Οι καθηγητές που έχουμε επιλέξει φαίνεται ότι είναι σχεδόν όλοι “φιλόλογοι”. Τούτο συμβαίνει διότι οι μαθηματικοί, οι φυσικοί, οι χημικοί, οι βιολόγοι ήταν και είναι Γερμανοί. Είχαμε δε την τύχη οι ‘Ελληνες φιλόλογοι, ιστορικοί και θεολόγοι να είναι πραγματικά “τεράστια μεγέθη”, από τον Γιώργο Δημητράκο έως τον Ιδομενέα Παπαδάκη, τον Οδυσσέα Λαμψίδη, τον Νίκο Ασωνίτη, τον Αλέκο Παπαγεωργίου, τον Παναγιώτη Στάμο και τον Τίμο Δημόπουλο, που οι παλαιότεροι είχαν την τύχη να τους έχουν απέναντί τους καθημερινά, αφήνοντας επάνω μας ίχνη που δεν ξεβάφονται. Μάθαμε Όμηρο και Παπαδιαμάντη και διδαχθήκαμε τη γλώσσα σε μία πολύ δύσκολη περίοδο καλύτερα από το αν πηγαίναμε σε ελληνικά σχολεία.
Οι δικοί μας Έλληνες
Οι καθηγητές που έχουμε επιλέξει φαίνεται ότι είναι σχεδόν όλοι "φιλόλογοι". Τούτο συμβαίνει διότι οι μαθηματικοί, οι φυσικοί, οι χημικοί, οι βιολόγοι ήταν και είναι Γερμανοί. Είχαμε δε την τύχη οι 'Ελληνες φιλόλογοι, ιστορικοί και θεολόγοι να είναι πραγματικά "τεράστια μεγέθη", από τον Γιώργο Δημητράκο έως τον Ιδομενέα Παπαδάκη, τον Οδυσσέα Λαμψίδη, τον Νίκο Ασωνίτη, τον Αλέκο Παπαγεωργίου, τον Παναγιώτη Στάμο και τον Τίμο Δημόπουλο, που οι παλαιότεροι είχαν την τύχη να τους έχουν απέναντί τους καθημερινά, αφήνοντας επάνω μας ίχνη που δεν ξεβάφονται. Μάθαμε Όμηρο και Παπαδιαμάντη και διδαχθήκαμε τη γλώσσα σε μία πολύ δύσκολη περίοδο καλύτερα από το αν πηγαίναμε σε ελληνικά σχολεία.
Με αφορμή την αναφορά μας στον Γεώργιο Γαλίτη, ως τον μόνο δάσκολο μας, που εξελέγη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο επεσήμανε ορθώς Αγγελική Κανελλακοπούλου ότι και άλλοι εκπαιδευτικοί μας είχαν αυτήν την εξέλιξη. Οπότε θα διορθώσουμε για τον Γεώργιο Γαλίτη, ότι ήταν ο πρώτος και με την αφορμή αυτή θα αναφέρουμε και τους άλλους.
Ας δούμε και τους άλλους:
η Έλενα Παλλαντζά, η οποία είναι και απόφοιτος του 1987. Από το 1997 έως το 2003 εργάστηκε ως φιλόλογος στη Γερμανική Σχολή Αθηνών και από το 2003 ζει στη Γερμανία και διδάσκει Νέα Ελληνική Γλώσσα και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο της Βόννης,
ο Χρήστος Σταυράκος, που ήταν δίδαξε Αρχαία Ελληνικά και Ιστορία το 1992 και εξελέγη Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στα Ιωάννινα, και
ο Βαγγέλης Αλεξίου Καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Έλενα Παλλαντζά |
Χρήστος Σταυράκος |
Ευάγγελος Αλεξίου |
Η Γιολάντα Αγαλλίδου γεννήθηκε στις 12 Μαΐου 1919 και πρωτοεμφανίζεται στα Μαθητολόγια το έτος 1926-27 στην Β’ Δημοτικού και παραμένει έως την αποφοίτησή της το έτος 1936-37. Τον Ιούνιο του 1940 πήρε πτυχίο της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, και διετέλεσε Καθηγήτρια Σωματικής Αγωγής από 01.10.1940 έως που έκλεισε η Γερμανική Σχολή λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.|
To 1941 παντρεύτηκε τον Γιάννη Καναβαριώτη, ανώτερο υπάλληλο της Αγροτικής Τραπεζας και απέκτησαν τρία παιδιά: τον Κώστα, την Μαριάννα (Μαρία-Αναστασία) και την Ελένη που αποφοίτησαν από την μεταπολεμική Γερμανική.
Μετά τον Πόλεμο προσελήφθη από το Δημόσιο και υπηρέτησε σε σχολεία των Αθηνών και της επαρχίας ως καθηγήτρια γυμναστικής.
Στην Σχολή φοίτησε και η αδελφή της, Έλλη Αγαλλίδου, η οποία ακολούθησε θετικές επιστήμες και σπούδασε φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Απεβίωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 2001.
Ο Ιωάννης Αγαλίδης του Δημοσθένους (1880-1966), πατέρας της Γιολάντας και της Έλλης, ήταν πολιτικός μηχανικός-αρχιτέκτονας, σύζυγος της Edith Ζάννου και γεννήθηκε στην Σκόπελο. Ο πατέρας του ήταν έμπορος. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην συνέχεια, αρχιτεκτονική στο Παρίσι και στο Μόναχο. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Γενικής Βιομηχανικής Εταιρείας ΒΙΟ, μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος της Α.Ε. Οδών και Οδοστρωμάτων, και διευθύνων σύμβουλος της Α.Ε. Οδοποιίας και Τεχνικών Έργων “ΕΡΓΟΝ”.
Απεβίωσε στο Μόναχο.
(πηγή: Μιράντα-Ζάννου Παπαδοπούλου, Μία οικογένεια δύο αιώνες. Το χρονικό της οικογένειας Ζάννου.
Γεννημένος το 1909 στην Προύσα, όπου έμεινε μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ήρθε σαν πρόσφυγας στην Θεσσαλονίκη όπου τέλειωσε το σχολείο και την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Μεταπτυχιακά έκανε στο Αμβούργο με αντικείμενο την Αρχαία Ιστορία και την Επιγραφολογία.
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προσχώρησε στο ΕΑΜ και μετά τη λήξη του Εμφυλίου εξορίστηκε στον Αγιο Ευστράτιο.
Το 1956, όταν επαναλειτούργησαν μετά από δωδεκαετή διακοπή οι Γερμανικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθήνας διορίστηκε στην ΓΣΑ και σχεδόν αμέσως ανέλαβε και την διεύθυνση της μέχρι την συνταξιοδότησή του το 1982. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1968, όταν εγκαινιάστηκαν οι εγκαταστάσεις της Σχολής στο Μαρούσι είχε μόλις «απολυθεί» από την χούντα λόγω πολιτικών φρονημάτων, αλλά επανήλθε γρήγορα κατόπιν πιέσεων της γερμανικής κυβέρνησης.
Από τις πρώτες μέρες στη Σχολή και λόγω της «ειδικής» της αποστολής «ως τόπου διεθνών συναντήσεων» (Begegnungsschule) και για 25 συνεχή χρόνια συντόνιζε τις επαφές των Ελλήνων μαθητών με συνομήλικους Γερμανούς.
“Πολυγραφότατος, με πλήθος βιβλίων ιστορικών, φιλοσοφικών, αντιστασιακών και με συμμετοχή σε πολλά διεθνή συνέδρια παρέμεινε δραστήριος μέχρι το τέλος της ζωής του.” Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο το 1997, ένα μήνα πριν το θάνατό του (27 Αυγούστου), είχε ετοιμάσει την εισήγησή του για τις «Δελφικές Γιορτές», που τελικά εκφώνησε η κόρη του Άννα, απόφοιτος της Γερμανικής Σχολής, όπως άλλωστε και ο γιός του Σταύρος.
Το 1991 κυκλοφόρησε το έργο του “ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ και ΑΠΟΛΟΓΙΑ, από του φοβερού βήματος…”, ενώ το 2009 ο Heinz Richter του αφιέρωσε ένα κεφάλαιο στο βιβλίο του “Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ και οι συνέπειές της”.
Το 1977 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ο.Δ. της Γερμανίας με τον «Σταυρό της Τιμής» για την εν γένει προσφορά του στην ελληνογερμανική προσέγγιση.
Το χειρόγραφο της ομιλίας για τα 100 χρόνια…
Ο Βασίλης Μαυρίδης με τον Γεώργιο Δημητράκο το 1982:
Ο Γεώργιος Αντ. Γαλίτης γεννήθηκε στίς 8.11.1926, τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές στην Αθήνα, σπούδασε Θεολογία καί Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Marburg, Bonn και Mainz Γερμανίας. Το 1960 ανακηρύχθη διδάκτωρ, το 1964 υφηγητής, το 1966 εντεταλμένος υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1969 τακτικός καθηγητής της Ιστορίας των Χρόνων της Κ.Διαθήκης καί Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Υπηρέτησε στην Γερμανική Σχολή Αθηνών από τό 1959 μέχρι το 1969 διδάσκοντας το μάθημα των Θρησκευτικών (Ορθόδοξη Θεολογία), αλλά μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη λόγω της εκλογής του ως καθηγητής και μάλιστα είναι ο πρώτος δάσκαλος του σχολείου, που έγινε Τακτικός Καθηγητής Πανεπιστημίου.
Μεταξύ 1974 και 1975 ήταν Συγκλητικός και το διάστημα 1975-76 Κοσμήτορας. Το 1979 μετεκλήθη στό Πανεπιστήμιο Αθηνῶν, στην έδρα τῆς Εισαγωγής καί Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης. Διετέλεσε Συγκλητικός και διευθυντής του Ερηνευτικού Τομέα, το 1994 Ομότιμος, ενώ το 1995-96 δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (Τμήμα Ορθοδόξου Θεολογίας). Τό 2005 τό Πανεπιστήμιο τοῦ Βουκουρεστίου τον ανεκήρυξε επίτιμο διδάκτορά του.
Διετέλεσε επιστημονικός σύμβουλος της Γερμανικής Τηλεοράσεως Südwestfunk επί θεμάτων Ορθοδοξίας. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής μετέσχε στήν παραγωγή δεκάδων ταινιών σχετικών με την Ορθοδοξία και την Ελλάδα, όπως η τριλογία «Άγιον Όρος –Σινά -Πάτμος». Ειδικότερα η ταινία περί του Αγίου Όρους «Χίλια χρόνια είναι σαν μία ημέρα. Μοναχοί του Αγίου Όρους» («Tαusend Jahre sind wie ein Tag, Mönche des Heiligen Berges»), προεβλήθη πολλές φορές στήν Γερμανία και, μεταγλωττισμένη, σε πολλές άλλες χώρες.
Έφυγε την Πέμπτη 28.7.2022 σε ηλικία 96 ετών.
Εορταστική Εκδήλωση 130 χρόνια “Ανάπλασις”…
«Ο παλαιός και ο καινός Αδάμ στη θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου»…
“Έφυγε” ο Γεώργιος Γαλίτης, καθηγητής των Θρησκευτικών…
Δείτε το δημοσίευμα στην “Ρομφαία” με τίτλο “Ο Καθηγητής Γεώργιος Αντ. Γαλίτης κεκοίμηται”…
Δείτε το άρθρο τουΣεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’…
Γεννήθηκε το 1905 στον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. Ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση στον Αστακό και τη Λευκάδα και το 1922 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά από δύο χρόνια, το 1924, μετεγγράφηκε στη Θεολογική Σχολή του ιδίου Πανεπιστημίου από όπου αποφοίτησε το 1927. Λαμβάνοντας υποτροφία του Υπουργείου Παιδείας συνέχισε τις σπουδές του στη Βυζαντινολογία και την Εκκλησιαστική Φιλολογία στα Πανεπιστήμια των Βρυξελλών, του Μονάχου και του Βερολίνου.
Το 1937 αναγορεύθηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου, ενώ το 1938 διδάκτωρ θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δίδαξε σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης, στην Κεφαλονιά και την Πάτρα αλλά και το Μαράσλειο Αθηνών, και στη συνέχεια υπήρξε γενικός επιθεωρητής και διευθυντής της Γερμανικής Σχολής Αθηνών έως το 1940. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε να αρθρογραφεί στα περιοδικά «Θεολογία» και «Εκκλησία» της Εκκλησίας της Ελλάδος των οποίων υπήρξε διευθυντής την περίοδο 1968-1982, ενώ ασχολήθηκε και με τα αρχεία της Ιεράς Συνόδου.
Το 1938 εξελέγη υφηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, και δίδαξε ως επίκουρος καθηγητής, ενώ το 1942 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην έδρα της Γενικής Εκκλησιαστικής Γραμματολογίας στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1951 επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αντικαθιστώντας τον Δημήτριο Μπαλάνο στην έδρα της Πατρολογίας και της Ερμηνείας των Πατέρων. Υπήρξε κοσμήτορας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε αυτή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1956-1957, 1964-1965 και 1969-1970. Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1970, λόγω συνταξιοδότησης.
Δίδαξε ακόμη, ως επισκέπτης καθηγητής στην Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη των ΗΠΑ, ενώ για δύο χρόνια διετέλεσε γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων στο Υπουργείο Παιδείας. Το 1938 εξελέγη μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός και το 1978 τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1987 υπήρξε πρόεδρος αυτής.Απεβίωσε στις 7 Ιουνίου 1990 στην Αθήνα.Περισσότερα wikipedia…
Ο Χρήστος Μπαλόγλου εντόπισε ένα πολύ αναλυτικό άρθρο (εις μνημόσυνον) του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηλία Δ. Μουτσούλα, το οποίο ε’ιχε δημοσιευτεί στα τεύχη Θεολογίας (Τόμος ΞΑ’ – Τεύχος 3 – 1990). Δείτε το άρθρο…
Ο Νικόλαος Μπρούζος γεννήθηκε στην Φρεαττύδα το 1901 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μπρούζος (πρώτος Γενικός Ταμίας του Κράτους) και μητέρα του η Ελένη Ευταξία, ανηψιά του οικονομολόγου και πολιτικού Αθανασίου Ευταξία (1845-1927), που διετέλεσε πρωθυπουργός το 1926.
Σε ηλικία 5 ετών έχασε τον πατέρα του και μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του και την μητέρα του έζησαν με τον αυστηρό θείο, που είχε άλλα σχέδια για τα ανήψια του. Στα δεκαέξι του πέτυχε την εισαγωγή του στην τότε Φυσικομαθηματική Σχολή και είκοσι ετών ήταν πλέον καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης.
Υπηρέτησε αρχικά στο Γυμνάσιο Χανίων Κρήτης και, μετά από οκτώ χρόνια, στην Ανωτάτη Εμπορική (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Στη δημόσια εκπαίδευση δίδαξε συνολικά 40 έτη και για μία δεκαετία στην ιδιωτική εκπαίδευση στη Σχολή Μωραΐτη και στην Γερμανική Σχολή Αθηνών από το 1959 έως το 1966.
Νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την φωτογραφία, την εκμάθηση ξένων γλωσσών και την μετάφραση ιστορικών και φιλοσοφικών κειμένων. Έλαβε μέρος στο Μικρασιατικό Πόλεμο ως ασυρματιστής (1920-21) και με την ίδια ειδικότητα στο Αλβανικό μέτωπο (1940). Σημαντική αντιστασιακή δράση ανέπτυξε κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1940-44). Ανέλαβε την επιμόρφωση των νεοσύλλεκτων καθηγητών-ανταρτών στο Καρπενήσι (στη λεγόμενη “Κυβέρνηση του Βουνού”). Αναγνωρίστηκε επίσημα ως αντιστασιακός με το προσωνύμιο “Λύρης”, αλλά δεν αποδέχθηκε τη συνταξιοδότησή του από την Εθνική Αντίσταση λόγω αρχών.
Τα 35 τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε στα Σελήνια της Σαλαμίνας . Πέθανε σε ηλικία 105 ετών, στο σπίτι του στα Σελήνια, έχοντας δίπλα του την αγαπημένη του κόρη.
Έγραψε αρκετά βιβλία Μαθηματικών, εισάγοντας πρωτοποριακές διδακτικές μεθόδους Ευρωπαϊκών Σχολών. Μετέφρασε από τα γαλλικά, Ροβεσπιέρο, Νίτσε, Μαρξ, Ένγκελς χρησιμοποιώντας το φιλολογικό ψευδώνυμο “Φ.Φωτίου” (Εκδόσεις Θεμέλιο, Σύγχρονη Μαρξιστική Σκέψη). Επίσης μετέφρασε έργα των ιστορικών Άλφαρυς, Πέπυς και Τόλαντ, των μαθηματικών Νιούμαν, Τόμασεκ και Σέφερ και του αστρονόμου Λίτροου. Οι φωτογραφικές του λήψεις ήταν μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας και γι’αυτό τιμήθηκε με βραβεία ως ερασιτέχνης φωτογράφος στην ασπρόμαυρη φωτογραφία.
(*) το κείμενο υπογράφεται από την Μαλάμω Τσικουδάκη Walther και μας το έστειλε η Ντόλλυ Κόνγκου, απόφοιτος.
Σχετικά άρθρα:
Ο Νίκος Ασωνίτης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1917 στην Στρογγυλή της Κέρκυρας , στην οποία ο πατέρας του ήταν παπάς. Γυμνάσιο έκανε στην πόλη και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρόνησο λόγω πολιτικών φρονημάτων και ακολούθως εργάστηκε σε νυχτερινά αλλά και σε ιδιωτικά σχολεία μέχρι να πάει στην Γερμανική έπειτα από πρόσκληση του Γεωργίου Δημητράκου, όπου δίδαξε Αρχαία, Νέα και Ιστορία.
Συγγραφέας πολλών βοηθημάτων, συνέταξε το «Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας», το «Λεξικό Ανωμάλων Ρημάτων», αναλύσεις για τα έργα Αρχαίων συγγραφέων, αλλά και το «Συντακτικό της Λατινικής Γλώσσας» και τα «Λατινικά», γλώσσα που γνώριζε πολύ καλά και πολύ συχνά συνομιλούσε σε αυτήν με τους φίλους του.
Στενός φίλος των Δημητράκου, Παπαδάκη, Παπαγεωργίου και Δανιήλ αλλά και φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού, του οποίου διέτελεσε και πρώτος πρόεδρος των φιλάθλων του.
Απεβίωσε στις 18 Νοεμβρίου 1996, λίγο πριν γίνει 80 ετών.
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1917 στην Τραπεζούντα από γονείς Ποντίους. Το 1923 ήρθε στην Ελλάδα μετά από ταλαιπωρίες με την οικογένεια του (γονείς, δύο κορίτσια και πέντε αγόρια) και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον προσφυγικό συνοικισμό Σκοπευτηρίου Καλλιθέας.
Το 1941 πήρε το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1948 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με το βαθμό «Άριστα» και με θέμα διατριβής του «Η ποινή της τυφλώσεως παρά τοις Βυζαντινοίς».
Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση από το 1944 έως το 1957 στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών. Το 1948 μάλιστα όταν δίδασκε στη Σχολή Μπερζάν, είχε μαθητή τον 17χρονο τότε Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος θα τον μνημονεύσει αργότερα στο βιβλίο του «Η Ξεχασμένη Φρουρά» στο αφιέρωμα για τον Καβάφη, αλλά θα θυμηθεί ότι τον αποκαλούσε χαριτολογώντας “Κουμανταρινέα”.
Εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διετέλεσε καθηγητής στην Γερμανική Σχολή από το 1958 έως το 1979. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και ως ερευνητής. Συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ελληνικά και ξένα περιοδικά, στα οποία δημοσίευσε πάνω από 250 μελέτες, με θέματα που αναφέρονται στη βυζαντινή ιστορία και φιλολογία, καθώς και στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο και στη διάλεκτο των Ποντίων, ενώ επιμελήθηκε και των άρθρων του κεφαλαίου «Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία» της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» (Τόμος ΙΑ).
Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία γράφοντας διηγήματα, θεατρικά και μεταφράσεις με το ψευδώνυμο Lys. Photeinos (Λυσ.Φωτεινός).
Από το 1962 και επί σειρά ετών διετέλεσε Πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και με την ιδιότητά του αυτή διηύθυνε το επιστημονικό σύγγραμμα «Αρχείον του Πόντου».
Για το επιστημονικό του έργο τιμήθηκε από τον Πατριάρχη Δημήτριο, ενώ η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το αργυρό μετάλλιό της και η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα.
Απεβίωσε στις 12 Ιουλίου 2006.
Η Εύη Πάσχου “συναντά” τον Οδυσσέα Λαμψίδη…
Μια άγνωστη πτυχή της προσωπικότητας του Οδυσσέα Λαμψίδη…
Ο Παναγιώτης Αγαπητός για τον Οδυσσέα Λαμψίδη…
Από την επίσημη ιστοσελίδα της “Επιτροπής Πονταικών Μελετών” (www.epm.gr) δανειστήκαμε το βιογραφικό του Οδυσσέα Λαμψίδη, έτσι όπως εμφανίζεται στην ενότητα “ΙΣΤΟΡΙΚΟ / ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ”
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου στις 8 Μαΐου 1917.
Παιδί του Αχιλλέα Λαμψίδη, προέδρου της ενορίας Υπαπαντής Τραπεζούντας, που με τον ξεριζωμό του ποντιακού ελληνισμού και ακολουθώντας τους γονείς του στο δρόμο της προσφυγιάς εγκαταστάθηκε στην Καλλιθέα Αττικής.
«Μένει στο νου μου βαθειά χαραγμένη μια εικόνα από τα πρώτα χρόνια, χρόνια της προσφυγιάς στο συνοικισμό της Καλλιθέας. Οι γονείς μας, πρόσφυγες και φτωχοί τόσο πολύ που πιο πολύ δεν παίρνει, κάθε Κυριακή, ξεχνώντας το μόχθο και τα δάκρυα της εβδομάδας, έβαζαν τις φορεσιές της πατρίδας και πιάνονταν στο χορό. Η λύρα άναβε φωτιές και τα τραγούδια έδιναν και έπαιρναν. Τραγούδια για τον ξεριζωμό, για την αγάπη, το θάνατο, τη ζωή. Και χόρευαν ώσπου τ’ αχνάρια τους γινόταν αυλάκια βαθειά μέσα στη λάσπη. Κι’ εγώ μικρό παιδί φοβόμουν πως θα βουλιάξουν και θα χαθούν. Μα εκείνοι χόρευαν και χόρευαν βαθαίνοντας το αυλάκι.
Όσοι ξέρουν είπαν πως ήτανε φυγή.
Μα εγώ όσο περνούν τα χρόνια ξαναφέρνω στη μνήμη μου την εικόνα εκείνη και πιστεύω πως οι ξεριζωμένοι γονείς μας, πότιζαν με δάκρυα το χώμα και με το χορό τους άνοιγαν βαθύ για να ριζώσει, να ανθίσει και να καρπίσει το δέντρο της Ρωμανίας επαληθεύοντας τη ρήση την προγονική.
«Η Ρωμανία κι’ αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι’ άλλο»
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε της σπουδές του στη Γερμανία, όπου ειδικεύθηκε στη Βυζαντινολογία. Ήδη το 1935, στο εγκυρότερο Βυζαντινολογικό Περιοδικό, την Byzantinische Zeitschrift, είχαν δημοσιευθεί οι πρώτες μελέτες του για το εγκώμιο της Τραπεζούντας του Βησσαρίωνα και για τα έγγραφα της μονής Βαζελών. Ήταν τότε νέος φοιτητής. Κατόπιν επιστροφή στην Ελλάδα, πόλεμος, κατοχή, τα μετά την κατοχή. Περίοδος δύσκολη για όλους κι ακόμη δυσκολότερη για τον μεγάλο αδερφό που κατοικούσε με την πολυμελή του οικογένεια. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες γράφτηκε και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Η ποινή της τυφλώσεως παρά τοις Βυζαντινοίς (1949)». Δίδαξε επί σειράν ετών στο Λύκειο Μπερζάν και τη Γερμανική Σχολή, όπου μαθητές του διακρίθηκαν και έκαναν επιστημονική ή πολιτική καριέρα. Έλαβε μέρος σε όλα τα βυζαντινολογικά συνέδρια πλάι σε μεγάλους βυζαντινολόγους, όπου έκανε σημαντικές ανακοινώσεις.
Ο Πόντος, ο βυζαντινός αλλά και ο νεότερος, απέκτησε κεντρική θέση, όταν ο Οδ. Λαμψίδης έγινε γραμματέας και κατόπι πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και επιφορτίσθηκε με την επιμέλεια της έκδοσης του περιοδικού «Αρχείον Πόντου». Και το περιοδικό αναμορφώθηκε κι ανέβηκε σε πραγματικά διεθνές επίπεδο. Απόδειξη αυτής της ακτινοβολίας του είναι ο σημαντικός αριθμός μη Ελλήνων ειδικών που υποβάλλουν τις μελέτες τους για δημοσίευση στο «Αρχείον Πόντου». Απόδειξη είναι και το ότι τα πρακτικά ενός διεθνούς συμποσίου για τον Πόντο «Μαύρη Θάλασσα», που έγινε στο Birmingham της Αγγλίας, δημοσιεύθηκαν στον 35ο τόμο του «Αρχείου Πόντου», Αθήνα 1978.
Ο καθηγητής του Birmingham, Anthony Bryer, που έχτισε ολόκληρη την καριέρα του πάνω στον Βυζαντινό Πόντο, έλεγε πως όταν αυτός άρχισε να μελετά τον μεσαιωνικό Πόντο, οι πηγές της ιστορίας του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών ήταν κακοδημοσιευμένες και δύσχρηστες. Και ότι χάρη στο Λαμψίδη, οι ιστορικοί της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας είναι προνομιούχοι, γιατί οι πηγές που θα χρησιμοποιήσουν έγιναν και προσιτές και είναι δημοσιευμένες σύμφωνα με όλες τις απαιτήσεις της σύγχρονης επιστήμης. Ο Bryer σκεφτόταν βέβαια πρώτα απ’ όλα τη νέα έκδοση του Χρονικού του Μιχαήλ Παναρέτου, που είναι πια κλασική και απαραίτητη για όποιον θελήσει να πλησιάσει τους Μεγάλους Κομνηνούς. Σκεφτόταν όμως κι ένα πλήθος άλλες πηγές που εκδόθηκαν ή επανεκδόθηκαν και που μελετήθηκαν πάνω σε νέες βάσεις, όπως τα έργα του Ανδρέα Λιβαδηνού, του Ιωάννη Ξιφιλίνου, του Ιωάννη Ευγενικού. Σκεφτόταν τους βίους και τα θαύματα αγίων, από τους οποίους ήταν Πόντιοι, όπως ο Άγιος Ευγένιος, ο προστάτης της Τραπεζούντας, ο Νίκων ο Μετανοείτε που κατέληξε στη Σπάρτη κι άλλοι συνδέθηκαν με τον Πόντο χάρη στη δράση τους, όπως οι Αθηναίοι ιδρυτές της μονής Σουμελά, οι αδελφοί Διονύσιος και Θεοδόσιος από τα περίχωρα της Καστοριάς. Ο πρώτος ίδρυσε τη μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος με τη βοήθεια του Αλεξίου Γ’ του Μεγάλου Κομνηνού, ενώ ο δεύτερος ήταν την ίδια εποχή μητροπολίτης Τραπεζούντος.
Σχετικά με τις πηγές του μεσαιωνικού Ελληνισμού του Πόντου, ο Οδ. Λαμψίδης ασχολήθηκε και με συγγραφείς Βυζαντινούς που και εκτενείς είναι και σε πολλά χειρόγραφα σώζονται. Όπως το χρονικό του Εφραίμ, που γράφτηκε το 14ο αιώνα, για το οποίο μας έδωσε νέα κριτική έκδοση και λεπτομερή σχολιασμό. Για το έμμετρο χρονικό που ο Κωνσταντίνος Μανασσής έγραψε στα τέλη του 12ου αιώνα και το οποίο γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία στην εποχή του και αργότερα, που σώζεται σε απειρία χειρογράφων. Ξεχωριστά αναφέρεται μια μελέτη με την οποία ο Οδ. Λαμψίδης απέδειξε για πρώτη φορά πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς του 12ου αιώνα έχει αντλήσει πληροφορίες από τον Μιχαήλ Ψελλό του 11ου αι. Όσοι ασχολούνται με χρονικά του μεσαίωνα ξέρουν πόση διαίσθηση και πόση γνώση χρειάζονται για να αποδείξει κανείς κάτι τέτοιο.
Κι οι καθαρά ιστορικές εργασίες παρουσιάζουν την ίδια ευρύτητα. Η αναγραφή των δημοσιευμάτων του Οδ. Λαμψίδη μάς οδηγεί, από την ποινή της τυφλώσεως και την κυβομαντεία, θέματα σχετικά με τον ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών, σε γενικότερα ζητήματα της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, συνθετικές μελέτες για την Βυζαντινή Μαύρη Θάλασσα, για τα προβλήματα που θέτει η ιστορία του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών, και για την εμπορική σημασία της Τραπεζούντας, τη σημασία του ονόματος Μέγας Κομνηνός, των συνθηκών με τις οποίες οι Τούρκοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα το 1461 και πολλές άλλες μελέτες σχετικά με τον Ελληνισμό του Πόντου κατά την Τουρκοκρατία
Το επιστημονικό ενδιαφέρον του Οδ. Λαμψίδη για τη γλώσσα το μονοπωλεί σχεδόν η ποντιακή διάλεκτος. Βαθιά γνώστης της ελληνικής γλώσσας πραγματεύεται, με ιδιαίτερη ευστοχία, διάφορα θέματα, όπως ετυμολογικά, σημασιολογικά κ.ά. Επιπλέον αισθάνεται την ευθύνη να παρακινήσει νέους ανθρώπους να ασχοληθούν με τη μελέτη και έρευνα της ποντιακής διαλέκτου. Αυτό το κάνει με μια σειρά ενημερωτικών εργασιών που κατατοπίζουν σε θέματα προηγούμενης επιστημονικής έρευνας. Με την ευκαιρία κάποιας μελέτης του, παρέχει τη βασική διαλεκτολογική βιβλιογραφία της ποντιακής(π.χ. ΑΠ 17, 1952, 227-238), ή δίνει, συγκεντρωμένα, οδηγίες για την καταγραφή της ποντιακής, με τις οποίες καθοδηγείται κανείς για την ακριβή και με επιστημονικό τρόπο αποτύπωση της διαλέκτου (ΑΠ 24, 1961, 53-75), ή κάνει σύντομη και περιεκτική ιστόρηση της ποντιακής διαλέκτου (ΑΠ 23, 1959, 199-205, κ.ά.). Ποια ήταν τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας για την παρώθηση των νέων επιστημόνων ; Ο ίδιος δήλωνε : «Πολλάκις παρώτρυνα νέους φιλόλογους Ποντίους όπως ασχοληθώσιν επιστημονικώς εις μίαν τοιαύτην έρευναν, πολλάκις επροθυμοποιήθην να παράσχω αυτοίς πάσαν δυνατήν βοήθειαν. Δυστυχώς όμως ολίγοι επείσθησαν να ακολουθήσωσι την ανάντη και δυσχερή οδόν της επιστημονικής ερεύνης.»
Αρκετές εργασίες του Οδ. Λαμψίδη πραγματεύονται καθαρώς φιλολογικά θέματα: Κριτική έκδοση, κριτική κειμένου, σχολιασμός κειμένου, μετρικά σχόλια. Οι φιλόλογοι καταλαβαίνουν τη σημασία και την αξία τέτοιων ασχολιών που ανάγονται στην πεμπτουσία της φιλολογικής έρευνας και ανήκουν στις «καλές ημέρες» της φιλολογικής επιστήμης.
Μερικοί βυζαντινοί συγγραφείς είναι τυχεροί, γιατί επέσυραν το επιστημονικό ενδιαφέρον του Οδ. Λαμψίδη για το έργο τους, όπως «Ο εις Τραπεζούντα λόγος του Βησσαρίωνος», «Μιχαήλ του Παναρέτου Περί των Μεγάλων Κομνηνών», «Ιστορία της κριτικής του κειμένου και των εκδόσεων της Χρονικής Συνόψεως του Κωνσταντίνου Μανασσή», «Βατικανοί κώδικες περιέχοντες τον βίον αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου», «Εφραίμ του Αινίου Χρονογραφία. Κείμενο-μετάφραση-σχόλια», «Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντος Α’ Το μαρτύριον του Αγίου Ευγενίου υπό Ιωάννου Ξιφιλίνου, Β’ Κανών εις Άγιον Ευγένιον υπό Ιωάννου του Ευγενικού, Γ’ Ανωνύμου κανών εις Άγιον Ευγένιον εξ αθηναϊκών κωδίκων». Ξεχασμένους όρους της φιλολογικής επιστήμης μάς θυμίζει ο Οδ. Λαμψίδης με το τεράστιο έργο του: εισαγωγή, έκδοση, διορθώσεις, σχόλια, σύμμεικτα, κώδικες, χειρόγραφα, ανάγνωσις κωδίκων, κ.ά. Μέσα σε όλα αυτά ο Οδ. Λαμψίδης κινείται με εκπληκτική άνεση, που προέρχεται βασικά όχι τόσο από τη γνώση της τεχνικής, της μεθοδολογίας, όσο της γλώσσας.
Πραγματικά, η στέρεη γλωσσική κατάρτιση, σε όλες τις περιόδους της ελληνικής, δίνει στον Οδ. Λαμψίδη τη σιγουριά να προτείνει μια διόρθωση, να υποστηρίξει τη διατήρηση μιας γραφής χειρογράφου ή να κάνει τη διασάφηση κάποιου στοιχείου. Όπως : Α’ η μελέτη του «Γλωσσικά σχόλια εις μεσαιωνικά κείμενα του Πόντου» (ΑΠ 17, 1952, 227-238), όπου η άρτια γνώση της ποντιακής οδηγεί τον Οδ. Λαμψίδη να διορθώσει ένα πλήθος σφαλμάτων και εσφαλμένων αναγνώσεων στα περίφημα πια έγγραφα της Μονής Βαζελών, που έχουν εκδοθεί στα 1927 στο Λένινγκραντ. Ο ίδιος παρατηρεί: «Πλείστα γλωσσικά φαινόμενα της νυν Ποντιακής διαλέκτου θα επεξηγούντο ευχερέστερον και καλύτερον, εάν ελαμβάνοντο κατά την έρευναν υπ’ όψιν τα εν λόγω κείμενα. Η ύπαρξις των διαλεκτικών φαινομένων υπήρξεν ακριβώς ανυπέρβλητος δυσκολία δια την έκδοσιν ταύτην, της οποίας πολλά σφάλματα και παραναγνώσεις θα ηδύνατο να προλάβη η γνώσις του Ποντιακού ιδιώματος». Β’ η μελέτη του «Κροτώ – κρατώ – κρατίζω» εν τω Χρονικώ Μιχαήλ του Παναρέτου (ΑΠ 21, 1956, 226-230). Ανάμεσα στα άλλα, ασχολείται με την έκφραση «εκράτεισαν πόλεμον» του χειρογράφου του Χρονικού των Μεγάλων Κομνηνών του Μαρκιανού κώδικα. Την έκφραση αυτή ο εκδότης Σ. Λάμπρος και οι πριν απ’ αυτόν μελετητές τη διόρθωσαν σε «εκρότησαν πόλεμον». Τη γραφή του χειρογράφου αποκαθιστά ο Οδ. Λαμψίδης, πολύ σωστά: «Εν τη Ποντική διαλέκτω δεν ανευρίσκεται το ρήμα «κροτώ» ούτε και η έκρασις «κροτώ πόλεμον», η οποία ευκόλως ηδύνατο, ως προς την έννοιαν, να συμφυρθή και εν τέλει να ταυτισθή προς το «κρατώ πόλεμον». Δια τούτο είτε ο γνώστης της Ποντιακής διαλέκτου χρονικογράφος έγραψεν αυτός ούτος «εκράτησαν πόλεμον» είτε ο αντιγραφεύς του Μαρκιανού κώδικος μετέγραψε το «εκρότησαν πόλεμον» του συγγραφέως εις «εκράτεισαν πόλεμον», παρασυρθείς είτε εκ της τοπικής λαλιάς είτε εκ του πολλάκις εν τω Χρονικώ χρησιμοποιούμενου ρήματος «κρατώ».
Οι «μετρικές» εργασίες του Οδ. Λαμψίδη, που από τον ίδιο χαρακτηρίστηκαν με μετριοφροσύνη «σχόλια», αφορούν τους βυζαντινούς ιαμβογράφους Γεώργιο Πισίδη, Θεοδόσιο Διάκονο, Νικόλαο Μουζάλωνα, Κωνσταντίνο Μανασσή, χρονικογράφο Εφραίμ, Ανδρέα Λιβαδηνό και Ιωσήφ Βρυέννιο και πραγματεύονται ουσιώδη θέματα στη μετρική διαφοροποίηση της βυζαντινής από την αρχαία ποίηση. Πράγματι, διαβάζοντας τα «Σχόλια εις την ακουστικήν μετρικήν βυζαντινών στιχουργών ιαμβικού τριμέτρου» του Οδ. Λαμψίδη (ΑΠ 31, 1971, 235-340), «ο αναγνώστης δύναται να έχη προ οφθαλμών την εξέλιξιν του βυζαντινού ιαμβικού τριμέτρου από του 7ου μέχρι και του 15ου αιώνος»
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του φιλολογικού και του γενικότερου επιστημονικού ενδιαφέροντος του Οδ. Λαμψίδη είναι η συστηματικότητα στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης των θεμάτων και η επιμονή του στη διεκπεραίωση της διαπραγμάτευσης αυτής. Παράδειγμα το λεξιλόγιο του Κωνσταντίνου Μανασσή στη Χρονική Σύνοψη. Ο Οδ. Λαμψίδης δίνει το 1971 στον Πλάτωνα (23, σ. 254-277) τις λέξεις της Χρονικής Σύνοψης που δεν αναγράφονται στο Λεξικό της αρχαίας ελληνικής των Liddell – Scott – Jones. Κατόπιν στα 1973, 1974 και 1975 δίνει, στον Πλάτωνα πάλι (τ. 25, σ. 19-70, τ. 26, σ. 209-222 και τ. 27, σ.51-89) τα ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, της Χρονικής Σύνοψης. Παράλληλα, δίνει στα Βυζαντινά το 1973 (5, σ. 186-268) τα ρήματα στο λεξιλόγιο της Χρονικής Σύνοψης. Τέλος, δίνει στην Επετηρίδα Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών το 1976-77 (6, σ. 90-98) και τα επιρρήματα. Πάνω από 200 σελίδες καθαρής φιλολογικής δουλειάς, παράδειγμα για κάθε φιλόλογο, μακροπρόθεσμου και μακρόθυμου επιστημονικού ενδιαφέροντος και συστηματικότητας.
Ο Οδ. Λαμψίδης συμμετέχει σε διάφορα συνέδρια, ελληνικά και διεθνή, κατά κανόνα με επιστημονικές ανακοινώσεις του, και προωθεί την έρευνα σε συλλογικό επίπεδο. Η γλωσσομάθειά του, άλλωστε, του επιτρέπει την άνετη συμμετοχή καθώς και τη δημοσίευση εργασιών του σε ξενόγλωσσα περιοδικά, από τα πιο έγκυρα στον τομέα αυτόν.
Πέρα από αυτά ο Οδ. Λαμψίδης τόλμησε να ξεφύγει από το αυστηρά επιστημονικό πλαίσιο εργασίας. Μπήκε στο χώρο της λογοτεχνίας και του θεάτρου, και σαν μελετητής τους. Και στους τομείς αυτούς το έργο του – δείγμα των ευρύτερων πνευματικών ανησυχιών του – υπήρξε αξιόλογο, και δεν περιορίστηκε φυσικά στο χώρο της ποντιακής. Αντίκρισε και το σημερινό άνθρωπο, με τα προβλήματα, τα ενδιαφέροντα και τις αγωνίες του.
Στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών ο Οδ. Λαμψίδης εργάστηκε από τη δεκαετία του 1950 μαζί με τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Παπαδόπουλο, ως Γεν. Γραμματέας ο πρώτος και Πρόεδρός της ο δεύτερος, και ανύψωσαν το περιοδικό της «Αρχείον Πόντου» σε επιστημονικό περιοδικό διεθνούς κύρους. Από το 1962 υπήρξε για περισσότερο από 25 χρόνια Πρόεδρος της Ε.Π.Μ. και διευθυντής του «Αρχείου Πόντου». Κύριο μέλημά του ήταν η καταγραφή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού καθώς και η έκδοση των πηγών για τη συγγραφή της ιστορίας του Πόντου. Έτσι στους τόμους του «Αρχείου Πόντου» καταγράφηκε πολύτιμο λαογραφικό και γλωσσικό υλικό από τους ξεριζωμένους Έλληνες Ποντίους της πρώτης γενιάς.
Το 1967 οργάνωσε επιστημονική αποστολή του τότε Γεν. Γραμματέα Σίμου Λιανίδη στη Μακεδονία και στη Θράκη για τη συλλογή λαογραφικού και γλωσσικού υλικού. Στις εκεί εγκαταστάσεις των Ποντίων καταγράφηκαν και μαγνητοφωνήθηκαν συζητήσεις και αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων, διαλεκτικών κειμένων, εθίμων, δημοτικών τραγουδιών κ.ά.
Το 1981 οργάνωσε το Α’ Συμπόσιο Λαογραφίας, το οποίο σημείωσε απόλυτη επιτυχία. Οι ανακοινώσεις του συμποσίου περιλαμβάνονται στον 38ο τόμο του «Αρχείου Πόντου».
Ιδιαίτερη σημασία έδωσε ο Οδ. Λαμψίδης στην έκδοση ειδικών μονογραφιών περί θεμάτων του Πόντου. Για το σκοπό αυτό και παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού «Αρχείον Πόντου» ξεκίνησε η έκδοση των Παραρτημάτων του. Σε αυτή τη σειρά ήδη είχε δημοσιευθεί «Η Ιστορική Γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου, Αθήνα 1955» και «Το Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, Αθήνα 1958-1961», έργα και τα δύο του Άνθιμου Παπαδόπουλου. Εργασίες του Οδ. Λαμψίδη δημοσιευμένες στα Παραρτήματα του «Αρχείου Πόντου» είναι : α. Παρ/μα 7, «Ανδρέα Λιβαδηνού, Βίος και Έργα, Αθήνα 1975», β. Παρ/μα 8, «Ευρετήριον απεικονίσεων και φωτογραφιών του Πόντου και των Ελλήνων Ποντίων, Αθήνα 1977», γ. Παρ/μα 9, «Μελωδίαι δημωδών ασμάτων και χορών των Ελλήνων του Πόντου, Αθήνα 1977», δ. Παρ/μα 10, «Γύρω στο Ποντιακό Θέατρο, Υπόσταση και Ιστορία του (1922-1972), Αθήνα 1978», ε. Παρ/μα 13, «Ο εκ Πόντου Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, Αθήνα 1982», και στ. Παρ/μα 14, «Δημοσιεύματα περί τον Ελληνικόν Πόντον και τους Έλληνας Ποντίους, Τόμος Α’, Αθήνα 1982».
Μέγα επίτευγμα για την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών υπήρξε και η απόκτηση ιδιόκτητου χώρου. Όραμα ετών και συνεχείς προσπάθειες του Οδ. Λαμψίδη και των συνεργατών στο Δ.Σ. Το 1989 έγιναν τα εγκαίνια του τριώροφου οικοδομήματος στη Νέα Σμύρνη (Αγνώστων Μαρτύρων 73) με την επωνυμία «Στέγη Κειμηλίων του Ελληνισμού του Πόντου». Σε αυτό το χώρο στεγάζονται ήδη εκτός των γραφείων, το Μουσείο Ποντιακού Ελληνισμού, η Βιβλιοθήκη και το Αναγνωστήριο, το Αρχείο της συλλογής κειμηλίων, αίθουσες διαλέξεων και σεμιναρίων, χώροι έκθεσης και αποθήκευσης του «Αρχείου Πόντου».
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης είναι άξιος ευγνωμοσύνης όλων των Ποντίων διότι συντέλεσε όσο κανένας άλλος στην καταγραφή, διάσωση και ανάδειξη του Ποντιακού Ελληνισμού. Έφυγε από κοντά μας στις 12 Ιουλίου 2006.
Ο Ιδομενέας Παπαδάκης γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη. Σχολείο πήγε σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από τη οποία αποφοίτησε το 1941.
Αρχικά εργάστηκε στη Σχολή Γουναράκη, ένα από τα πρώτα πρότυπα σχολεία της Αθήνας στα Πατήσια. Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του συνδέθηκε με φιλία με τον Γεώργιο Δημητράκο και άλλους από τους μετέπειτα πρωτεργάτες φιλόλογους της Γερμανικής Σχολής, στην οποία προσελήφθη το 1956. Έγινε λυκειάρχης το 1982, μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1988.
Επιμελούνταν και χρησιμοποιούσε στο μάθημά του τα τετράδια με τις σημειώσεις του, ενώ επίσης συνέγραψε και διένειμε στις τάξεις του, προσπαθώντας να προσφέρει περισσότερη και βαθύτερη γνώση, τα φυλλάδιά του για την ψυχολογία (Συνείδησις), το συντακτικό, την αρχαία ελληνική μετρική. Επίσης έγραψε αρχαιολογικές μελέτες. Υπήρξε ο οργανωτής των σχολικών εκδρομών των τελειοφοίτων τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, τις οποίες και συνόδευε, ξεναγώντας στα παιδιά τις σημαντικότερες περιοχές της πατρίδας μας. Παράλληλα οργάνωσε και συνόδευσε τις πρώτες εκδρομές μαθητών στη Γερμανία, τη δεκαετία του ’60. Λόγω πολιτικών φρονημάτων, το 1968 κινδύνευσε να απολυθεί από τη Σχολή, αλλά επανήλθε μετά από επέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης.
Το 2000 παρασημοφορήθηκε με τον «Σταυρό της Τιμής» από τη Ο. Δ. Γερμανίας. Υπήρξε επίτιμο μέλος του ΣΑΓΣΑ. Πάντα κοντά στους αποφοίτους, έδωσε την ευκαιρία, με την αλλαγή του τότε προγράμματος, να κάνει ο ΣΑΓΣΑ την πρώτη του δυναμική δημόσια εμφάνιση στην τελετή τιμητικής αποχώρησης του Γεωργίου Δημητράκου, από την οποία είχε αρχικά αποκλεισθεί. Πάντα κοντά στα παιδιά, δεν έλειψε από καμιά απ’ τις εκδηλώσεις της Σχολής, μέχρι το βαθύ γήρας.
Πέθανε στις 23 Νοεμβρίου του 2008.
Ο Τίμος Δημόπουλος γεννήθηκε το 1910 Κερασίτσα Αρκαδίας, στο χωριό που δυο χρόνια αργότερα θα γεννηθεί και ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Σχολείο πήγε στην Τρίπολη και στη συνέχεια σπούδασε Αρχαιολογία, Θεολογία και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά επέλεξε να εστιάσει στην Αρχαιολογία και στην Ιστορία των Βυζαντινών χρόνων.
Από το 1956 εργάστηκε στην Σχολή ως καθηγητής Αρχαίων Ελληνικών και το 1974 έγινε Γυμνασιάρχης. Ανήκε στις πιο συναρπαστικές προσωπικότητες που πέρασαν από τη Σχολή. Άριστος εκπαιδευτικός, γεμάτος ζωντάνια και χιούμορ, θεωρείτο ως ένας από τους καλύτερους γνώστες του αρχαίου ελληνικού τοπίου.
Στην τάξη πολύ συχνά έκανε προβολές slides από ένα αρχείο, που ο ίδιος είχε δημιουργήσει από τα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο με την έναρξη κάθε προβολής να ξεκινά με την εντολή του «Συσκότισις!».
Οι ξεναγήσεις του σε αρχαιολογικούς χώρους εντός και εκτός Ελλάδος υπήρξαν μνημειώδεις. Ακούραστος ξεναγός και ταξιδιώτης συγκέντρωνε δίπλα του μαθητές, καθηγητές και αποφοίτους, που αποζητούσαν τη συντροφιά του, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του.
Ο Theo Schickle, καθηγητής καλλιτεχνικών στην Γερμανική Σχολή, του έφτιαξε το 1979 την προτομή του από τερρακόττα και όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1981, οι φίλοι του από κοινού με την Γερμανική Σχολή εξέδωσαν ένα βιβλίο με τίτλο «Abseits der Touristenstroeme“, μία αγαπημένη του φράση, που τον καθοδηγούσε σε όλες του τις ξεναγήσεις.
Το 1977 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ο.Δ. της Γερμανίας με τον «Σταυρό της Τιμής» για την εν γένει προσφορά του στην ελληνογερμανική προσέγγιση.
Απεβίωσε στις 28 Ιουλίου 1998 σε γηροκομείο στο Χαλάνδρι διατηρώντας μέχρι το τέλος επαφή με μαθητές του και τάφηκε στην Κερασίτσα, όπου και κληροδότησε την βιβλιοθήκη του.
Το αρχείο του το φυλάει ως κόρην οφθαλμού η Αλίκη Μουστάκα
Γεννημένος το 1916 στην Καλοσκοπή Φωκίδας τελείωσε το Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στον πόλεμο έχασε τον αδελφό του που είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση, όπως άλλωστε και ο ίδιος, και το 1948 γνώρισε τον μετέπειτα Λυκειάρχη της Σχολής, Γιώργο Δημητράκο με τον οποίο συνδέθηκαν στενά και λόγω της ιδεολογικής τους συγγένειας.
Το 1951 επί Κυβερνήσεως Πλαστήρα, και αφού στο μεταξύ είχε αποκλειστεί από τη Δημόσια Εκπαίδευση λόγω φρονημάτων, χαλάρωσαν οι διώξεις και βρέθηκε μαζί με τον Γ.Δημητράκο να διδάσκει στην ιδιωτική σχολή Νικολοπούλου στην οδό Ηπείρου.
Το 1956 όταν ο Γ.Δημητράκος στελέχωνε την Γερμανική Σχολή τον ενέταξε μαζί με τον επίσης φιλόλογο Αλέκο Παπαγεωργίου, όπου δίδαξε Αρχαία, Νέα και Ιστορία.
Διετέλεσε γενικός γραμματέας στο περιοδικό «Νέα Παιδεία» και ήταν υποδιευθυντής του Λυκείου όταν συνταξιοδοτήθηκε το 1987.
Απεβίωσε στις 26 Ιανουαρίου 1993.
Ο Αλέκος Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1915 στο Παναρίτι της Κορινθίας. Σχολείο πήγε στη Νεμέα και το 1933 ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Αθηνών, αλλά σύντομα άλλαξε γνώμη και ένα χρόνο μετά μπήκε στη Φιλοσοφική και σπούδασε Φιλολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία.
Στην διάρκεια του πολέμου και μετά στον Εμφύλιο προσχώρησε στο ΕΑΜ και γνώρισε τον Γεώργιο Δημητράκο με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία μέχρι το θάνατό του.
Αρχικά δίδαξε ως φιλόλογος στο Καρπενήσι και στην Καρδίτσα μέχρι το 1958, όταν τον κάλεσε ο Γ. Δημητράκος στη Γερμανική Σχολή.
Έγραψε πολλές μελέτες για τη νεοελληνική γλώσσα, μετέφρασε το «Συμπόσιο» (1957) του Πλάτωνα, έγραψε αναλύσεις για διάφορα έργα όπως «Ο Εθνικός Ύμνος, Κείμενο και Αισθητική Ανάλυση»,«Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, μεταφραστής του “Βέρθερου” του Goethe», επιμελήθηκε της έκδοσης των Απάντων του Ανδρέα Λασκαράτου σε τρεις τόμους (1959), και του μεσαιωνικού ερωτικού μυθιστορήματος «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», μετέφρασε την «Ψυχολογία των Επαναστάσεων» του Gustave Le Bon κ.α.
Το 1968 με την επιβολή της δικτατορίας αντιμετώπισε δυσκολίες, όπως άλλωστε και ο Δημητράκος και άλλοι συνάδελφοί του, αλλά η Γερμανική Κυβέρνηση παρανέβη και όλοι παρέμειναν στη Σχολή. Το διάστημα όμως αυτό κλονίστηκε η υγεία του αφού προσβλήθηκε από οξεία λευχαιμία.
Απεβίωσε στις 22 Ιουλίου 1970.
Ο Παναγιώτης Γκιόλμας γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1925 στην Κεφαλλονιά, όπου και πήγε σχολείο και αργότερα τέλειωσε το Γυμνάσιο του Ληξουρίου. Το 1943 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ακολουθώντας τον κλάδο των Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών, όπου είχε καθηγητή τον Ιωάννη Κακριδή. Ακολούθως δίδαξε σε γνωστά φροντιστήρια της εποχής όπως του Λαμπρινόπουλου, του Πάλλα και στο Πρότυπο που προετοίμαζε μαθητές για τη Σχολή Δοκίμων. Το 1956 ήρθε στη Γερμανική Σχολή αρχικά με “μισό” πρόγραμμα και ακολούθως με πλήρες διδάσκοντας Αρχαία, Νέα, Ιστορία, αφού τα Λατινικά τα δίδασκαν οι Γερμανοί. Στη Σχολή έμεινε επί 35 χρόνια και την περίοδο 1989-90 συνταξιοδοτήθηκε. Έμενε στην Αθήνα και τα καλοκαίρια πήγαινε πάντα στην Κεφαλλονιά. Στις 26 Ιουλίου 2014 απεβίωσε ξαφνικά από ανακοπή όντας στο Ληξούρι όπου βρισκόταν εκεί για το καλοκαίρι.
Δημήτρης Ηλιόπουλος: “Σημειώσεις στο μάθημα του Παναγιώτη Γκιόλμα”…
Η Δήμητρα Καρβελά γεννήθηκε το 1926 και αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών της Βαλτετσίου το 1942, ενώ και τα δυό της παιδιά είναι επίσης απόφοιτοι. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1956 ξεκίνησε να εργάζεται ως καθηγήτρια και το 1988 έγινε Διευθύντρια του Γυμνασίου μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 1996.
Ήταν ενεργή μέχρι το τέλος της ζωής της συμμετέχοντας σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της Σχολής και του Συλλόγου των Αποφοίτων.
Κανένα μέλος της ΓΣΑ δεν συνέδεσε την ζωή του με την ιστορία της ζωής τόσο έντονα υπηρετώντας την ως επικεφαλής από τα δύο πόστα που συνθέτουν την ιστορία αυτή: ήταν η μόνη, που και στη Σχολή κατείχε διευθυντική θέση ως Διευθύντρια του Γυμνασίου (1988-1996) και στο Σύλλογο Αποφοίτων ως Πρόεδρός του επί τρεις διετίες (1984-1990). Ήταν από τους πρωτοπόρους της επανίδρυσης της Σχολής στο νεοκλασσικό της Μετσόβου το 1956 και με δική της πρωτοβουλία έγινε η συνένωση των δύο “εν ύπνω” συλλόγων το 1982 για να δημιουργηθεί ο ΣΑΓΣΑ.
Το 1999 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ο.Δ. της Γερμανίας με τον Σταυρό της Τιμής για την εν γένει προσφορά της στην ελληνογερμανική προσέγγιση.
Απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου του 2009.
Η Αλίκη Μεϊντάνη γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου 1931 στον Πρόδρομο της Βοιωτίας και βαφτίστηκε «Αλεξάνδρα», όλοι όμως την αποκαλούσαν και την γνώριζαν ως «Αλίκη». Ο πατέρας ήταν Γυμνασιάρχης στην Θεσσαλονίκη και η οικογένειά της μετακόμισε εκεί.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και ήρθε στη Γερμανική Σχολή το 1957 διδάσκοντας Αρχαία, Νέα και Ιστορία. Αυστηρή, με άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας ήταν το πρότυπο της καθηγήτριας φιλολόγου. Παράλληλα έχοντας κάνει κλασσικές σπουδές στην μουσική έπαιζε πολύ καλό πιάνο, ένα χόμπι που διατήρησε μέχρι το θανατό της.
Θεσμοθέτησε τις μαθητικές ανταλλαγές με την Γερμανία με σκοπό να αποκτήσει η Σχολή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, κάτι που αργότερα ενίσχυσε εντάσσοντας τη ΓΣΑ σε ευρωπαϊκά προγράμματα επιτυγχάνοντας την διεθνή προβολή και αναγνώριση της Σχολής.
Το 1988 έγινε Λυκειάρχης της Σχολής και το 1993 μετά από πρόταση του Νίκου Βασιλείου, υποδιευθυντή της Σχολής, δημιούργησε και στήριξε την μουσική ομάδα «Ρεμπέτικο» με μαθητές που έπαιξαν εντός (Φεστιβάλ της Σύμης) και εκτός συνόρων (Βαρκελώνη, Ρώμη).
Το 1997 προτάθηκε ως υποψήφια «Γυναίκα της Ευρώπης» για την Ελλάδα, θέση που τελικά κατέλαβε η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Το 1998 συνταξιοδοτήθηκε αλλά ήταν πάντα, σχεδόν καθημερινά, στη Σχολή βοηθώντας όπου και όπως μπορούσε.
Το 1999 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Ο.Δ. της Γερμανίας με τον «Σταυρό της Τιμής» για την εν γένει προσφορά της στην ελληνογερμανική προσέγγιση.
Απεβίωσε στις 22 Ιουλίου 2011.
Ο Χριστόδουλος (Χρίστος) Βασιλόπουλος γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1926.
Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τέλη της δεκαετίας του ‘40.
Δίδαξε το μάθημα των Θρησκευτικών στη Γερμανική Σχολή Αθηνών από τη δεκαετία του ‘50, πιθανότατα μόλις ξανάνοιξε η Σχολή μετά τον πόλεμο το 1956.
Τον Ιούλιο του 1962 μετέσχε Επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδος μαζί με άλλους καθηγητές της ΓΣΑ σε συζητήσεις-διαπραγματεύσεις με αντίστοιχη γερμανική Επιτροπή στο Düsseldorf της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Πρόεδρος της ελληνικής επιτροπής ήταν ο Πρόεδρος του ΑνωτάτουΕκπαιδευτικού Συμβουλίου (που το διαδέχθηκε αργότερα το ΠαιδαγωγικόΙνστιτούτο) Χατζής, γραμματεύς -υπεύθυνος οργανώσεως ο Λίνος Μπενάκης, μέλη Γενικοί Επιθεωρητές Μέσης Εκπαιδεύσεως (Κουρούμαλης, Ματζουράνης,
Πλαγιαννάκος…) και έλληνες καθηγητές της Γερμανικής Σχολής (Βασιλόπουλος, Γαλίτης, Δημόπουλος, Παπαγεωργίου, Παπαχρυσάνθου…).
Βαθύς γνώστης της Βυζαντινής αρχαιολογίας και Τέχνης, είχε σπουδαιότατη συλλογή σχετικών βιβλίων. Είχε λάβει από τον καθηγητή της Χριστιανικής και Βυζαντινής Αρχαιολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Καλοκύρη ανάλογο θέμα διδακτορικής διατριβής, στην οποία εργαζόταν με πολύ ζήλο, δεν την τελείωσε όμως. Τα αρχαιολογικά του ενδιαφέροντα επεκτείνονταν μέχρι και την κλασική εποχή, ήταν δε ικανότατος ξεναγός στο Βυζαντινό και στο αρχαιολογικό μουσείο.
Τη γερμανική γλώσσα κατείχε σε ανεκτό βαθμό – μπορούσε βασικά να συνεννοηθεί. Καλύτερα κατείχε τη Γαλλική.
Αρχή ή μέσα της δεκαετίας του ‘60 νυμφεύθηκε, αλλά δεν απέκτησε τέκνα.
Κατοικούσε στην αρχή της οδού Ασκληπιού, μετά τον γάμο του μετακόμισε στην Κάτω Κηφισιά, όπου διέμενε μέχρι τον θάνατό του, προ ολίγων ετών.
Ήταν τύπος εύχαρις, επικοινωνιακός, συνεργάσιμος, φιλικός και αγαπητός στους συναδέλφους του.
Το 1988 έγινε Υποδιευθυντής του Γυμνασίου και το 1991 συνταξιοδοτήθηκε μετά από 35 χρόνια στη Σχολή σαν επίτιμος Λυκειάρχης.
Απεβίωσε στις 14 Φεβρουαρίου 2012 σε ηλικία 86 ετών.
– το βιογραφικό συνέταξε οΓεώργιος Αντ. Γαλίτης, ο οποίος δίδασκε Θρησκευτικά στην Γερμανική από το 1959 έως το 1969 και στην συνέχεια έγινεΤακτικός Καθηγητής Πανεπιστημίου στηνέδρα τῆς Εισαγωγής καί Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης. Το βιογραφικό του επίσης είναι στην ενότητα “Εκδόσεις / Οι δικοί μας Έλληνες”
Ο Παναγιώτης Στάμος γεννήθηκε στον Ελικώνα Βοιωτίας το 1939, όπου πήγε σχολείο, ενώ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το 1946, εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Λιβαδειά, όπου και τέλειωσε το τότε εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.
Εργάστηκε για ενάμισυ χρόνο στο Βούπερταλ της Γερμανίας, έδωσε εξετάσεις και πέρασε με άνεση στη Νομική Σχολή Αθηνών, από την οποία μετά από δύο χρόνια μετεπήδησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για λόγους βιοπορισμού, στη διάρκεια της φοίτησης, πολλές φορές αναγκάστηκε να εργαστεί στη Γερμανία. Αποφοίτησε το 1970.
Το 1971 προσλήφθηκε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών, όπου για 30 χρόνια διετέλεσε Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης αλλά παράλληλα άρχισε να εκδίδει τα έργα του σε μία εποχή που η ελληνική γλώσσα βασανίζεται από όλες τις πολιτικές παρατάξεις.
Το 1983 πρωτοδημοσίευσε το πεζό «Λόγος ανθηρός χειρονομηθείς». Μετά από 8χρονη απουσία του από τον εκδοτικό χώρο, επανεμφανίζεται το 1991 με τη ποιητική του συλλογή «Κυοφορία Σιωπής» και από τότε ανά τακτά διαστήματα δημοσιεύονται τα έργα του: «Αδήλων όψις» ( 1993), «Σκιάς ποίκιλμα» (1998), «Ενδοχώρα της ανάγκης» (2004), «Με των λέξεων τον πηλό», εκδ. Γαβριηλίδης, 2005 «Ιδού η φύτρα» (2006).
Απεβίωσε στις 8 Απριλίου 2016 σε ηλικία 77 ετών.
Παναγιώτης Στάμος: “Ιδού η φύτρα”…Παναγιώτης Στάμος: “Ιδού η φύτρα”…
Πλατεία Παναγιώτη Δημ. Στάμου…
Όμιλος Φίλων Παναγιώτη Στάμου…
Μνημόσυνο του Παναγιώτη Στάμου…
Ο Νίκος Βασιλείου γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα και τελείωσε το Γυμνάσιο στην Καλλιθέα. Πτυχίο πήρε από την Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκε στο Δημόσιο και παραιτήθηκε το 1966 για να εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα και τον Σεπτέμβριο του 1970 ήρθε τυχαία στην Γερμανική Σχολή ως «φροντιστής» διδάσκοντας τριγωνομετρία και κοσμογραφία, προσπαθώντας παράλληλα να καλύψει το πρόβλημα της εξοικείωσης με τους ελληνικούς μαθηματικούς όρους.
Βάσει του καταστατικού τα μαθηματικά διδάσκονταν από Γερμανούς και οι μαθητές, που επιθυμούσαν να δώσουν Εισαγωγικές Εξετάσεις στο Πολυτεχνείο ήταν αναγκασμένοι να αναζητήσουν βοήθεια στα φροντιστήρια της εποχής, αφού όροι όπως το «ολοκλήρωμα» και η «παράγωγος», το «ημίτονο» και το «συνημίτονο» ήταν «ξένες λέξεις» γι’ αυτούς.
Παράλληλα η εξεταστέα ύλη περιελάμβανε την τριγωνομετρία η οποία δεν διδασκόταν στη Γερμανία και κατ’ επέκτασιν στη Γερμανική Σχολή, έτσι η ανάγκη της παρουσίας ενός Έλληνα μαθηματικού ήταν επιτακτική.
Το 1977 γίνεται τακτικός καθηγητής αναλαμβάνοντας και την γεωγραφία, που μέχρι τότε δίδασκε ο Βασίλης Παπαχρυσάνθου και μεταξύ 1980 και 1983 συντονίζει μία σειρά προαιρετικών «φροντιστηριακών» μαθημάτων προκειμένου να προετοιμαστούν αρτιότερα οι μαθητές των θετικών επιστημών.
Το 1989 γίνεται υποδιευθυντής και και το 2000 διευθυντής έως το 2005, οπότε και συνταξιοδοτείται έχοντας πλέον συμπληρώσει 35 χρόνια παρουσίας στη Σχολή.
Απεβίωσε στις 6 Ιουνίου 2020.