Ρωμαϊκό Ημερολόγιο και Μυθικό Ημερολόγιο 10 μηνών
Οι Ρωμαίοι ορίζανε το πρώτο τους οργανωμένο έτος, ως έτος με δέκα σταθερούς μήνες, ο καθένας από 30 ή 31 ημέρες. Μια τέτοια χρονική διαίρεση ταίριαζε στη γενική ρωμαϊκή πρακτική (δεκαδικό σύστημα, 10 δάχτυλα στα χέρια, εύκολες πράξεις). Οι τέσσερις μήνες των 31 ημερών ονομάζοντο «πλήρεις» (pleni) και οι έξι «μειωμένοι» (cavi). Συνολικά είναι 304 ημέρες, που κάνουν ακριβώς 38 οκταήμερα. Στον ορισμό αυτόν πρώτος μήνας ήταν ο Μάρτιος, οπότε ο Δεκέμβριος ήταν ο δέκατος. ο Νοέμβριος ήταν ο 9ος, ο Οκτώβριος ήταν ο 8ος και από την κατάταξη αυτήν πήραν και την ονομασία τους, ονομασία που κρατάμε μέχρι σήμερα παρόλο που ο Δεκέμβριος είναι πλέον ο δωδέκατος μήνας , ο Νοέμβριος ο 11ος και ο Οκτώβριος ο 10ος. Έλειπαν περίπου 60 ημέρες και έτσι οδηγηθήκαμε στο να προσθέσουμε δύο ακόμη μήνες στο τέλος του έτους, τον Januarius και τον Februarius.
Το αρχικό ρωμαϊκό ημερολόγιο πιστεύεται, ότι ήταν ένα σεληνιακό ημερολόγιο παρατήρησης των φάσεων της Σελήνης, του οποίου οι μήνες ξεκινούσαν από το πρώτο φως μετά από μια νέα σελήνη. Επειδή πρόκειται για σεληνιακό κύκλο διάρκειας 29 1⁄2 ημερών, τέτοιοι μήνες θα κυμαίνονταν μεταξύ 29 και 30 ημερών. Δώδεκα τέτοιοι μήνες θα ήταν 11 ημέρες λιγότερο από το ηλιακό έτος. Χωρίς προσαρμογή, ένα τέτοιο έτος θα αποκλίνει γρήγορα από την ευθυγράμμιση με τις εποχές, όπως συμβαίνει με το ισλαμικό ημερολόγιο.
Ιουλιανό και Γρηγοριανό Ημερολόγιο
Στη δημιουργία του ημερολογίου ο Ιούλιος Καίσαρας είχε τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο οποίος βασίστηκε στους υπολογισμούς του Ιππάρχου, σύμφωνα με τους οποίους η διάρκεια ενός έτους ισούτο με 365,242 ημέρες. Το ημερολόγιο εισήχθη το 46 π.Χ. και άρχισε να εφαρμόζεται από την επόμενη χρονιά, το 45 π.Χ. και ίσχυσε για την Δύση περίπου έως τον 16ο αιώνα, ενώ στην Ελλάδα εφαρμόστηκε 350 χρόνια μετά.
Καλένδες, Ειδοί και Νόνες
Οι Ρωμαίοι χώριζαν τον μήνα σε τρείς “σταθμούς”, την πρώτη του μήνα (Καλένδες), μια ημέρα λίγο πριν από τα μέσα του μήνα (Ειδοί) και οκτώ ημέρες, πριν από το τέλος (Νόνες), ή σωστότερα, 9 ημέρες πριν από την πρώτη του επόμενου μήνα. Οι ενδιάμεσες ημέρες μετρώνταν πάντα προς τα πίσω, οπότε πχ οι ημέρες ανάμεσα στις Νόνες και τις Καλένδες περιγράφονταν ως οι μέρες μέχρις τις Καλένδες (όπως σήμερα λέμε παραμονή, προπαραμονή πχ Πρωτοχρονιάς, Χριστουγέννων). Λέγανε δηλαδή τρίτες καλένδες, τέταρτες καλένδες εννοώντας ότι σε 3, 4 ημέρες θα έχουμε πρωτομηνιά. Σήμερα χρησιμοποιούμε όρους όπως “του χρόνου”, “στον καιρό” μεταθέτοντας κάτι στο αόριστο μέλλον. Έτσι χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι τον όρο “στις καλένδες”.
Τα δίσεκτα έτη και οι έκτες καλένδες
Στον δωδεκάμηνο κύκλο του Σωσiγένη, που βεβαίως ξεκινούσε με τον μήνα Μάρτιο, αποφασίστηκε να προστίθεται μία επιπλέον ημέρα κάθε 4 χρόνια στον τελευταίο μήνα, που ήταν ο Φεβρουάριος, ώστε να επιτευχθεί η διόρθωση της απώλειας της μία ημέρας κάθε τετραετία. Δηλαδή 4 x 365,242 = 4 x 365 + 4 x 0.242 = 4 x 365 + 0,968. Το 0,968, η μία σχεδόν ημέρα κάθε τέσσερα χρόνια “διόρθωνε” περίπου την απώλεια.
Ήταν όμως γρουσουζιά να τελειώνει ο χρόνος με μία επιπλέον ημέρα στο τέλος του Φεβρουαρίου και αποφασίστηκε να “στριμώχνεται” 6 ημέρες πριν αρχίσει ο επόμενος χρόνος, δηλαδή 6 ημέρες πριν από τις Καλένδες του Μαρτίου, που ήταν η πρώτη ημέρα τους έτους. Επειδή όμως ο τρόπος αρίθμησης ήθελε την μέτρηση προς τα πίσω, η ημερομηνία αυτή λεγόταν “Έκτες Καλένδες“. Υπήρχαν όμως έκτες καλένδες, άρα θα είχαμε δύο φορές την ημερομηνία αυτή, θα είχαμε λοιπόν δις έκτες καλένδες. Από εκεί προέκυψε ο όρος “δίσεκτο έτος“, έτος με δύο έκτες καλένδες.
Ισημερία
Στην αστρονομία ισημερία καλείται η αστρική ημέρα κατά την οποία το κέντρο του ηλιακού δίσκου βρίσκεται ίσο χρονικό διάστημα πάνω και κάτω από τον ορίζοντα κάθε τόπου, διαγράφει δηλαδή ίσα τόξα (ημερήσιο και νυκτερινό), και κατά τη διάρκεια της οποίας οι ακτίνες του ηλίου πέφτουν κατακόρυφα στον ισημερινό.
Η ισημερία συμβαίνει γύρω στις 21 Μαρτίου και στις 23 Σεπτεμβρίου. Το όνομα ισημερία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ίσος και ημέρα, ενώ το διεθνές αντίστοιχο όνομα, equinox, προέρχεται από το λατινικό aequus (ίσος) και nox (νύχτα). Εμείς λέμε “ισημερία” οι λατίνοι λέγαν “ισονυχτία”.
Παραδοσιακά την ημέρα της Ισημερίας φρόντιζαν οι “παλαιοί” να εγκαινιάζουν, να ξεκινούν κάθε νέα προσπάθεια, να ιδρύουν τις νέες εταιρείες. Η επιλογή πάει πίσω στα αρχαία χρόνια, όπου οι εκστρατείες ξεκινούσαν την 25η Μαρτίου. Ο λόγος είναι απλός : Ξεκινούσε η άνοιξη, η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει, ο καιρός γινόταν καλύτερος και οι στρατιώτες ήταν πιο “ορεξάτοι”. Έτσι η Επανάσταση του 1821 επελέγη να ξεκινήσει την ημέρα αυτή.
Α’ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ.
Το 325 μ.Χ. συγκλήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο η Α’ Οικουμενική Σύνοδος και συνέταξε το πρώτο μέρος του Συμβόλου της Πίστεως. Στην Σύνοδο αυτήν παρατηρήθηκε ότι η Ισημερία δεν υφίστατο την 25η Μαρτίου αλλά την 21η Μαρτίου, δηλαδή είχε ολισθήσει προς τα πίσω κατά 4 ημέρες και αποφασίστηκε όπως η 21η Μαρτίου θα καταγράφεται πλέον ως ισημερία, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα ημέρα. Πρακτικά όμως δεν έδωσε απάντηση στο πως προέκυψε το πρόβλημα, απλά μετατόπισε την ημερομηνία αφήνοντας τις επόμενες γενιές να το λύσουν.
Οι αιώνες δεν θα είναι δίσεκτοι
Στο πρόβλημα δίνεται απάντηση από τον Ναπολιτάνο γιατρό Αλοΐσιους Λίλιους υπολογίζοντας πλέον σωστά την διάρκεια ενός ηλιακού έτους, άρα και την ημερομηνία της ισημερίας, και θεσπίζεται από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ τον Φεβρουάριο του 1582 διαγράφοντας 11 επόμενες ημέρες, οπότε η τελευταία ημέρα του Ιουλιανού ημερολογίου ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582 και η αμέσως επόμενη, και πρώτη του Γρηγοριανού ήταν η 15η Οκτωβρίου 1582. Το νέο ημερολόγιο ονομάζεται Γρηγοριανό από το όνομά του και εφαρμόζεται σταδιακά έως τον 17ο αιώνα σε όλες τις καθολικές χώρες ξεκινώντας από την Δανία και την Βενετία και φθάνοντας έως την Μεγάλη Βρεταννία.
Πως το έλυσε ο γιατρός Αλοΐσιους Λίλιους;
Ποιό ήταν το πρόβλημα; Μετρώντας μία ημέρα επιπλέον κάθε τέσσερα χρόνια “ξεχνούσαμε” ότι έπρεπε να προσθέτουμε κάτι λιγότερο. Αντί για μία ημέρα θα έπρεπε να προσθέτουμε 0,968 της ημέρας. Σε 400 χρόνια, όταν έγινε η Ιερά Σύνοδος ΕΙΧΑΜΕ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙ την διαφορά κάθε τετραετίας (1-0.968 = 0.032 ημέρες) x 25 τετραετίες x 4 αιώνες = 3 περίπου ημέρες. Τρέχαμε δηλαδή λίγο πιο γρήγορα στην μέτρηση των ημερομηνιών (στην πραγματικότητα η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός μη επιθυμητό). Έπρεπε να επιβάλουμε μία καθυστέρηση.
Είπε: στους αιώνες που θα ακολουθήσουν ΔΕΝ θα προσθέτουμε μία ημέρα στο τέλος του Φεβρουαρίου, ασχέτως αν αυτοί διαιρούνται με το 4. Θα το κάνουμε μόνον σε αυτούς που διαιρούνται και με το 400. Το 1600 που διαιρείται με το 400, θα είναι δίσεκτο, το 1700, το 1800 και το 1900 δεν θα είναι. Έτσι στο γνωστό ερώτημα: “ποιοι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν σε μη δίσεκτο έτος;”, η απάντηση είναι: “οι αγώνες του 1900”, διότι όπως προαναφέραμε το 1900 δεν είναι δίσεκτο. Μετά όμως από τον κορονοϊό θα έχουμε να λέμε ότι δύο σύγχρονες Ολυμπιάδες δεν έγιναν σε δίσεκτο έτος, αυτή του 1900 και αυτή του 2021 στο Τόκιο.
Επειδή όμως για το παρελθόν δεν μπορούμε να “πειράξουμε” τις ημερομηνίες, θεώρησε ότι από το 400 έως το 1582 θα έπρεπε να είχαμε προσθέσει 11 ημέρες, προκειμένου να διατηρήσουμε την Ισημερία στις 21 Μαρτίου (η 25η Μαρτίου είχε οριστικά χαθεί με την απόφαση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου), οπότε κατέληξε στην απόφαση που αναφέρουμε πιο πάνω, ” η 4η Οκτωβρίου 1582 και η αμέσως επόμενη, και πρώτη του Γρηγοριανού θα είναι η 15η Οκτωβρίου 1582″.
Στην Ελλάδα
Στις 18/1/1923 ψηφίζεται το νομοθετικό διάταγμα με το οποίο αντικαθίσταται το Ιουλιανό ημερολόγιο από το Γρηγοριανό και η 16η Φεβρουαρίου «βαφτίζεται» 1η Μαρτίου, έτσι ώστε να διορθωθεί ένα λάθος 13 πλέον ημερών λόγω της καθυστέρησης εφαρμογής σε σχέση με την Δύση.
Η ελληνική Εκκλησία θα υιοθετήσει τις αλλαγές αυτές ένα χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 1924. Όμως ο εορτασμός του Ορθόδοξου Πάσχα θα συνεχίσει να γίνεται με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η διαφορά με το δυτικό, που ορίζεται μεταξύ 22/3 και 25/4, ενώ το ορθόδοξο μεταξύ 4/4 και 8/5.
Πολλοί θα έχουν προσέξει ότι όλες οι ημερομηνίες από το 1821 έως το 1923 είναι “διπλές” με μία διαφορά 13 ημερών. Τρανταχτό παράδειγμα αυτό, των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, όταν σε όλον τον κόσμο έχει καταγραφεί ως ημερομηνία έναρξης η 6η Απριλίου, ενώ στην Ελλάδα είχαμε 25η Μαρτίου και έχει επιλεγεί συμβολικά τόσο για τη σημασία της στην Ελληνική ιστορία, όσο και στο γεγονός ότι η προηγούμενή της είναι Κυριακή του Πάσχα.