Η Αγνή Ρουσοπούλου γεννήθηκε το 1901 στην Αθήνα από εύπορη αστική οικογένεια: ο πατέρας της ίδρυσε την «Εμπορική και Βιομηχανική Ακαδημία», ενώ η μητέρα της, Ελένη Ρουσοπούλου, υπήρξε από τις στενότερες συνεργάτιδες της Καλλιρόης Παρρέν στο Λύκειο Ελληνίδων, αντιπρόεδρος στο Συμβούλιο των Ελληνίδων και υπεύθυνη για την έκδοση του περιοδικού «Ελληνίς». Έχοντας ανατραφεί σε ένα προοδευτικό αστικό περιβάλλον με ισχυρές φεμινιστικές επιρροές, η Αγνή φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, μία εκ των πέντε φοιτητριών του ακαδημαϊκού έτους 1918. Στη συνέχεια, αφού πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία και στο Ρότσεστερ πάνω στο εργατικό δίκαιο, επέστρεψε στην Αθήνα όπου και ανέπτυξε πολύμορφη δράση στο γυναικείο κίνημα. Ήταν προϊσταμένη του νομικού τμήματος του Συμβουλίου Ελληνίδων και ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της «Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικών Δικηγόρων». Αρθρογραφούσε στα φεμινιστικά περιοδικά «Ελληνίς» και «Ο Αγώνας της Γυναίκας» για την κοινωνική πολιτική και την εργατική νομοθεσία, ασχολήθηκε με το μεταναστευτικό πρόβλημα, τα ποινικά δικαστήρια ανηλίκων, με ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας και τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και με ποικίλα άλλα θέματα (όπως με το ζήτημα της νομικής θέσης της γυναίκας στον Αστικό Κώδικα, την προίκα, τις παράνομες υιοθεσίες κλπ.).
Η αδελφή της, Πολυξένη Ρουσοπούλου – Ματέϋ, αναφέρει ότι ενώ και οι δύο αδελφές ήταν σε διαφορετικές τέξεις λόγω της διαφοράς ηλικίας τους κατά ένα χρόνο, τελικά βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στο θρανίο, δίότι η μικρή Πολυξένη φοβόταν τον δάσκαλο στην τάξη της και μετακόμισε στην τάξη της αδελφής της.
«Υπόθεση Αγνής Ρουσοπούλου»: έμφυλες ιεραρχίες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Χρειάστηκε χρόνος πολύς για να υπάρξει γυναίκα δικαστίνα στην έδρα Παρθενών. Ετσι ονομαζόταν το μεμονωμένο έδρανο που βρισκόταν δε ξιά της έδρας της Νομικής Σχολής Αθηνών και «προ φύλασσε» τις ευάριθμες φοιτήτριες από τη συναναστροφή με τους άρρε νες συναδέλφους τους. Ανάμεσα στις πέντε φοιτήτριες του έτους 1918 ήταν η Αγνή Ρουσοπούλου. Γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, η Αγνή ανατράφηκε σε ένα προοδευτικό περιβάλλον με ισχυρές φεμινιστικές επιρροές.
Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λειψία και στο Ρότσεστερ πάνω στο Εργατικό Δίκαιο και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και ανάπτυξε πολύμορφη δράση στο γυναικείο κίνημα. Ηταν προϊσταμένη του νομικού τμήματος του Συμβουλίου Ελληνίδων και ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Γυναικών Δικηγόρων. Αρθρογραφούσε στα φεμινιστικά περιοδικά «Ελληνίς» και «Ο Αγώνας της Γυναίκας» για την κοινωνική πολιτική και την εργατική νομοθεσία, ασχολήθηκε με το μετανα στευτικό πρόβλημα, τα ποινικά δικα στήρια ανηλίκων, με ζητήματα κοινω νικής πρόνοιας και τοπικής αυτοδιοί κησης, καθώς και με ποικίλα άλλα θέ ματα (όπως το ζήτημα της νομικής θέσης της γυναίκας στον Αστικό Κώδικα, την προίκα, τις παράνομες υιοθε σίες). Υπήρξε, επίσης, στενή συνεργά τιδα του Αλέξανδρου Σβώλου και μία από τις γυναίκες-πρωταγωνίστριες στην εξάπλωση του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Το 1929 η 28χρονη Αγνή δηλώνει συμμετοχή στον πρώτο διαγωνισμό για την πρόσληψη εισηγητών στο νεοσύστατο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία απορρίπτεται από την Εξεταστι κή Επιτροπή του με την αιτιολογία ότι είναι γυναίκα. Δίχως χρονοτριβή, ασκεί αίτηση ακύρωσης στο Ανώτατο Διοι κητικό Δικαστήριο, επικαλούμενη την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 6 του Συντάγματος του 1927 και την αρ χή της ισότητας: «Η λέξις πολίτης καιεις το άρθρον τούτο, ως και εις τα άλλα άρθρα, έχει την έννοιαν του Ελληνος υπηκόου, του έχοντος δηλαδή ελληνι κήν ιθαγένειαν, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας». Συνεπώς, στις δημόσιες υπη ρεσίες (εν προκειμένω στο Συμβούλιο της Επικρατείας), γίνονται δεκτοί και δεκτές μόνο Ελληνες και Ελληνίδες, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 6 του Συντάγματος.