Ο Παντελής Παντελούρης, πρώην Πρόεδρος του Συλλόγου και πάντα φίλος, συνάντησε στο Αμβούργο έναν άλλο απόφοιτο και φίλο στενό του Συλλόγου: τον Dieter Klemm, γιό του καθηγητή μας των Καλλιτεχνικών, και μέχρι το 2011στη Διπλωματική υπηρεσία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Ο Παντελής μας έγραψε:
“Πριν μερικές μέρες συνάντησα τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή – και γνωστό στον σύλλογο – Ulf-Dieter Klemm. Πάνω στη συζήτηση για το σχολείο μου έδωσε να διαβάσω ένα σημείωμα που είχε γράψει για τις αναμνήσεις ενός Γερμανού μαθητή από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Νομίζω ότι είναι ένα κείμενο που θα άξιζε να το αξιοποιούσατε με κάποιο τρόπο. Αν δεν προλαβαίνετε μπορώ να κάνω τη μετάφραση. Πές τε μου.
Χαίρομαι που δώσατε ξεχωριστή ζωή στον σύλλογο και παρακολουθώ τις ποικίλες δραστηριότητες σας.
Πολλούς χαιρετισμούς από τον παλιο-Dörpfeldianer του Αμβούργου.
Παντελής Μ.Παντελούρης”
Εμείς βεβαίως αγγαρέψαμε τον Παντελή να μεταφράσει το κείμενο και έτσι, αφού του στείλουμε τις ευχαριστίες μας αλλα και τους χαιρετισμούς μας στον Dieter, παραθέτουμε το ελληνικό και το γερμανικό (πρωτότυπο) προσθέτοντας για τον Dieter, ότι στα μάτια μας θα είναι πάντα “ο δικός μας Γερμανός”.
Αναμνήσεις από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών
Δρ. Ουλφ-Ντίτερ Κλέμ
Πρέσβυς ε.τ. (Απόφοιτος 1964)
Το θεωρούσα πάντα μεγάλη τύχη και τεράστιο πλούτο να ζήσω έξη χρόνια της νεότητάςμου – απο τα 12 μέχρι τα 18 μου χρόνια – στην Ελλάδα. Η περίοδος αυτή με έχει σφραγίσει μέχρι σήμερα. Στις αναμνήσεις μου καταλαμβάνει μιαξεχωριστή θέση το σχολείο μου, η Γερμανική Σχολή Αθηνών.
Το 1958 ο πατέρας μου, που ήταν καθηγητής εικαστικών στο γυμνάσιο μιας μικρής πόλης τηςανατολικής Βεστφαλίας, επελέγη να υπηρετήσει στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Ετσιξεκινήσαμε το Σεπτέμβριο του 1958 οι γονείς μου, η μεγαλύτερη αδελφή μου Μπίργκιτ –απόφοιτος και αυτή της ΓΣΑ (1960) – και εγώ και φθάσαμε στην Αθήνα ύστερα από έναπεριπετειώδες ταξείδι μέσω Γιουγκοσλαβίας με ένα μεταχειρισμένο Οπελ. Δεν υπήρχε τότεη Εθνική Οδός. Φθάσαμε στην Ελευσίνα και συνεχίσαμε από την Ιερά Οδό μέχρι τηνΑθήνα.
Οι γερμανόφωνοι μαθητές ήταν τότε λιγοστοί, πέντε με έξι μαθητές ανά χρονιά. Είχαμεγι΄αυτό το μεγάλο προνόμιο, εμείς οι Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί μαθητές, ναπαρακολοθούμε σειρά μαθημάτων, όπως γυμναστική, τεχνικά, χημεία, φυσική, γαλλικά απόκοινού με τους μαθητές της αντίστοιχης ελληνικής τάξης, σαν πραγματικοί συμμαθητές.Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν λοιπόν φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα. Έλληνεςσυμμαθητές μου με προσκαλούσαν σε πάρτυ στα σπίτια τους, όπου με έκπληξη έβλεπααγόρια και κορίτσια να χορεύουν μαζί. Στο πρώτο μου πάρτυ πήγα με κοντό παντελόνι,επρόκειτο να είναι όμως και η τελευταία φορά.
Οι στενές επαφές με τους Έλληνες συμμαθητές μας. μας βοήθησαν να μάθουμε τα ελληνικά,το ίδιο και το μάθημα Ελληνικών που είχαμε στο γερμανικό τμήμα, δύο φορές τηνεβδομάδα και που ορισμένοι απο τους γερμανόφωνους συμμαθητές μου δεν έπαιρναν και τόσοσοβαρά. Η κυρία Καρβελά κατέβαλε πολλές προσπάθειες να μας μάθει τη γλώσσα και έθεσετις βάσεις των γνώσεων μας στη γραμματική, που διευρύνθηκαν αργότερα απο τον κ.Παπαδάκη και τον κ. Ασωνίτη. Ήδη από τότε δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί πρέπει να βάζω δασείες και ψιλές στα αρχικά φωνήεντα, παρόλο που δεν άλλαζε τίποτε στην προφοράτους. Το ίδιο ίσχυε και για την περισπωμένη. Οταν τελικά καταργήθηκαν, ανέπνευσα καισκέφθηκα οτι άδικα παιδεύτικα.
Τις δύο τελευταίες χρονιές μου στη ΓΣΑ είχα ως καθηγητή Νεοελληνικών τον αλησμόνητοΤιμολέοντα Δημόπουλο. Διαβάζαμε λογοτεχνία, μεταξύ άλλων τον Αλέξη Ζορμπά του ΝίκουΚαζαντζάκη. Κάθε φορά που το κείμενο μιλούσε για τις ερωτικές περιπέτειες του Ζορμπά, οΔημόπουλος έλεγε, «οι επόμενες σελίδες δεν έχουν σημασία, θα συνεχίσουμε με το επόμενοκεφάλαιο». Ήταν αυτονόητο ότι όταν φθάναμε σπίτι διαβάζαμε με ιδιαίτερη προσοχή τις«επόμενες σελίδες». Στον Δημόπουλο χρωστάω τη γνωριμία μου με τον «Ζητιάνο» τουΑνδρέα Καρκαβίτσα. Η γλώσσα αυτού του συγγραφέα με εντυπωσιάσε τόσο πολύ ώστε μετάτο Abitur μου τον Μάϊο του 1964 κάθισα αυθόρμητα και προσπάθησα να μεταφράσω τοβιβλίο στη μητρική μου γλώσσα, χωρίς νάχω κάποιο συμβόλαιο με έναν εκδοτικό οίκο.Υστερα απο πολλές ατελέσφορες προσπάθειες να βρώ εκδοτικό οίκο η μετάφραση παρέμενεγια πολύ καιρό φυλακισμένη σ΄ένα συρτάρι του γραφείου μου, μέχρι που οεκδοτικός οίκος Ρωμιοσύνη της Κολωνίας της έδωσε την ελευθερία της καιτην έβγαλε υπό τη μορφή βιβλίου. Αργότερα μετέφρασα και εξέδωσα αρκετά ελληνικάβιβλία και κείμενα. Οι βάσεις για τη δουλειά αυτή είχαν τεθεί στο μάθημα των νεοελληνικώνστη ΓΣΑ.
Φυσικά και γνώριζα ως μαθητής στην Αθήνα οτι η Ελλάδα βρισκόταν από το 1941 μέχρι το 1944 υπό γερμανική κατοχή. Το μέγεθος όμως των καταστροφών και των δεινών πουυπέστη από τη Βέρμαχτ ο ελληνικός λαός το συνειδητοποίησα αργότερα κατά τη διάρκειατων σπουδών στη Χαϊδελβέργη, όπου είχα επαφή με το σύλλογο Ελλήνων φοιτητών και όπουμε αφορμή το πραξικόπημα των συνταγματαρχών ασχολήθηκα πιο επισταμένως με την ελληνική ιστορία και τον εμφύλιο. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν καθόλουαυτονόητο πως ήδη το 1956, μόλις 12 χρόνια από την αποχώρηση της Βέρμαχτ, Έλληνεςγονείς, κυρίως απο τα μεσοαστικά στρώματα ήταν πρόθυμοι να στείλουν τα παιδιά τους σεένα γερμανικό σχολείο. Ηταν μια τεράστια απόδειξη εμπιστοσύνης και μια ένδειξη οτι ήτανσε θέση να διακρίνουν ανάμεσα στις συνέπειες της απάνθρωπης ιδεολογίας του ναζισμού,που είχε συνεπάρει τόσους πολλούς γερμανούς, και στην «άλλη Γερμανία». Σήμερα, μετά απο 60 χρόνια, κατά τα οποία έχουν αποφοιτήσει από τη ΓΣΑ πολλές χιλιάδες Ελλήνωννέων, θεωρώ σημαντικό να θυμίσω το γεγονός αυτό.
Οπως επίσης και το γεγονός οτι ούτε οι γονείς μου, ούτε η αδελφή μου ή εγώ συναντήσαμεποτέ κάποια εχθρική ή έστω αρνητική αντίδραση ταξιδεύοντας ανά την Ελλάδα μεαυτοκίνητο που είχε γερμανικές πινακίδες. Και αυτό το βρίσκω εκ των υστέρωνασυνήθιστο, και απόδειξη της ικανότητας του ελληνικού λαού να διαχωρίζει τα γεγονότα καιτης προθυμίας του για συμφιλίωση.
Στη θύμισή μου η Γερμανική Σχολή Αθηνών είναι πρώτα απ΄όλα η διεύθυνση Μετσόβου 4 και αργότερα η Ρεθύμνου. Η αυλή με τον μεγάλο φοίνικα, η πρωϊνή προσευχή, τοταλαιπωρημένο πρωινό τραγούδι, υπό τη διεύθυνση ενος συμμαθητή απο το Φάληρο, οοποίος χειμώνα καλοκαίρι ερχόταν με κοντομάνικο. «Ο φοίνικας» ήταν η ονομασία και τηςπρώτης εφημερίδας της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, όπου έγραφε ο συμμαθητής μου οΠαντελής Παντελούρης, που διετέλεσε αργότερα μια ολόκληρη επαγγελματική ζωήακόλουθος τύπου σε διάφορες προξενικές αντιπροσωπείες της Ελλάδας και στις ελληνικέςπρεσβείες στη Βόννη και το Βερολίνο, όπου και είχαμε την ευκαιρία να συναντιώμαστεσυχνά.
Για γυμναστική πηγαίναμε μέσα από το Πεδίον του Άρεως στο γήπεδο του Πανελληνίου,όπου ο κύριος Χίλμπρεχτ μας ξελίγωνε στο τρέξιμο. Αργότερα μεταφερθήκαμε σε μια μικρήτάξη στη Ρεθύμνου, λίγο κάτω απο τη ταράτσα, στο παλιό πλυσταριό, όπου ο κύριος Μπέκερ κατέβαλε απεγνωσμένες προσπάθειες να μας μάθει τονΜότσαρτ και τον Μπετόβεν. Αυτό το στοιχείο του προσωρινού στην αίθουσα διδασκαλίαςεμένα μου άρεσε, γιατί ενδυνάμωνε την αίσθηση της κοινότητας και την ανθρώπινη επαφή μετις καθηγήτριες και τους καθηγητές.
Ως έφηβος έπιανα λίγα απο τις τότε πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα. Η οικονομία της χώραςαναπτυσσόταν αλματωδώς μετά τις καταστροφές της κατοχής και του εμφυλίου. Η περίοδοςτης διακυβέρνησης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή χαρακτηριζόταν απο υψηλούς ρυθμούςανάπτυξης και δημοσιονομική σταθερότητα. Για την αρνητική πλευρά, τη μετανάστευση τωναποκαλούμενων Gastarbeiter, τις διακρίσεις σε βάρος της αριστεράς, το παρακράτος γνώριζαπολύ λίγα. Επρόκειτο για ζητήματα που δεν διδάσκονταν στο σχολείο, ούτε και μπορούσανβέβαια να διδαχθούν εκεί. Θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι τη νίκη του ΓεώργιουΠαπανδρέου το 1963 ακολούθησε ένα πολιτικό και πολιτιστικό άνοιγμα.Άρχισα τότε να διαβάζω τακτικά ελληνικές εφημερίδες και να ανακαλύπτω θέματα από τηγερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που μέχρι τότε αποτελούσαν ταμπού.
Απο το 1986 μέχρι το 1990 είχα μια δεύτερη συνάντηση με την ΓΣΑ. Προς μεγάλη μου χαράτο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών με μετέθεσε ως Μορφωτικό Ακόλουθο στην Πρεσβείατης Ομοσπονδικής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα, προφανώς και λόγω τηςελληνομάθειας μου. Γνώρισα τότε τις ευρύχωρες εγκαταστάσεις της ΓΣΑ στον ΠαράδεισοΑμαρουσίου όπου πήγαιναν σχολείο και οι δυο γιοί μου. Ως μορφωτικός ακόλουθος μετείχαex officio συμβουλευτικά στο προεδρείο της σχολής και επί τεσσεράμισυ χρόνια έζησα απόκοντά τη σχολική δραστηριότητα υπό τους Δ/ντές Röske και Dr. Meyer, δίνοντας ιδιαίτερησημασία στην ενίσχυση των σχέσεων της της σχολής με τις ελληνικέςαρχές. Κατά την πρώτη επίσκεψή μου στη σχολή υπό την νέα μου ιδιότητα μευποδέχθηκε η Fräulein Schmidt, η οποία υπηρετούσε ήδη από την δική μου περίοδο στηγραμματεία του Διευθυντού. Έλειπε μόνο η κυρία Ντι Λέρνια με τα απαράμιλλα γερμανο-ελληνικά της, για να νοιώσεις 22 χρόνια πίσω. Στις συναντήσεις μου με απόφοιτους μερωτούσαν συχνά άν ήμουν ο γιός του καθηγητή εικαστικών στα τέλη της δεκαετίας του ΄50και αρχές του ΄60, του κ. Κλέμ.
Ο αριθμός των γερμανόφωνων μαθητών είχε αυξηθεί τόσο πολύ στο ενδιάμεσο διάστημαώστε έπρεπε να συσταθούν δύο γερμανόφωνα τμήματα και τα γερμανικά τμήματα ναχωριστούν εντελώς απο τα ελληνικά.Οι γιοί μου πήγαιναν στο ίδιο σχολείο με τους ‘Ελληνεςμαθητές, δεν είχαν όμως πια Έλληνες συμμαθητές, εκτός από τις περιπτώσεις παιδιών απόμεικτούς γάμους που πήγαιναν στο γερμανικό τμήμα. Αντιστοίχως πολλοί γερμανόφωνοιμαθητές δεν αισθάνονταν την ανάγκη να μάθουν καλά ελληνικά. Οι δυο γιοί μου έχουνξεχάσει δυστυχώς πολλά απο τα ελληνικά τους, παρόλο που ο μεγαλύτερος τα είχε διδαχθεί –όπως και ο πατέρας του – απο την κυρία Καρβελά.
Προς μεγάλη μου ικανοποίηση πληροφορήθηκα κατά την επίσκεψη μου το 2016 στη σχολήοτι η νομοθεσία άλλαξε και δεν εμποδίζει πιά τίποτε την κοινή διδασκαλία Ελλήνων καιγερμανόφωνων μαθητών. Η εμπειρία της κοινής διδασκαλίας συνδέει συχνά εφ΄όρου ζωήςκαι ανοσοποιεί μόνιμα απο προκαταλήψεις και εθνικά στερεότυπα, που τα τελευταία χρόνιαέχουν δυστυχώς εξαπλωθεί στα ελληνικά και γερμανικά ΜΜΕ ως συνέπεια της οικονομικής
και δημοσιονομικής κρίσης.
Βερολίνο, Απρίλιος 2019
Ulf-Dieter Klemm
Abitur 1964
Erinnerungen an die Deutsche Schule Athen
Ich habe es immer als großes Glück und enorme Bereicherung empfunden, sechs Jahre meinerJugend – vom zwölften bis zum 18. Lebensjahr – in Griechenland gelebt zu haben. Diese Zeitprägt mich bis heute. Und einen wichtigen Platz in meinen Erinnerungen nimmt meine Schuleein, die DSA.
1958 wurde mein Vater, bis dahin Kunsterzieher an einem Gymnasium einer ostwestfälischenKleinstadt, an die DSA berufen. So gelangten wir, meine Eltern, meine ältere SchwesterBirgid – ebenfalls Absolventin der DSA (1960) – im September 1958 nach abenteuerlicherFahrt in einem gebrauchten Opel durch Jugoslawien nach Athen. Die Ethnikí Odós gab esnoch nicht, wir erreichten die Ägäis in Eleusis und fuhren über die Ierá Odós nach Athen.
Die Anzahl der deutschsprachigen Schüler war damals gering, fünf, sechs Schüler proJahrgang. Das hatte den großen Vorteil, dass wir deutschen, österreichischen oder SchweizerSchüler mehrere Fächer wie Sport, Kunst, Chemie, Physik, Französisch gemeinsam mitunseren griechischen Jahrgangsgenossen hatten, richtigen Klassenkameraden. Bald bildetensich Freundschaften, die teilweise bis heute halten. Ich wurde von griechischenKlassenkameraden nach Hause eingeladen und zu Partys, bei denen zu meiner ÜberraschungJungen und Mädchen zusammen tanzten. Zu meiner ersten Party war ich in kurzen Hosenerschien, es war definitiv das letzte Mal.
Der enge Kontakt mit griechischen Mitschülern half beim Erlernen der griechischen Sprache,auch der Griechischunterricht in der deutschen Abteilung, zweimal pro Woche, den manchedeutschsprachigen Mitschüler nicht sehr ernst nahmen. Frau Karwelá gab sich viel Mühe mituns und legte die Basis für Grammatikkenntnisse, später weiter gefördert durch die HerrenPapadákis und Assonítis. Schon damals wollte mir nicht einleuchten, wieso ich einen Spiritus
asper (δασεία) oder lenis (ψιλή) auf die Anfangsvokale setzen sollte, obwohl es an derAussprache nichts änderte. Gleiches galt für den Zirkumflex (περισπωμένη). Als sieabgeschafft wurden, habe ich aufgeatmet und gedacht: άδικα παιδεύτηκα.
In meinen letzten beiden Jahren an der DSA war der unvergessene Timoléon Dimópoulosmein Neugriechisch-Lehrer, wir lasen Literatur, u. a. Aléxis Sorbás von Níkos Kazantzákis.Immer wenn der Text die amourösen Abenteuer des Sorbás behandelte, meinte H.Dimópoulos, die folgenden Seiten seien unwichtig, wir machen beim nächsten Kapitel weiter.Klar, dass wir dann zu Hause „die folgenden Seiten“ mit besonderer Aufmerksamkeit lasen.H. Dimópoulos verdanke ich auch die Bekanntschaft mit dem „Bettler“ von AndréasKarkavítsas. Die Sprache des Autors begeisterte mich derart, dass ich mich nach meinemAbitur im Mai 1964 hinsetzte und spontan und ohne Vertrag mit einem Verlag versuchte, denText in meine Muttersprache zu übersetzen. Nach mehreren vergeblichen Versuchen, dieÜbersetzung bei einem Verlag unterzubringen, ruhte sie längere Zeit in einer Schublademeines Schreibtisches, bis schließlich in den 80er Jahren der Romiosini Verlag in Köln sieerlöste und als Buch herausbrachte. Ich habe später noch mehrere griechische Bücher undTexte übersetzt und veröffentlicht, die Basis dafür wurde im Neugriechisch-Unterricht an derDSA gelegt.
Natürlich wusste ich als Schüler in Athen, dass die Wehrmacht Griechenland von 1941 –1944 besetzt hatte, aber das Ausmaß der Zerstörungen und der Leiden der Bevölkerung sindmir erst später, während meines Studiums in Heidelberg, klargeworden, als ich im Verein dergriechischen Studenten verkehrte und, ausgelöst durch den Staatsstreich der Obristen, michintensiver mit der griechischen Geschichte und insbesondere mit dem Zweiten Weltkrieg und
dem Bürgerkrieg beschäftigte. Erst da fiel mir auf, wie wenig selbstverständlich es war, dassab 1956, d. h. gerade mal 12 Jahre nach Abzug der Wehrmacht, griechische Eltern vor allemder Bildungsschicht bereit waren, ihre Kinder auf eine deutsche Schule zu schicken. Das warein enormer Vertrauensbeweis und ein Hinweis, dass sie zwischen den Folgen dermenschenverachtenden Naziideologie, die so viele Deutsche ergriffen hatte, und dem„anderen Deutschland“ zu differenzieren wussten. Heute, fast sechzig Jahre später, nachdemviele Tausende junger Griechinnen und Griechen die DSA absolviert haben, erscheint es mirwichtig, daran zu erinnern.
Und auch daran: Nie sind meine Eltern, meine Schwester und ich auf feindselige oder auchnur ablehnende Reaktionen gestoßen, wenn wir mit deutschem Kfz-Kennzeichen durch dasLand reisten. Auch das empfinde ich im Nachhinein als außergewöhnlich und als Beweis fürdie Differenzierungsgabe und Versöhnungsbereitschaft der griechischen Bevölkerung.
In meiner Erinnerung ist die DSA vor allem die Adresse Metsóvou 4 und später Rethýmnou.Der Hof mit der großen Palme, das Morgengebet und das gemeinsam geschmetterte Lied,dirigiert von einem Mitschüler aus Fáliron, der sommers wie winters im kurzärmligen Hemdauftrat. Die Palme, o fínikas, war der Titel der ersten Schülerzeitung der DSA, derenRedakteur, mein Klassenkamerad Pantelís Panteloúris, später ein ganzes Berufsleben langPresseattaché an verschiedenen griechischen konsularischen Vertretungen und an derBotschaft in Bonn und Berlin war, wo wir uns oft trafen. Zum Sport marschierten wir durchden Park Pedíon tou Áreos zum Panellínion Stadium, wo uns Herr Hilbrecht über dieAschenbahn jagte. Später saß ich in meiner kleinen Klasse im Nebengebäude Rethýmnou,knapp unterhalb der Dachterrasse, wo in der umgestalteten Waschküche (plystarió) HerrBecker versuchte, uns Mozart und Beethoven nahe zu bringen. Mir gefiel das Provisorischeder Unterbringung, es stärkte das Zusammengehörigkeitsgefühl und den menschlichenKontakt mit den Lehrerinnen und Lehrern.
Als Teenager bekam ich von den damaligen politischen Verhältnissen wenig mit.Wirtschaftlich ging es mit Griechenland nach den Zerstörungen der Besatzung und desBürgerkriegs steil bergauf. Die Jahre der Regierung Karamanlís waren von hohem Wachstumund finanzieller Stabilität geprägt. Von den Schattenseiten, der Emigration der sogenanntenGastarbeiter, der Diskriminierung aller Linken, dem Nebenstaat (parakrátos), wusste ichwenig. Dies waren Themen, die an der Schule nicht vermittelt wurden und auch nichtvermittelt werden konnten. Aber ich erinnere mich gut, wie nach dem Wahlsieg von GeórgiosPapandréou 1963 ein politischer und kultureller Aufbruch erfolgte. Ich begann, regelmäßiggriechische Zeitungen zu lesen und entdeckte Themen aus der Besatzungszeit und demBürgerkrieg, die zuvor tabu gewesen waren.
Von 1986 bis 1990 erlebte ich eine zweite intensive Begegnung mit der DSA. Zu meinergroßen Freude hatte mich das Auswärtige Amt als Kulturattaché an die Botschaft derBundesrepublik Deutschland versetzt, wobei meine Griechischkenntnisse sicher eine Rollegespielt haben. Ich lernte die großzügige Anlage der DSA in Parádissos, die meine beidenSöhne besuchten, zu schätzen. Als Kulturattaché saß ich ex officio mit beratender Stimme imSchulvorstand und habe viereinhalb Jahre lang die Geschicke der DSA unter den DirektorenRöske und Dr. Meyer begleitet und insbesondere im Verhältnis zur griechischenSchulverwaltung unterstützt. Als ich beim ersten Besuch in meiner neuen Funktion die Schulebetrat, wurde ich von Fräulein Schmidt begrüßt, die schon in meiner Schülerzeit imVorzimmer des Schulleiters amtierte. Es fehlte nur Frau di Lernia mit ihrem unnachahmlichengermanischen Griechisch, um mich um 22 Jahre zurückzuversetzen. Bei Treffen mitEhemaligen wurde ich dann oft gefragt, ob ich nicht der Sohn des Herrn Klemm sei, desKunsterziehers Ende der 50er, Anfang der 60er Jahre.
Die Anzahl der Schüler im deutschsprachigen Zweig war in der Zwischenzeit so gestiegen,dass zwei Züge gebildet werden mussten und der deutschsprachige Zweig vom griechischenvöllig getrennt wurde. Meine Söhne besuchten zwar mit griechischen Schülern dieselbeSchule, hatten aber keine griechischen Klassenkameraden mehr, es sei denn es handelte sichum Kinder aus deutsch-griechischen Ehen, die den deutschsprachigen Zweig besuchten.
Entsprechend entfiel für viele deutschsprachige Schüler die Notwendigkeit, fließendGriechisch zu lernen. Leider haben meine beiden Söhne ihr Griechisch weitgehend vergessen,obwohl der ältere – wie zuvor sein Vater – von Frau Karwelá unterrichtet wurde.
Zu meiner großen Freude habe ich bei meinem Besuch in der DSA im April 2016 erfahren,dass sich die griechische Schulgesetzgebung geändert hat und einem integrierten Unterrichtvon griechischen und deutschsprachigen Schülern nicht mehr im Wege steht. Die Erfahrung,gemeinsam im selben Klassenzimmer zu sitzen, verbindet häufig ein Leben lang undimmunisiert dauerhaft gegen Vorurteile und nationale Stereotype, die leider in den letztenJahren, ausgelöst durch die Finanz- und Wirtschaftskrise, sowohl in deutschen wiegriechischen Medien verbreitet werden.