έτους 1920, με το ξημέρωμα, αφήναμε πίσω μας τα Βουρλά με τα ξακουστά παλικάρια, που δεν κατάφεραν να τα απομακρύνουν οι Τούρκοι στο διωγμό του 1914 πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρακάτω, αφού περάσαμε το εξωτερικό φρούριο της Σμύρνης, το Εξώκαστρο, άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά μας τα νότια προάστια της Σμύρνης, το Κοκάργιαλι, το Γκιόζτεπε, η Καραντίνα, το Καρατάσι. Λίγη ώρα αργότερα αντικρίζαμε για πρώτη φορά τη Νύμφη της Ιωνίας, τη χιλιοτραγουδισμένη Σμύρνη. Δεξιά στην προκυμαία, προς το Διοικητήριο, είδαμε το εντυπωσιακό Κουμέρκι – το Τελωνείο – και ένα μικρό λιμάνι (…). Κι ακόμα, στο βάθος, το στεφάνωμα της ξακουστής πόλης, το φρούριο Κατιφέ Καλέ, και στα πόδια του οι απάνω μαχαλάδες που έπεφταν προς τη θάλασσα. Πιο πάνω απ’ το λιμάνι άρχιζαν τα αρχοντικά της αφρόκρεμας της Σμύρνης, Ελλήνων, Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών, και κάθε άλλης ράτσας ευγενικής. (…) Παίρνοντας τη στροφή στο ακρωτήριο της Πούντας μας περίμενε ένα θέαμα ανεπανάληπτο: τα φημισμένα ακρογιάλια του Κόλπου της Σμύρνης. Αριστερά φάνηκε το Κορδελιό με την υπέροχη προκυμαία, τη χρυσή αμμουδιά του και τις βίλες των πλούσιων Σμυρνιών και των Τούρκων πασάδων, που έφταναν μέχρι του Παππά τη Σκάλα. Οι βίλες αυτές είχαν όλες ιδιόκτητες ξύλινες εξέδρες για τα μπάνια που εκτείνονταν ως μέσα στη θάλασσα, με καμπίνες για ν’ αλλάζουν στην άκρη. Πιο δεξιά, στον μυχό του, ο κόλπος πλησίαζε στον Μπορνόβα, με τις πανέμορφες κοπέλες και κυράδες. (…) Πριν περάσει πολλή ώρα το πλοίο μας πλεύριζε στην πρόχειρη προβλήτα της Πούντας, όπου σε μια ξύλινη εξέδρα άραζαν και ξεφόρτωναν τα φορτηγά πλοία. Μόλις έδεσε το πλοίο άρχισε αμέσως η αποβίβαση, πρώτα των κτηνών και κατόπιν των ανδρών. Ανάμεσά τους, από τους πρώτους, ήμουν κι εγώ. Δεν είχα προλάβει να κατεβώ καλά-καλά και μου ανέθεσαν μιαν αγγαρεία. Γνώριζαν ότι καταγόμουν από την περιφέρεια Σμύρνης, και θα πίστευαν μάλλον ότι ήμουν από τη Σμύρνη την ίδια, και άρα θα ήξερα την πόλη. Εγώ όμως την έβλεπα για πρώτη φορά, και ούτε τούρκικα ήξερα καθόλου. Στο χωριό μου, την Κάτω Παναγιά, δεν είχαμε καθόλου Τούρκους, ούτε είχε ποτέ γεννηθεί Τούρκος εκεί. Ο αστυνόμος, ο δημόσιος εισπράκτορας και ο μουντούρης – ο πολιτικός αντιπρόσωπος –έρχονταν καθημερινά από τον Τσεσμέ, που απείχε 20-30 λεπτά με τα πόδια. Στη Σμύρνη πάντως αποδείχτηκε ότι τα τούρκικα δεν ήταν καθόλου απαραίτητα, αφού εδώ ζούσαν τόσοι πολλοί Έλληνες, ώστε οι Τούρκοι να την αποκαλούν Γκιαούρ Σμύρνη. Μου έδωσαν λοιπόν ένα κάρο με δύο άνδρες, και έναν αξιωματικό για συνοδεία. Σκοπός της αποστολής μας ήταν να προμηθευτούμε κρέας και ψωμί για τους άνδρες. Αυτό όμως δεν θα ήταν και ιδιαίτερα εύκολο, αφού κατέφθαναν συνεχώς νέες στρατιωτικές μονάδες (…). Έτσι, οι φούρνοι δεν πρόφταιναν να ικανοποιούν τις ανάγκες σε ψωμί, αλλά και το κρέας παρουσίαζε έλλειψη λόγω των εορτών. Βγήκαμε λοιπόν με το κάρο γυρνώντας φούρνους και κρεοπωλεία και συγκεντρώνοντας ό,τι βρίσκαμε. Στο μεταξύ ο καιρός χάλασε, άρχισε να βρέχει του καλού καιρού, και φυσικά γίναμε μούσκεμα. Όταν μαζέψαμε αρκετά γυρίσαμε στην Πούντα, κοντά στον Άγιο Γιάννη του Παροξυμού όπως τον έλεγαν οι Σμυρνιές, που πίστευαν ότι θεράπευε την ελονοσία. Εκεί, σε μιαν αλάνα που υπήρχε δεξιά, προς το τέλος της λεωφόρου που ξεκινούσε απ’ το λιμάνι, είχαν καταυλιστεί οι πυροβολαρχίες, έχοντας ξεφορτώσει τα κτήνη και μέρος του υλικού. Νομίζω ότι η συνοικία λεγόταν Χιώτικα και, όπως έμαθα, στο βάθος του δρόμου βρίσκονταν οι οίκοι ανοχής. Όσο έλειπα, η βροχή είχε σχεδόν μετατρέψει τον καταυλισμό σε τέλμα. Ψάχνοντας να βρω τη σκηνή του σιτιστή για να παραδώσω τα τρόφιμα, την αναγνώρισα από ένα μουλάρι που ήταν εκεί απ’ έξω και μασουλούσε έχοντας χώσει τη μουσούδα σ’ ένα σακί γεμάτο με ρεβίθια. (…) Κανείς όμως δεν έβγαινε να το απομακρύνει, για να μη μουσκέψει απ’ τη βροχή. Αφού έδιωξα το μουλάρι προς τους στάβλους, παρέδωσα τα συγκεντρωμένα τρόφιμα στον σιτιστή και κοίταξα να καταφύγω σε κάποιο φιλικό αντίσκηνο, να βγάλω από πάνω μου το χιτώνιο για να στεγνώσει. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, μες στη νεροποντή, αντίκρισα κάτι που με συγκλόνισε κι έκανε την καρδιά μου να λαχταρίσει: τρεις Σμυρνιοπούλες σαν τα κρύα νερά, κρατώντας σκεπασμένα πανέρια και αψηφώντας την κατακλυσμιαία βροχή που τις είχε κυριολεκτικά μουσκέψει, γύριζαν τ’ αντίσκηνα μοιράζοντας γλυκά και κουλούρια σμυρναίικα, θέλοντας να προσφέρουν στους φαντάρους λίγη οικογενειακή θαλπωρή. Παίρναμε όλοι με συγκίνηση απ’ τα τρυφερά τους χεράκια τα γλυκά, που μας θύμιζαν τα σπίτια μας, γιορτινά και χαρούμενα λόγω της ημέρας, αλλά και τόσο μακρινά. Μας παρηγορούσε όμως η σκέψη ότι την οικογενειακή ζεστασιά που αποστερούμαστε, την προσφέραμε για το μεγαλείο της Πατρίδας…»
Η Καταστροφή
Δύο εβδομάδες μετά τη μεγάλη τουρκική επίθεση στις 13/26 Αυγούστου 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ, ο νικηφόρος τουρκικός στρατός έμπαινε στη Σμύρνη. Τρία χρόνια, τρεις μήνες, τρεις βδομάδες και τρεις μέρες ελληνικής κατοχής και διοίκησης της πόλης τερματίζονταν. Οι διαθέσεις των Τούρκων φάνηκαν από την πρώτη στιγμή. Η αρμενική συνοικία ήταν ο πρώτος στόχος, για ν’ ακολουθήσουν οι απομακρυσμένες ελληνικές συνοικίες και τα ελληνικά προάστια. Λεηλασίες, ληστείες, βιασμοί και φόνοι, μια πλήρης γκάμα θηριωδιών, αποτελούσαν το ρεπερτόριο της βίας. Αυτουργοί ήταν στρατιώτες του τακτικού στρατού, τσέτες, χωρικοί που είχαν συρρεύσει στην πόλη, αλλά και Τούρκοι πολίτες της Σμύρνης. Σ’ αυτά ήρθε να προστεθεί το άγριο λιντσάρισμα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, τον οποίο παρέδωσε στον όχλο ο ίδιος ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, ο Νουρεντίν πασάς. Διδάχθηκαν μ’ αυτό το παράδειγμα οι νικητές πως οι Χριστιανοί αποτελούσαν θεμιτή λεία: μπορούσαν να κάνουν μ’ αυτούς ό,τι ήθελαν. Τις επόμενες τρεις μέρες η κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε. Η αρμενική συνοικία άδειασε. Όσοι Αρμένιοι δεν δολοφονήθηκαν, άφησαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν σε ναούς, σχολεία και ξένα ιδρύματα, ελπίζοντας ν’ αποφύγουν τα χειρότερα υπό την απατηλή προστασία του πλήθους που βρισκόταν εκεί. Τα ίδια και οι πρόσφυγες από το εσωτερικό, που γέμιζαν τα προαύλια των ναών, την προκυμαία και τους γύρω δρόμους, νηστικοί και απελπισμένοι. Στις μακρινές συνοικίες και στα προάστια –στο Νταραγάτσι, στον Άγιο Κωνσταντίνο, στο Καρατάσι, στο Μερσινλί, στον Μπουρνόβα και αλλού– τα πτώματα συσσωρεύονταν, και απομακρύνονταν με κάρα. Στην κεντρική Σμύρνη οι Έλληνες κλείνονταν στα σπίτια τους. Όσοι τολμούσαν να κυκλοφορήσουν στους δρόμους προπηλακίζονταν, ληστεύονταν και δολοφονούνταν, αν δεν φορούσαν κονκάρδα με τα χρώματα κάποιου ξένου κράτους. Λίστες προγραφών καταρτίστηκαν, και όσοι περιλαμβάνοντας σ’ αυτές συλλαμβάνονταν, καταδικάζονταν στα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» και εκτελούνταν. Από τα πολεμικά που ήταν δεμένα στον κόλπο της Σμύρνης, οι ξένοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα με αυτοσυγκράτηση έως αδιαφορία. Είχαν εντολές να μην επεμβαίνουν, παρά μόνο για να προστατεύσουν τις ζωές και τις περιουσίες των υπηκόων των κρατών τους. Το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου (νέο ημερολόγιο), τέσσερις μέρες μετά την είσοδο των Τούρκων, μπήκαν οι πρώτες φωτιές στην αρμενική συνοικία. Αν και οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν τις αρχικές εστίες, συνεχείς εμπρησμοί σε διάφορα σημεία κατέστησαν τελικά το έργο τους αδύνατο. Από νωρίς το απόγευμα οι μεμονωμένες εστίες άρχισαν να ενώνονται, και η γιγαντιαία φωτιά κατέτρωγε πια τα πάντα στο διάβα της. Περνώντας τα όρια της αρμενικής συνοικίας, εξαπλώθηκε γρήγορα και στις ελληνικές, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο, στα Σπιτάλια. Ως τη νύχτα η φωτιά έγινε ανεξέλεγκτη, φτάνοντας μετά τα μεσάνυχτα και στην κατάμεστη με απελπισμένο κόσμο προκυμαία. Εκεί, οι πρόσφυγες και οι ξεσπιτωμένοι Σμυρνιοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον πύρινο θάνατο από τη μία πλευρά, τα βαθιά νερά της θάλασσας απ’ την άλλη, και τα πολυβόλα των Τούρκων που είχαν στήσει μπλόκα στα δύο άκρα της προκυμαίας, εμποδίζοντάς τους να φύγουν προς τη σωτηρία. Πολλοί καίγονταν, και άλλοι σπρώχνονταν ή πηδούσαν στη θάλασσα και πνίγονταν. Φρικιαστικές κραυγές ακούγονταν από μίλια μακριά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πάνοπλοι Τούρκοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο πλήθος, ληστεύοντας και σφάζοντας.
Μπροστά στην ανθρωπιστική καταστροφή που συντελούνταν μπροστά στα μάτια τους, οι ξένοι από τα πλοία, με πρώτους τους Βρετανούς, δραστηριοποιήθηκαν και άρχισαν να παραλαμβάνουν πρόσφυγες, ενώ ως τότε τους απωθούσαν, ρίχνοντάς τους πίσω στη θάλασσα. Όσοι όμως κατάφεραν να γλιτώσουν έτσι δεν ήταν παρά σταγόνα στον ωκεανό. Η φωτιά συνεχίστηκε και τις επόμενες δύο μέρες, αλλάζοντας κατεύθυνση με τη βοήθεια του ανέμου και κατακαίγοντας ό,τι είχε απομείνει στο εσωτερικό της Σμύρνης. Μάλιστα έφθασε να απειλήσει ακόμα και το Διοικητήριο, με τις νέες τουρκικές αρχές να ετοιμάζονται να το εγκαταλείψουν άρον-άρον. Από τις χριστιανικές συνοικίες έμειναν ανέπαφες μόνο η Πούντα, τμήματα της Μπέλλα Βίστα, καθώς και όσες συνοικίες βρίσκονταν σφηνωμένες ανάμεσα στους τούρκικους μαχαλάδες ή ανατολικά των γραμμών του τρένου. Η εβραϊκή συνοικία, όπως και οι τουρκικές και το μεγαλύτερο τμήμα της κεντρικής αγοράς (τσαρσί) δεν έπαθαν τίποτε.
Η Έξοδος
Σύμφωνα με διαταγή που εκδόθηκε αμέσως μετά τη φωτιά, όλοι οι Χριστιανοί άρρενες στρατεύσιμης ηλικίας (18-45 ετών) θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Συλλαμβάνονταν, κλείνονταν προσωρινά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως όπου απογυμνώνονταν από κάθε τι πολύτιμο, ως τα ρούχα και τα παπούτσια, και στη συνέχεια εκτοπίζονταν στο εσωτερικό. Μικρό ποσοστό όμως έφθανε στον προορισμό του, αφού στον δρόμο οι περισσότεροι σκοτώνονταν, είτε από τους ίδιους τους συνοδούς τους είτε από εξαγριωμένους Τούρκους χωρικούς. Αλλά και εκείνοι που έφθαναν στα στρατόπεδα αιχμαλώτων αποδεκατίζονταν από τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί. Ελάχιστοι από αυτούς επέστρεψαν. Οι υπόλοιποι, ηλικιωμένοι άνδρες και γυναικόπαιδα, περίμεναν με αγωνία τα πλοία που θα τους απομάκρυναν από την καμένη Σμύρνη, αφού αν δεν κατάφερναν να φύγουν μέσα στην προθεσμία που δόθηκε θα τους περίμενε η ίδια τύχη όπως τους νέους άνδρες, δηλαδή η εκτόπιση και ο θάνατος. Τελικά τα πλοία έφτασαν, με πρωτοβουλία των Αμερικανών. Μετά από συμφωνία με τους Τούρκους, ελληνικά πλοία πλεύρισαν ανενόχλητα στην προβλήτα της Πούντας για να παραλάβουν τους απελπισμένους πρόσφυγες. Μόνη προϋπόθεση ήταν να μη φέρουν την ελληνική σημαία. Μέσα σε λίγες μέρες απομακρύνθηκαν γύρω στους 150.000 Χριστιανοί, οι οποίοι αρχικά μεταφέρθηκαν στα κοντινά νησιά, Μυτιλήνη και Χίο. Από εκεί προωθούνταν σε άλλα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ως αστοί που ήταν στην πλειοψηφία τους, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος και άλλες πόλεις ήταν οι κύριοι τελικοί προορισμοί των Σμυρνιών προσφύγων. Οι απόγονοί τους, τρίτης και τέταρτης γενιάς οι περισσότεροι, διατηρούν πάντα με νοσταλγία στην καρδιά τους την αλησμόνητη Σμύρνη.
Γιώργος Πουλημένος
Κατάγεται από την πλευρά της μητέρας του από την Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ. Σπούδασε χημικός μηχανικός στη Γερμανία και εργάστηκε επί 30 περίπου έτη ως αναλυτής/προγραμματιστής Η/Υ. Ο Μικρασιάτης παππούς του Σταμάτης Χατζηγιάννης ήταν εκείνος που του ενέπνευσε την αγάπη για τις αξέχαστες πατρίδες, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια να ασχολείται σε βάθος με τη Σμύρνη παίρνοντας μέρος σε επιστημονικά συνέδρια και παρουσιάσεις και εκδίδοντας σχετικά βιβλία και χάρτες. Έργα του ως τώρα: A Lexicon of Smyrneika (2011, με τους Alex Baltazzi και George Galdies, τρίγλωσσο λεξικό της σμυρναίικης διαλέκτου, αγγλικά-ελληνικά-τουρκικά), Σμύρνη-İzmir: Ιστορικός χάρτης (2017, με τη Μαριάννα Μαστροσταμάτη), Οι Μηνιώτες στην Κατοχή (2018, επιμέλεια), Η Προκυμαία της Σμύρνης (2018, με τον Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου, δίτομο, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2019), Λέων & Εμινέ (2018, μυθιστόρημα), Σμύρνη – Περιηγητικός οδηγός 1922 (2019, μετάφραση στα τουρκικά 2021). Περισσότερα στο http://gpoulimenos.info/el/