Συχνά θέλω να γυρίσω στα σημαντικά. Μόνο στη μνήμη είναι δυνατόν. Με εξαιρέσεις. Χρήστο θυμάσαι; Ήμασταν 16 χρονών, στο ίδιο θρανίο στην Γερμανική, πέρασαν 48 χρόνια. Η ζωή ολόκληρη. Από Δαδί ανεβαίναμε τρεις μέρες, Λιάκουρα την αυγή και τέταρτη μέρα κατάβαση στην Αράχοβα. Θυμάσαι πως μας κοίταζε ο κόσμος; Ηλιοκαμένοι άπλυτοι και κουρασμένοι γυρίσαμε. Κάτι έμεινε.
Φωτογραφία Ιούνης του 1969 (ο προηγούμενος αιώνας):
Ο Χρήστος, ο υπογράφων και ένας συνορειβάτης στην Λιάκουρα.
Πέντε το πρωί στο τιμόνι., εφτάμιση στη Βελίτσα. Ζέστη, καθαρός ουρανός. Το αρχαίο κάστρο μπαίνει μέσα στο χωριό. Μέσα σε αυλές! Γρήγορα πιάνω τομονοπάτι όπως πέρσυ που πήγαμε στην σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου και μετά πέσαμε σε δυσδιάκριτο μονοπάτι…
Σύντομα κόβω αριστερά κάτω προς το ρέμα. Κόκκινα τετράγωνα σε άσπρο φόντο. Με βοηθά βοσκός με οδηγίες. Μετά μου σφυρίζει από πάνω να μην τρομάξω το κοπάδι του όπως περνώ. Α, και να μην τρομάξω τον σκύλο…
Το ρέμα της Βελίτσας στεγνό. Απότομες, σχεδόν κάθετες πλαγιές από παντού. Παλιός νερόμυλος. Το μονοπάτι σαν φίδι βρίσκει μέρος να σκαρφαλώση την απέναντι κλιτύ. Επάνω άπλωμα, ακούω νερά. Είναι τσιμεντένιο λούκι, το υδραγωγείο της Τιθορέας. Φτάνω στον ΑηΓιάννη στα έλατα. Ώρα 10. Τραπέζια πικ νικ, νερό. Αρχίζει ανηφόρα μέσα στο δάσος. Πάντα με κόκκινα τεράγωνα. Απέναντι, στην σειρά, κορυφές του Παρνασσού φωτισμένες. Ψάχνω ΤΗΝ κορυφή. Οι Τσούμες απέναντι να φαίνονται;
Φτάνω σε ράχη, δεν βλέπω παράκαμψη για το κυνηγετικό καταφύγιο, ακούω όμως κατσικοκούδουνα. Και ναι νάσου και ο σκύλος. Γαυγίζει και ειδοποιεί. σύντομα δεύτερο τσοπανόσκυλο μου λέει με τον τρόπο του ότι εδώ είναι το κοπάδι του. Συνεχίζω και χωρίζουμε χωρίς άλλες φωνές. Το ελατόδασος βαθύ. Η ανηφόρα γλυκαίνει. Μην χάσω την πηγή Τσάρες. Είναι η τελευταία. Φτάνω και ναι, τρέχουν δύο ίντσες νερό. Γεμίζουν ποτίστρες. Χαρά και ανακούφηση. Είναι μόλις 13:30. Υψόμετρο 1350μ. Μάσες με μέτρο, πίνω όσο γίνεται, γεμίζω τα μπουκάλια.
Δεν κοιτάω τον χάρτη, φαντάζομαι είναι μονόδρομος πιά. Περνώ κίτρινο τρίγωνο και σπηλιά όπου κοιμούνται βοσκοί. Πάλι κίτρινο σημάδι. Φαίνεται ότι όσο αυξάνει το υψόμετρο αραιώνει το μυαλό μου. Προχωρώ, πέφτω σε ρεματιά και αρχίζω απέναντι. Μετά αρχίζω να σκέφτομαι. Ανοίγω τον χάρτη και βλέπω ότι πάω διαφορετικά. Μα βέβαια, άλλαξε η σήμανση…
Γυρίζω πίσω και βρίσκω τα αγαπημένα κόκκινα τεράγωνα. Πάει μία ώρα τσάμπα.
Ανεβαίνω, περνώ καλύβι βοσκών. Το δάσος αραιώνει και μετά χάνεται. Πέτρες και ξερό χορτάρι σε ομαλό ανοικτό αλπικό τοπίο. Μιά ρηχή ανηφορική κοιλάδα. Αριστερά οι κορυφές Τσούμες και δεξιά μια σειρά κορυφών με την Λιάκουρα στα νότια. Ξεκουράζομαι, πίνω νερό στην εγκαταλειμμένη λιθαρόστρουγκα . Με πιέζει ο χρόνος. Σε λίγο ο ήλιος κρύβεται πίσω από τις δυτικές κορυφές. Φως όμως υπάρχει. Υπάρχει και σήμανση. Τέλος της κοιλάδας. Μπροστά η λεγόμενη Χούνη με τον Τσάρκο 2415μ. Είναι η τελική ανάβαση για απόψε. Μιά κάπως σταθερή σάρα που ανεβαίνει στο διάσελο κάτω από την κορυφή. Άμεσα κάτω, στην σκιά, ένας ορειβάτης έστησε σκηνούλα στην Χούνη. Φτάνω επάνω για να προλάβω δύο λεπτά ακτίνες ήλιου πριν δύσει πια για τα καλά. Είναι 19:15 πάνω στην ώρα.
Έχει μεγάλη θέα αλλά…δεν έχω καιρό καθόλου. Βρίσκω ένα βαθούλωμα στα 2300μ. υψόμετρο με την χαμηλή αλπική βλάστηση. Κάπως προφυλαγμένα. Φυσάει. Στήνω την σκηνή, την δένω στους βράχους μη με πάρει το βράδυ. Ουφ, εδώ πάνω έχει φως, ώρα μετά την δύση.
Με σπίτι έτοιμο τρώω δύο φρούτα και …πέφτω να κοιμηθώ. Φοράω όλα όσα έφερα και έτσι μέσα στον υπνόσακο. Καπέλο για ζέστη. Είναι καλά. Το ήξερα θα κρυώσει το βράδυ. Φύσηξε αρκετά. Το δεύτερο μισό της νύχτας ηρέμησε. Άφησα το παραθυράκι της σκεπής ακάλυπτο. Νύχτα αφέγγαρη, όταν ξυπνούσα έβλεπα τις λαμπερές σιωπές των αστεριών.
Με την αυγή, έβαλα άρβυλα και δρόμο. Έτσι κι’αλλιώς είμαι πάνω στο μονοπάτι προς κορυφή. Περνάω την μικρή σπηλιά και λίγο μετά την ανατολή είμαι πάνω. Αποθανατίζω τις θέες προς κάθε κατεύθυνση. Δεν θυμάμαι τίποτα από τότε. Είχα γεμίσει με τόσες πρωτόγνωρες εντυπώσεις, μόνο λίγα μείναν. Μισός αιώνας, κακά τα ψέματα.
Χαρούμενος γυρίζω αφού συναντώ το νέο παιδί που είχα δει χθες κάτω στην Χούνη. Πρωϊνό, μάζεμα, σακίδιο και δρόμο. Είδα Σταχτάρες στη Λιάκουρα, πέρναγαν ξυστά από την κορυφή. Είδα πέρδικες δυό φορές στην Τουμπόραχη. Σμήνος μαυροπούλια στον Μπαϊτανόβραχο. Είδα γερακίνα που και που. Εκεί ψηλά είναι ο κόσμος χωρίς ανθρώπους…
Την κατάβαση στην Μονή Ιερουσαλήμ την έχω ξανακάνει και παληότερα. Λίγο πολύ τα θυμάμαι. Αυτό που δεν γνωρίζω είναι ότι στην δύσκολη σιδερόπορτα η σάρα έχει καλύψει πολλά βοηθητικά σκαλιά. Πολλές απ’τις ασφάλειες στα συρματόσχοινα φύγαν και κρέμονται στον αέρα.
Εδώ είμαστε, έγινε καλή δουλειά και μετά ξεχάστηκε στο έλεος του καιρού…
Είμαι κουρασμένος, οι θεαματικοί γλυπτοί βράχοι, μερικοί μεγέθους πολυκατοικίας, δεν καταφέρνουν να με κάνουν να βγάλω την φωτογραφική. Ουφ φτάνω στην Αγ.Κυριακή σε επίπεδο έδαφος. Τον Αγ.Νικόλαο τον παρέκαμψα κατά λάθος. Το Ακρινό Νερό δεν το είδα. Η στερεύει Σεπτέμβρη η οδηγούν το νερό παρακάτω και δεν είδα νερά. Όταν τα κατάλαβα όλα αυτά ήμουν ήδη στην κοιλάδα της Μονής.
Η τελευταία αυτή κατάβαση μου φάνηκε ατελίωτη. Ακόμα και στο τελικό τμήμα, το πιό ευχάριστο και εύκολο τμήμα όλων αυτών των δύο ημερών, ήμουν ανυπόμονος. Που στο (δ)καλό είναι; ‘Εφτασα στο μοναστήρι, μου δώσαν νερό, ηρέμησα. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ο χωματόδρομος που περπάτησα να γυρίσω στην Άνω Τιθορέα και το αμάξι. Μέχρι που με πήρε ένα φορτηγάκι και μου χάρισε τρία χιλιόμετρα.
-Σε ευχαριστώ Κύριε Βελιτσιώτη που σταμάτησες!
Έχει πολλά ο Παρνασσός. Υγεία και Χρόνος να υπάρχει!
ορειβατικά Τάσος Καβαδέλλας DSA’71