“Tα Πανεπιστήμια σήμερα στην Ελλάδα”

Τι γίνεται με τα Πανεπιστήμιά μας; Τι είναι αυτό του τα κρατά κλειστά; Διατηρούν την αίγλη τους παρά την κρίση; Θα στέλναμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν σε κάποιο από αυτά ή θα τους δείχναμε το δρόμο προς το εξωτερικό;

Με αυτά τα ερωτηματικά και τις αγωνίες ζητήσαμε από καθηγητές, απόφοιτους και μη, μία ενημέρωση.

bibliothiki panepistimia 00Μαζευτήκαμε στη Βιβλιοθήκη της Σχολής περισσότεροι από όσους είχαμε υπολογίσει ότι θα έρχονταν και μας μίλησαν έξι καθηγητές : η Δρ. Φρειδερίκη Μπατσαλιά, Καθηγήτρια Γερμανικής Γλωσσολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), απόφοιτος του 1974, ο Δρ. Νικήτας Πατινιώτης, Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, απόφοιτος του 1966, ο Δρ. Ανδρέας Γεωργόπουλος, Καθηγητής Φωτογραμμετρίας της Σχολής Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχενίου, η Δρ. Μάρω Κακριδή-Φερράρι, Επίκουρη Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο ΕΚΠΑ, απόφοιτος του 1973 και δύο μη απόφοιτοι: ο Δρ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ και ο Δρ. Γιάννης Καμαριανός, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Σχολικής Τάξης στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

Ανάμεσα στους 30 παρευρισκομένους ήταν και άλλοι καθηγητές: η Άννα Τσαντίλη, Καθηγήτρια του Τομέα Φαρμακευτικής Χημείας στο ΕΚΠΑ, απόφοιτος του 1965, η Μαίρη Καλαμιώτου-Φιμερέλη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ, στον Τομέα Φυσικής Στερεάς Κατάστασης, απόφοιτος του 1967 και η Τάνια Δασκαρόλη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, απόφοιτος του 1975. Παρόντες από τη Σχολή ο Λυκειάρχης Βασίλης Τόλιας και ο Αντιπρόεδρος του ΔΣ Δρ. Τόμας Γκρέβε και από το Σύλλογο των Αποφοίτων η Πρόεδρος Σοφία Χριστοφορίδου, ο Αντιπρόεδρος Μάκης Δριμαρόπουλος, η Γενική Γραμματέας Μαρία Μπάρλου, η Σύμβουλος Δημοσίων Σχέσεων Αταλάντη Παπουτσάνη-Κατσαράκη, ο Σύμβουλος Ελληνογερμανικών Σχέσεων Κώστας Γαλάνης και η Σύμβουλος Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων Λίζα Γεωμπρέ, που είχε και την ευθύνη της προετοιμασίας και της πρόσκλησης των ομιλητών. Παρόντες και άλλοι: η Τένια Παπαδάκη, απόφοιτος του 1967, η Φάννυ Γεωμπρέ (1966), ο Γιώργος Αρεταίος (1966), η Χριστίνα Καράγιωργα (1974), ο Νίκος Καμπάνης (1985), η Ελένη Καραμηνά (1986), ο Χρήστος Αντωνίου (1986). Ήταν και άλλοι: η Νάντια Μελινιώτη, η Ζέτα Γούγα-Καμαριανού, η Ευδοξία Μπέγου, η Ελένη Λαζαράκη, ο Νίκος Πρίντεζης (Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων), ο Μανώλης Σεβαστιάδης, ο Νίκος Αθανασίου, ενώ την Γερμανική Πρεσβεία εκπροσώπησε η Μάρθα Παναγιωτίδου.

bibliothiki panepistimia 01 bibliothiki panepistimia 02 bibliothiki panepistimia 03
bibliothiki panepistimia 04 bibliothiki panepistimia 05 bibliothiki panepistimia 06
bibliothiki panepistimia 07 bibliothiki panepistimia 08 bibliothiki panepistimia 09

Στην αρχή πήρε το λόγο η Φρειδερίκη Μπατσαλιά, και αφού μας παρουσίασε τους ομιλητές αναφέρθηκε στον τρόπο που βλέπει τα θέμα λέγοντας:

Αγαπητές και αγαπητοί συναπόφοιτοι, αγαπητοί γονείς, κυρίες και κύριοι,

επιτρέψτε μου καταρχήν να ευχαριστήσω τον Σύλλογο αποφοίτων και ιδιαιτέρως και την κ. Λίζα Γιωμπρέ, την Υπεύθυνη των Πολιτιστικών Εκδηλώσεων, που οργάνωσε τo σημερινό Stammtisch, δίδοντάς μας την ευκαιρία να συναντηθούμε και να μιλήσουμε στον χώρο του Σχολείου μας για «Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σήμερα στην Ελλάδα».

Είναι, ομολογουμένως, μια δύσκολη συγκυρία: κλειστά επί βδομάδες είναι το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά και σε προηγούμενα διαστήματα, σε όλα τα πανεπιστήμια υπήρξαν καταλήψεις, απεργίες, διαμαρτυρίες για υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, και άλλες πολλές δυσλειτουργίες.

Ναι, αλήθεια είναι όλα αυτά. Όμως, αυτή είναι μια μόνο διάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων. Μια σημαντική διάσταση, μια θλιβερή, μια απαράδεκτη.

Υπάρχει, όμως, και η «φωτεινή» πλευρά. Αυτή η φωτεινή πλευρά που επιτρέπει σε εμάς που υπηρετούμε σε ελληνικά πανεπιστήμια να ξεδιπλώνουμε τις όποιες μας ικανότητες, να μεταλαμπαδεύουμε στους φοιτητές και τις φοιτήτριές μας τις όποιες γνώσεις έχουμε και να τους εμφυσήσουμε την αγάπη και την υπομονή που απαιτεί η κάθε επιστήμη και να απελευθερώσουμε το σύνολο των δυνάμεων και δυνατοτήτων που διαθέτουν.

Επίσης, ας έχουμε υπόψη μας και τα εξής:

• φοιτητές που μέσω προγραμμάτων ανταλλαγών σπουδάζουν 1 ή και 2 εξάμηνα στο εξωτερικό, παρακολουθούν με άνεση τα εκεί μαθήματα, έχουν δηλαδή αντίστοιχες γνώσεις / επίπεδο,

• απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων γίνονται δεκτοί στα καλύτερα πανεπιστήμια για μεταπτυχιακές σπουδές, άρα είναι γνωστό και αποδεκτό το παρεχόμενο επίπεδο των ελληνικών πανεπιστημίων,

• πτυχιούχοι ελληνικών πανεπιστημίων μπορούν και στέκονται άνετα στη διεθνή αγορά εργασίας.

Έτσι, ακράδαντα πιστεύω ότι όποιος φοιτητής το θελήσει, θα αποκτήσει όλα όσα χρειάζεται για να γίνει ένας καλός επιστήμονας.

Τέλος: ναι, υπάρχουν πολλοί άνεργοι πτυχιούχοι ελληνικών πανεπιστημίων. Μήπως, όμως, αυτό είναι απόρροια αφενός του μεγάλου αριθμού φοιτητών (στη Γερμανία π.χ. υπάρχουν και άλλες εναλλακτικές επαγγελματικές δυνατότητες) και αφετέρου της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της χώρας μας (στα δικά μας χρόνια ο κάθε πτυχιούχος εύρισκε δουλειά).

Σας ευχαριστώ πολύ

Ο Ανδρέας Γεωργόπουλος αναφέρθηκε στο υψηλό επίπεδο των ΑΕΙ λέγοντας:

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα και η κοινωνία γύρω μας περνά μια βαθειά κρίση. Η κρίση αυτή έχει τις ρίζες της στην επταετία και στην μετέπειτα ονομαζόμενη εποχή της μεταπολίτευσης. Η κοινωνία αποπροσανατολίστηκε από τις αρχές της και η κομματικοποίηση ισχυροποιήθηκε σε βαθμό να ταυτιστεί στις συνειδήσεις του κόσμου με την πολιτικοποίηση και έτσι να αλλοιώσει την έννοια της Δημοκρατίας. Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν και η δυσμενής επίδραση της κρίσης αυτής στα ΑΕΙ, που είναι ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας.

Παράλληλα τις τελευταίες δεκαετίες η τριτοβάθμια εκπαίδευση δέχτηκε επιθέσεις από

1. Την Πολιτεία με την υπερπροσφορά Σχολών για ψηφοθηρικούς λόγους που οδήγησε στην απαξίωσή της.

2. Τα ΜΜΕ, που ακολουθώντας τις επιταγές της εμπορικότητας τόνιζαν συστηματικά τα αρνητικά χαρακτηριστικά της χωρίς να προβάλλουν τα θετικά.

3. Την ίδια την Κοινωνία, εμμέσως με την ανάπτυξη στρεβλής νοοτροπίας που θεωρεί ότι ο ρόλος της είναι η επαγγελματική (και μόνο) κατάρτιση των νέων και όχι το εργαλείο μόρφωσής τους.

4. Τον υπέρμετρο και φανατικό συνδικαλισμό (φοιτητών και εργαζομένων όλων των βαθμίδων στα ΑΕΙ) που μεταμόσχευσε στα Πανεπιστήμια όλες τις παθογένειες που βιώσαμε όλοι.

5. Τις μηχανιστικές αποφάσεις της ΕΕ σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας των Υπουργών Παιδείας της ΕΕ στην Μπολόνια για τρεις κύκλους σπουδών στα 3 (Bachelor) – 5 (Master) – 8 (Διδακτορικό) χρόνια, που ισοπεδώνει τα Πανεπιστήμια στο Αγγλοσαξονικό μοντέλο που δεν είναι κατ’ ανάγκη και επιτυχημένο.

Στην γενική αυτή απαξίωση αυτή συνέβαλαν -δυστυχώς- και πολλοί συνάδελφοί μας πανεπιστημιακοί (εδώ ενσυνείδητα με πεζό π). Στο γενικό αδιέξοδο που περιέγραψα παραπάνω συνέβαλαν και οι συνεχείς αλλαγές στον Νόμο-Πλαίσιο που διέπει την λειτουργία των ελληνικών ΑΕΙ. Μετά τον εκδημοκρατισμό του νόμου το 1982, λειτούργησε ένα μοντέλο για αρκετά χρόνια, που μολονότι έλυσε πολλά προβλήματα, δημιούργησε πολλά άλλα με κύριο μοχλό την είσοδο στα ΑΕΙ της άκριτης κομματικοποίησης. Ο Νόμος –Πλαίσιο υπόκειτο σε αλλαγές και προσαρμογές σχεδόν από κάθε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για προφανείς λόγους, που σίγουρα δεν στόχευαν στην βελτίωση της λειτουργίας τους !! Με τον Νόμο «Διαμαντοπούλου» έγινε προσπάθεια να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα ένα μοντέλο διοίκησης και λειτουργίας που έχει θεωρηθεί επιτυχημένο σε πάρα πολλές προηγμένες χώρες. Όμως δεν του δόθηκε ικανό διάστημα για δοκιμασία και προσαρμογή, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα η επόμενη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να τον «προσαρμόσει» αλλοιώνοντας σχεδόν το σύνολο των καινοτομιών του. Απλούστατα το «υβρίδιο» αυτό ήταν εξ αρχής καταδικασμένο να αποτύχει, και ακόμα ισχύει !!

Παρ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες τα ελληνικά ΑΕΙ και ειδικότερα τα μεγάλα Πανεπιστήμια με εκπαιδευτική παράδοση (όπως είναι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στο οποίο εγώ υπηρετώ από το 1985) κατόρθωσαν να αναπτύξουν σοβαρούς θύλακες αριστείας τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην έρευνα. Δεν είναι τυχαίο ότι αφενός όλοι ανεξαιρέτως οι απόφοιτοί μας που πηγαίνουν για μεταπτυχιακές σπουδές σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης, του Καναδά και των ΗΠΑ διακρίνονται για τις επιδόσεις τους και το μορφωτικό τους επίπεδο και αφετέρου τα μεγάλα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι ψηλά σε ερευνητικές επιδόσεις διεθνώς (π.χ. το ΕΜΠ είναι στην 10η θέση στην Ευρώπη ως ερευνητικό κέντρο). Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι είναι σαφής η διαφοροποίηση των ΑΕΙ μεταξύ τους, αλλά και των ΑΕΙ με τα (Α;)ΤΕΙ. Θεωρώ ότι οι διαφορές, ειδικά σε σχολές και τμήματα συναφών ειδικοτήτων είναι χαώδεις, γεγονός που δεν καθίσταται ξεκάθαρο στους γονείς των υποψηφίων και της κοινωνίας γενικότερα.

Το αδιέξοδο του 2013 ήταν αποτέλεσμα όλων των παραπάνω αιτίων, αλλά και μιας σειράς λανθασμένων αποφάσεων τόσο της Πολιτείας που ήθελε να παρακάμψει του νόμους μη προσλήψεων που η ίδια είχε θεσπίσει, όσο και των Διοικήσεων των ΑΕΙ που «βολεύτηκαν» όπως άλλωστε και οι προσληφθέντες με τις διαδικασίες αυτές. Τώρα που όλοι πρέπει –και σωστά- να συνεισφέρουν στο νοικοκύρεμα προβάλλονται ένθεν και ένθεν επιχειρήματα που εν γένει δεν αφορούν την καρδιά του προβλήματος.

Η καρδιά του προβλήματος είναι ότι «αύριο» με το 50% των διοικητικών υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα, δηλαδή όχι στην θέση τους, τα μεγάλα ΑΕΙ που πλήττονται απλώς δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν. Αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες αφενός στην ποιότητα των σπουδών και αφετέρου στην εκτελούμενη έρευνα και κατ’ επέκταση στην παραγόμενη νέα γνώση που οφείλει ένα Πανεπιστήμιο να παράγει. Έτσι αντί να πάμε μπροστά πάμε –πολλά χρόνια- πίσω για 1300 απολύσεις, που με αυθαίρετο τρόπο αποφασίστηκε να επιβαρύνουν το Μετσόβιο, το Καποδιστριακό, το Αριστοτέλειο και τα άλλα 4-5 μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας. Γιατί;;

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι οι πρωτοετείς που δεν γράφτηκαν τον Σεπτέμβριο και οι φοιτητές που δεν φοίτησαν για 13 βδομάδες είναι σοβαρές μεν, αλλά παράπλευρες απώλειες αυτής της έντασης της κρίσης. Οι κύριες πληγές, που θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να επουλωθούν, είναι η δυσλειτουργία του διοικητικού μηχανισμού και η αδυναμία ανταπόκρισης στις οικονομικές και νομικές υποχρεώσεις των Πανεπιστημίων. Για να μην αναφέρει κανείς ότι η κρίση αυτή δίχασε το προσωπικό και γενικά όλη την Πανεπιστημιακή Κοινότητα σε βαθμό μη αναστρέψιμο.

Η απαραίτητη αισιόδοξη κατακλείδα σε αυτήν την διαμορφούμενη κατάσταση είναι ότι τα ΑΕΙ θα καταφέρουν να «σηκωθούν» πάλι χάρη στις προσπάθειες των Πανεπιστημιακών τους (με Π κεφαλαίο) και του ενσυνείδητου προσωπικού τους, πάντα βέβαια με την βοήθεια των φοιτητών τους, που άλλωστε χωρίς αυτούς δεν έχουν και λόγο ύπαρξης. Παράλληλα όμως η ελληνική Κοινωνία και η Πολιτική μας ηγεσία πρέπει να τα αφήσουν να συνέλθουν χωρίς απρογραμμάτιστες παρεμβάσεις και κακόπιστη κριτική.

Ακολούθησε ο Νικήτας Πατηνιώτης ο οποίος:

υπενθύμισε αρχικά τη σύγχρονη έννοια του πανεπιστημίου που διεθνώς ορίζεται ως ίδρυμα ταυτόχρονης άσκησης επιστημονικής έρευνας και ανώτατης εκπαίδευσης. Το πανεπιστήμιο είναι το μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα που διδάσκει τη γνώση που παράγει. Στη χώρα μας όμως άλλες παράμετροι της πανεπιστημιακή λειτουργίας έχουν πρωταρχικό ρόλο, όπως [α.] ο εφοδιασμός των νέων με πανεπιστημιακού τίτλους χρήσιμους στο πεδίο απασχόλησης, [β.] η τοπική οικονομική ανάπτυξη και [γ.] η επιστημονική στήριξη θέσεων και απόψεων. Η παρουσία της επιστημονικής έρευνας είναι καχεκτική, η σχετική συζήτηση περιορίζεται στο μικρόκοσμο πανεπιστημιακών και ερευνητών. Ο δημόσιος διάλογος, αλλά και η οικονομική και κοινωνική ζωή, αδιαφορούν για την έρευνα, δεν την έχουν κάνει συστατικό στοιχείο της λειτουργίας τους και πολύ περιορισμένα χρησιμοποιούν τα αποτελέσματά της. Έτσι εξηγείται και η πολύ περιορισμένη χρηματοδότηση της έρευνας από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, που ανέρχεται παγίως περίπου στο 1/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου και αυτό παρά τις διαφορετικές ευρωπαϊκές πολιτικές οδηγίες ανάπτυξης της έρευνας και τεχνολογίας..

Ο ομιλητής αναφέρθηκε στις πολλές και ουσιαστικές επιπτώσεις αυτής της κατάστασης, μια κρίσιμη από τις οποίες είναι η μη εύρεση απασχόλησης στη χώρα μας πολλών εξειδικευμένων επιστημόνων, οι οποίοι συχνά αποφασίζουν να μεταναστεύσουν. Η συγκεκριμένη κατάσταση δύσκολα μπορεί να ανατραπεί παρά τις συνεχείς και έντονες προσπάθειες της πλειοψηφίας του πανεπιστημιακού προσωπικού, το οποίο προσωπικό στις διεθνείς ταξινομήσεις καταλαμβάνει καλές θέσεις.

Η αλλαγή της κατάστασης απαιτεί ουσιώδεις διαφοροποιήσεις της ασκούμενης πολιτικής διακομματικά. Μόνον αν αυτή η αλλαγή γίνει κατορθωτή υπάρχει πιθανότητα να περιοριστούν ριζικά αρνητικές καταστάσεις, όπως αυτές που ζούμε την τρέχουσα περίοδο στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο της Αθήνας.

Η Μάρω Κακριδή-Φερράρι

συμφώνησε ότι τα πανεπιστήμια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την κοινωνία την οποία εξυπηρετούν και συνδιαλέγονται με τις ανάγκες, τις προσδοκίες αλλά και τα αδιέξοδά της. Σε σχετική ερώτηση τόνισε ότι και οι “πανεπιστημιακοί” που τα στελεχώνουν δεν αποτελούν συμπαγή και ομοιογενή ομάδα, όπως συνήθως αντιμετωπίζονται, αλλά διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους. Τέλος, αντιτάχθηκε στην ιδέα των “κλειστών” πανεπιστημίων, όσο δίκαια και αν θεωρούνται τα αιτήματα που προωθούν κάθε φορά διάφορες ομάδες μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Τέλος, ο πρώτος γύρος ολοκληρώθηκε με τον Γιάννη Καμαριανό, που παρουσίασε πίνακες και στατιστικά στοιχεία συγκρίνοντας τα πανεπιστήμια μας με τα διεθνή και κάνοντας αναφορές στην “Αναμονή για την είσοδο στον κόσμο της εργασίας”, την “Ανεργία”, τις “Δαπάνες ανά φοιτητή” κ.α. αναφέροντας:

Καταρχήν θα ήθελα και εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω το Σύλλογο αποφοίτων για την τιμητική πρόσκληση συμμετοχής στο σημερινό Stammtisch, δίδοντάς μου την ευκαιρία συμμετοχής σε μια τόσο γόνιμη συζήτηση για ένα από πιο σημαντικά για την ελληνική κοινωνία θέματα: «Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σήμερα στην Ελλάδα».

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω απόλυτα με τους ομιλητές τόσο σχετικά με την σημασία του θέματος όσο και για την ανάγκη να οριοθετηθεί και να εννοιολογηθεί ένα ζήτημα που αποδεικνύεται σημαντικό για την ελληνική κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα για τις γονεϊκές στρατηγικές. Είναι κοινή η εμπειρία μας, όπως προκύπτει από τη συζήτηση, πως στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούν αφηγήσεις για τη σημασία και την αξία των ελληνικών δημόσιων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι οποίες δεν αποτελούν μέρος συστηματικών και επιστημονικών μελετών. Από την άλλη υπό το βάρος της χρηματοοικονομικής κρίσης, η βαρύτητα της αξιοπιστίας των απαντήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Συνεπώς, η σχετική συζήτηση για το πανεπιστήμιο είναι πολυεπίπεδη. Αν θα έπρεπε να διακρίνουμε συγκεκριμένες κατηγοριοποιήσεις θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τις σημαντικότερες κατηγορίες όπως: μια διεθνή συζήτηση για τις εξελίξεις στο πανεπιστήμιο, μια ευρωπαϊκή συζήτηση για τον ευρωπαϊκό χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, μια συζήτηση για τις ελληνικές ιδιαιτερότητες, μια επιστημονική συζήτηση, μια κοινωνικο-οικονομική συζήτηση και τέλος μια συζήτηση που αφορά με επείγοντα τρόπο τις σύγχρονες οικογενειακές στρατηγικές. Υπό αυτό το πρίσμα το θέμα επικεντρώνεται στην τεκμηρίωση των πραγματικών επιδόσεων των Ελληνικών Ανωτάτων Ιδρυμάτων.

Καταρχήν, η σχετικές συζητήσεις που κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα δομούνται ανάλογα με τη θέση των ελληνικών πανεπιστημίων στις διεθνείς λίστες ταξινόμησης (ranking). Βέβαια, δεν θεωρούμε δυνατή την αξιόπιστη παγκόσμια ταξινόμηση, αφού κάθε συγκρισιμότητα αναιρείται στη βάση των κοινωνικών στοχοθεσιών αλλά και των οικονομικών αναγκών και λειτουργιών. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε συγκεκριμένα ευρήματα μελετών του πεδίου (Hepnet 2013/2014) που αναδεικνύουν την πρόταξη μιας παγκοσμιοποιημένης θεώρησης απομονωμένων εκπαιδευτικών δομών στα πλαίσια μιας αποδόμησης ενός εθνικού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης.

Τα παραπάνω αλλά και οι δυνατότητες νοηματοδοτικών διαφοροποιήσεων είναι χαρακτηριστικές όπως αυτές προκύπτουν από τη συγκριτική αναφορά στους δείκτες ταξινόμησης WRU και Sanghai. Είναι συνεπώς αυτονόητα κοινή η ερώτηση-όχι μόνο ανάμεσά μας- αλλά και για την ευρύτερη διεθνή ερευνητική κοινότητα : “Ποιο είναι λοιπόν το μέτρο σύγκρισης;” και τελικά ως προς τι θα έπρεπε να γίνεται κατανοητή η θέση των ελληνικών ιδρυμάτων;

Αν θα έπρεπε να προτείνουμε ορισμένες σταθερές θα προτείναμε την εξέταση της δράσης και της αξίας των πανεπιστημίων της χώρας ως προς την σημασία συγκεκριμένων δεδομένων όπως το Α.Ε.Π. της χώρας αλλά και πιο μικρο-δεικτών όπως η δαπάνη ανά φοιτητή ή ο δείκτης κόστους ανά επιστημονική δημοσίευση.

Έτσι, υπό τη χρήση των παραπάνω δεικτών προκύπτει πως 19 από τα 23 δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια επιτυγχάνουν θέσεις πάνω από την παγκόσμια ταξινόμηση της χώρας. (Για περισσότερα δες τις σχετικές μελέτες του Διαπανεπιστημιακού Δικτύου Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης, Hepnet 2013, Παν.. Πατρών).

Συμπερασματικά, οι χρήση δεικτών όπως αυτή που προτείναμε παραπάνω – σύμφωνα με τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία και έρευνα- μας οδηγούν σε μια μάλλον θετική εικόνα για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο. Την παρατήρηση αυτή όμως επισκιάζει η αδυναμία και τα παράδοξα της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή αναδεικνύεται από το χάσμα μεταξύ της παραγωγής εκπαιδευμένου (ή και υπερεκπαιδευμένου δυναμικού) και της έλλειψης αναγκών της χώρας σε ανάλογο δυναμικό (ανεργία και φυγή των πτυχιούχων στο εξωτερικό).

Τις θέσεις τους παρουσίασαν συμπλήρωσαν και οι παρόντες ακαδημαϊκοί του ακροατηρίου: η Άννα Τσαντίλη, η Μαίρη Καλαμιώτου-Φιμερέλη και η Τάνια Δασκαρόλη.

Η Άννα Τσαντίλη

Η Μαίρη Καλαμιώτου-Φιμερέλη

Η Τάνια Δασκαρόλη

Από το κοινό η Τένια Παπαδάκη έθεσε το ερώτημα :

Ο Τόμας Γκρέβε ζήτησε την άποψη του πάνελ για τη “μετανάστευση” ή την “προτίμηση” των αποφοίτων για τα ιδρύματα του εξωτερικού.

Ο Βασίλης Τόλιας

Ο Νίκος Καμπάνης

Ο Χρήστος Ταρασίδης

Κάντε Εγγραφή στο εβδομαδιαίο Newsletter

* indicates required
Συμπληρώστε το e-mail σας