Δημοσιεύουμε από το βιβλίο του Απόστολου Πίτσου ένα μικρό απόσπασμα που αναφέρεται σε ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της Κατοχής, όταν το εργοστάσιο, η βιοτεχνία τότε, που ήταν στην οδό Έσλιν, στους Αμπελοκήπους, προσπαθούσε να “κρατηθεί” στα πόδια της έχοντας βέβαια περιορίσει την παραγωγή της. Ο νεαρός τότε Απόστολος, που είχε λατρεία στο βιολί του, ξέκλεβε χρόνο και έπαιζε μόνος του:
…Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο εργοστάσιο, όπως ανέφερα πριν, και από μίαν δίοδο μικρή που υπήρχε επικοινωνούσαμε με το εργοστάσιο.
Περνούσα την ημέρα μου με αυτά τα ολίγα που κατασκευάζανε οι εναπομείναντες εργάτες και καθάριζα και επισκεύαζα τις μηχανές μας και μουντζουρωμένος είχα την αίσθηση ότι συνεχίζω τη ζωή μου μέαα στο εργοαστάσιο. Γυρνώντας μία ημέρα έτσι μουντζουρωμένος έπαιζα πάλι το κοντσέρτο του Beethoven και είχα το γραμμόφωνο, το οποίο έπαιζε αυτή την ωραία εκτέλεση και εγώ προσπαθούσα να μιμιηθώ. Χτυπάει η πόρτα, ανοίγω και βρίσκομαι ενώπιον ενός Γερμανού αξιωματικού:
“Ξέρω τι άκουσα. Σε θέλουμε για την ορχήστρα του Συντάγματος μας.”
Τα γερμανικά μου ήταν άριστα εφόσον είχα σχεδόν βγάλει τη Γερμανική Σχολή:
“Μα εγώ δεν είμαι μουσικός. Δε με βλέπετε;”
Ευτυχώς έπειζε η πλάκα και ακουγόταν η συνέχεια του κονσέρτου. Αυτός ήταν μουσικός, φαίνεται, άκουσε το γραμμόφωνο και νόμιζε ότι ήμουν εγώ ο εκτελεστής. Αυτό με γλίτωσε. Αλλιώς ποιός ξέρει τι θα γινότανε; Θα με παίρνανε σε καμιά ορχήστρα, όπως δυστυχώς είχε καταλήξει ο Ολλανδός δάσκαλος. Είχε απομείνει στην Ελλάδα, δεν πρόλαβε να φύγει για Ολλανδία και τον είχαν βάλει να παίζει τζαζ, αυτόν τον καταπληκτικό άνθρωπο, και ποιός ξέρει ποιό ήταν το μέλλον του.
Γλύτωσα λοιπόν από αυτό και μετά προσοσχής συνέχιζα τις προσπάθειες του βιολού στο υπόγειο του σπιτιού.