Τα χρόνια του Πολέμου η Γερμανική Σχολή στην Αραχώβης λειτουργούσε ως Οκτατάξιο Γυμνάσιο. Έχει λοπόν ένα ενδιαφέρον να αναφέρουμε τα όσα ίσχυαν εκείνη την εποχή, αλλά και όσα είχαν προηγηθεί από τη εποχή του Όθωνα:
Οι Έλληνες λογίζονται φιλεκπαιδευτικός λαός. Είτε λόγω της αρχαιοελληνικής παράδοσης, είτε λόγω της γεωγραφικής θέσης και του γεωγραφικού αναγλύφου, είτε λόγω της ιδιαιτερότητας της ελληνικής γλώσσας η οποία επί Ελληνιστικών χρόνων ήταν η κυρίαρχη γλώσσα του δυτικού κόσμου, η λαϊκή σοφία έχει αποκρυσταλλωμένη άποψη υπέρ του σχολείου. Το “άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο” αντικατοπτρίζει τον διαρκή πόθο των Ελλήνων για το σχολείο. Μετά την Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, οι Έλληνες δούλοι που αναλαμβάνουν τη μόρφωση των Ρωμαίων, το Βυζάντιο που ιδρύει σχολεία και κατά το Μεσαίωνα, ο ελληνικός Χριστιανισμός με τα “ιερογράμματα”, διατηρούν την παράδοση του σχολείου.
Με την άφιξή του στην Ελλάδα το 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας ιδρύει ορφανοτροφεία στην Αίγινα και τον Πόρο, όπου τα ορφανά ελάμβαναν γενική μόρφωση και επαγγελματική εκπαίδευση και όπου παράλληλα λειτουργούσαν διδασκαλεία για τη μόρφωση των δασκάλων. Ιδρύεται γεωργική σχολή στην Τίρυνθα, ιερατική σχολή στον Πόρο και στρατιωτικό σχολείο στο Ναύπλιο. Με τον Όθωνα, το 1933, εκδόθηκε διάταγμα που καθόριζε τις αρμοδιότητες της “επί των Εκκλησιαστικών γραμματείας” που ήταν το πρώτο υπουργείο παιδείας. Οι Βαυαροί διαίρεσαν την όλη εκπαίδευση σε τρεις κύκλους, τη στοιχειώδη εκπαίδευση, τη μέση και την ανώτερη. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση ονόμασαν Δημοτική, διότι η διοίκηση και η εποπτεία ανατέθηκαν στους Δήμους, σύμφωνα με τον νόμο της 6ης Φεβρουαρίου 1834 που ήταν πιστό αντίγραφο του γαλλικού νόμου του 1833, και η διάρκεια φοίτησης προβλεπόταν να είναι επταετής. Βάσει αυτού του νόμου, ιδρύθηκε Διδασκαλείο στο Ναύπλιο το 1835, όπου εισήχθη η αλληλοδιδακτική μέθοδος. Το 1836 συστάθηκε η “Φιλεκπαιδευτική εταιρία” που ίδρυσε σχολεία θηλέων και προετοίμασε τις πρώτες δασκάλες. Δυστυχώς όμως ούτε η υποχρεωτική φοίτηση ούτε η επταετής διάρκεια εφαρμόστηκαν και η θέση των δασκάλων ήταν τραγική. Το 1844, λόγω της απροθυμίας των δήμων να ιδρύσουν και συντηρήσουν σχολεία εκδόθηκε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο “εις την δημοτική εκπαίδευσιν συντρέχει και το κράτος κατά το μέτρον της ανάγκης των δήμων”. Παρ’ όλα ταύτα η κατάσταση χειροτέρεψε και το 1863 το διδασκαλείο έκλεισε. Το 1871 ιδρύεται στην Αθήνα ο “Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων” μέλη του οποίου το 1874 ιδρύουν το εξατάξιο “Πρότυπο δημοτικό σχολείο” στην Αθήνα και το τετρατάξιο “Παιδαγωγείο” στη Θεσσαλονίκη. Έτσι σ’ αυτήν την περίοδο ο εκπαιδευτικός κύκλος αποτελείται από το δημοτικό σχολείο με τετραετή φοίτηση, ακολουθεί το Ελληνικό σχολείο με τριετή φοίτηση και τέλος το Γυμνάσιο με τετραετή φοίτηση.
Οι δάσκαλοι το 1873 ιδρύουν τον “Ελληνικόν διδασκαλικόν σύλλογον” ο οποίος εκδίδει το περιοδικό “Πλάτων” και κατορθώνουν να υψώσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και των πολιτικών για τα εκπαιδευτικά θέματα. Έτσι το 1876 ο υπουργός παιδείας στη Βουλή χαρακτηρίζει “την κατάσταση της εκπαίδευσης εμπαιγμόν δια το έθνος”. Ιδρύεται Διδασκαλείο τριετούς φοίτησης στην Αθήνα, καθώς και άλλα δύο στην Τρίπολη και στην Κέρκυρα, και το 1881 άλλο ένα στη Λάρισα. Το 1895, ο νόμος “Περί στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαίδευσης” διαιρεί τα σχολεία σε κοινά, με έναν δάσκαλο όταν έχουν μέχρι 80 μαθητές, και πλήρη με δύο δασκάλους όταν έχουν μέχρι 140 μαθητές. Όταν οι μαθητές είναι μέχρι 200 το σχολείο είναι τριθέσιο και για περισσότερους από 200 τετραθέσιο. Όπου δεν ήταν δυνατόν να ιδρυθούν κοινά (μονοθέσια) σχολεία προβλεπόταν η ίδρυση γραμματοδιδασκαλείων. Επίσης ιδρύονται εξατάξια σχολεία οι απόφοιτοι των οποίων μπορούν να εγγραφούν στην τρίτη τάξη των “Ελληνικών” σχολείων.
Το 1921, τα “κοινά” σχολεία αφομοιώνονται με τα “εξατάξια”, το 1929 επί Βενιζέλου καθορίζεται εξαετής η διάρκεια της δημοτικής εκπαίδευσης και το όριο για την ίδρυση μονοθέσιου δημοτικού σχολείου κατεβαίνει στους 15 μαθητές, με στόχο την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, διότι σύμφωνα με την απογραφή του 1828 υπήρχαν 3500 συνοικισμοί με λιγότερα από 15 παιδιά σχολικής ηλικίας και έτσι, κάθε χρόνο, πάνω από 25.000 παιδιά δεν γραφόντουσαν σε κανένα σχολείο. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη στατιστική του 1936, ενώ στην πρώτη τάξη γραφόντουσαν 200.000 μαθητές, από την έκτη τάξη αποφοιτούσαν μόνο 75.000. Το 1954, στο 3094/1954 (ΦΕΚ252 τ.Α) νομοθετικό διάταγμα “περί καταπολεμήσεως του αναλφαβητισμού” ιδρύονται τα “νυχτερινά σχολεία” για την παροχή της βασικής μόρφωσης σε μαθητές ηλικίας 14 έως 20 ετών, οι οποίοι λόγω της κατοχής και του εμφυλίου δεν είχαν ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Στο ίδιο διάταγμα προβλέπεται ότι, μετά το 1962, όποιος δεν έχει απολυτήριο δημοτικού σχολείου δε θα μπορεί να διευθύνει επιχείρηση ή βιοτεχνικό κατάστημα. Έτσι το 1953-54 λειτούργησαν 2.300 νυχτερινά σχολεία με 67.000 μαθητές και 2.350 δασκάλους, πολλοί από τους οποίους εργάστηκαν δωρεάν. Στη στατιστική της UNESCO για το 1957, το ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα ανερχόταν σε 25%, ενώ στην Τουρκία σε 68% και στη Γιουγκοσλαβία σε 27%.
Η μέση εκπαίδευση επίσης ξεκινάει με τη Βαυαρική αντιβασιλεία το 1836 και χωρίζεται σε δύο κύκλους: κατ’ αρχάς το τριετές “Ελληνικό σχολείο” κατ’ αντιστοιχία του Βαυαρικού “Latina” και κατόπιν, το τετραετές “Γυμνάσιο” το οποίο έχει ως στόχο την “… προπαρασκευήν των μαθητών που θέλουν να σπουδάσουν ανώτερες επιστήμες στα Πανεπιστήμια.” Οι δάσκαλοι των πρώτων καλούνται “Ελληνοδιδάσκαλοι” και των γυμνασίων “καθηγητές”. Όταν το Πανεπιστήμιο άρχισε να δίνει διπλώματα, διοριζόντουσαν στη μέση εκπαίδευση πτυχιούχοι της φιλολογίας και της φυσικομαθηματικής. Επειδή οι εκπαιδευτικοί διοριζόντουσαν, έπαιρναν μετάθεση ή απολυόντουσαν με αυθαίρετο τρόπο, το 1885 εκδόθηκε διάταγμα που όριζε ότι οι “λειτουργοί της μέσης εκπαίδευσης αναγνωρίζονται ως μόνιμοι”. Το διάταγμα αυτό ανακλήθηκε το 1886. Οι τύποι των σχολείων του 1836 βασικά παρέμειναν μέχρι την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929. Το 1922 ιδρύθηκαν τα “Πρακτικά Λύκεια” πάνω στο πρότυπο της Βαρβακείου σχολής, η οποία λειτουργούσε με ιδιαίτερο πρόγραμμα από το 1886. Το Βαρβάκειο ιδρύθηκε το 1843 ως γυμνάσιο στο οποίο είχε συμπληρωθεί και Ελληνικόν σχολείο, αλλά το 1886 μεταρρυθμίστηκε σε πρακτικό λύκειο για να εκπληρώσει “ειδικόν εκπαιδευτικόν σκοπόν” που ήταν “η ανάπτυξις και μόρφωσις της διανοίας, τως εις αυτό φοιτούντων μαθητών, η ηθική αγωγή και ειδικώς η προπέδευσις προς αυτάρκη σπουδήν των θετικών επιστημών”. Το 1915 το Βαρβάκειο συνδέθηκε με το “Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης” και αποτέλεσε το δεύτερο πρότυπο σχολείο της Ελλάδας.
Με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 από τον Αλ. Δελμούζο, επί κυβερνήσεως Βενιζέλου, διαμορφώνονται δύο εξαετείς κύκλοι σπουδών. Στις μικρές κωμοπόλεις ιδρύονται διτάξια ημιγυμνάσια και κατώτερα επαγγελματικά σχολεία (γεωργικά, εμπορικά, βιομηχανικά, οικοκυρικά). Το 1930 ιδρύεται το Ανώτατον εκπαιδευτικόν συμβούλιον και στις 4 Ιουνίου 1930 ο Γ. Παπανδρέου, ως υπουργός παιδείας της κυβέρνησης Βενιζέλου, κλείνει δάνειο της Ελληνικής κυβέρνησης με σουηδική εταιρία για τις ανάγκες της παιδείας. Με το δάνειο αυτό, μέσα σε δύο χρόνια, 1930 έως 1932, ανεγέρθηκαν 145 διδακτήρια και αποπερατώθηκαν άλλα 1375. Έτσι προστέθηκαν 7376 αίθουσες διδασκαλίας για τις οποίες δαπανήθηκαν 1476 εκατομμύρια προπολεμικές δραχμές.
Η κυβέρνηση Μεταξά το 1937 τροποποιεί τους τύπους σχολείων της μεταρρύθμισης του Δελμούζου εισάγοντας το οκτατάξιο γυμνάσιο-λύκειο στο οποίο γράφονται οι μαθητές του Δημοτικού μετά την τετάρτη τάξη. Όσοι όμως δε θέλουν να συνεχίσουν στη μέση εκπαίδευση υποχρεώνονται να συνεχίσουν για άλλα δύο χρόνια στο δημοτικό ώστε να ολοκληρώσουν εξαετή υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση. Τα έξι πρώτα χρόνια απετέλεσαν το εξατάξιο Γυμνάσιο και ακολουθεί το διτάξιο Λύκειο. Το 1944, με τον κατοχικό νόμο 1468 της 27-2-1944 επανέρχεται το εξατάξιο γυμνάσιο. Με την απελευθέρωση για τις χρονιές 1945 έως 1950, γράφονται στο Γυμνάσιο 138.000, 143.000, 165.000, 174.000 και 183.000 μαθητές αντίστοιχα, που αντιστοιχούσαν σε λιγότερους από 4.000 εκπαιδευτικούς. Έτσι, μετά από την έντονη κίνηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών λειτουργών, δημιουργήθηκαν και πάλι σοβαρές ανησυχίες και το 1951, κατόπιν πρωτοβουλίας του Γ. Παπανδρέου, εκδόθηκε ο νόμος 1823 που προέβλεπε τον διαχωρισμό της μέσης παιδείας σε τριετές Γυμνάσιο και τριετές Λύκειο, το οποίο διαχωριζόταν σε φιλολογοϊστορικο Λύκειο και φυσικομαθηματικό Λύκειο. Στο 1ο άρθρο αυτού του νόμου καθορίζεται ότι ο σκοπός της Μέσης εκπαίδευσης είναι “η διάπλασις χρηστών πολιτών εν τω πλαισίω των ιδεωδών του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού”, ο οποίος και αναγνωρίστηκε αυτούσιος στο σύνταγμα της 1ης Ιανουαρίου 1951 ότι είναι ο σκοπός της μέσης και στοιχειώδους εκπαίδευσης. Ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε από την επελθούσα κυβέρνηση Παπάγου και το 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή διατηρεί ενιαίο το Γυμνάσιο, αλλά μετά την 3η τάξη οι απόφοιτοι παίρνουν απολυτήριο που τους δίνει το δικαίωμα να εγγραφούν στις μέσες επαγγελματικές σχολές. Επίσης, κατά τα τρία τελευταία έτη το Γυμνάσιο διαχωρίζεται σε κλασικό, πρακτικό και όχι μόνο. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, υλοποιήθηκε ο νόμος 1823 που προέβλεπε το σημερινό τριτάξιο γυμνάσιο και τριτάξιο λύκειο. Αργότερα, το Λύκειο διαχωρίστηκε σε τριτάξιο ενιαίο λύκειο (ΓΕΛ) για όσους μαθητές είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν κανονικά την εκπαίδευσή τους και το τριτάξιο τεχνικό λύκειο (ΕΠΑΛ) για όσους δεν είχαν δυνατότητες να αντεπεξέλθουν στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μαθαίνοντας μέσω αυτού κάποια ειδίκευση. Σήμερα το Επαγγελματικό Λύκειο (ΕΠΑ.Λ.) προσφέρει εκτός από απολυτήριο, το οποίο είναι ισότιμο με του Γενικού Λυκείου, και Πτυχίο εξειδίκευσης βαθμού 3.
πηγή: wikipedia