Συνεχίζουμε την αντιγραφή μικρών ιστοριών από το βιβλίο του Απόστολου Πίτσου “ΠΙΤΣΟΣ” με μία μικρή αφήγηση από την επίσκεψη κάθε Δευτέρα στον Λυκαβηττ’ο. Το ενδιαφέρον από την ιστορία αυτή είναι ότι επειδή δεν υπήρχε χώρος για άθληση ή για παιζνίδια στην περιοχή της Αραχώβης, ο γυμναστής επέλεγε τον Λυκαβηττό που συνδύαζε και το περπάτημα (εν είδει ορειβασίας) από την Αραχώβης μέχρι τον περιφερειακό του Λυκαβηττού και από εκεί μέχρι το πλάτωμα, όπου σήμερα είναι μπροστά στο θεάτρο του Τάκη Ζενέτου (σημ.: να θυμίσουμε ότι οι μαθητές της Μετσόβου, επειδή και αυτοί δεν είχαν στην διάθεσή τους χώρους για γυμναστική, αναγκάζονταν να πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου ΓΣ, στο Πεδίο του Άρεως):
“…Θα περιγράψω μερικά γεγονότα όταν ήμουν σε μικρή ηλικία και ήμουν ακόμα στη Γερμανική Σχολή. Ήμουν φαίνεται πολύ ζωηρός και πολύ τρελούτσικος. Κάθε Δευτέρα απόγευμα ο γυμναστής μας, ο οποός ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, έπαιρνε όλη την τάξη και ανεβαίναμε απάνω στα νταμάρια του Λυκαβηττού. Μέσα υπήρχε ένα πλάτωμα που παίζαμε μπάλα, αλλά μας μάθαινε και τις αρχές της ορειβασίας. Μία Δευτέρα καθυστέρησα με το λεωφορείο μου και είχε φύγει η τάξη, και ανέβαιναν ήδη στανταμάρια. Εγώ άφησα το βιολί μου, τα άφησα όλα και τρέχοντας ανέβηκα πάνω και τους βρήκα όπως κάθε Δευτέρα να κάνουν τα διάφορα. Εγώ, χωρίς να πω σε κανένα τίποτα, αναμείχθηκα με τους υπόλοιπους. Οι συμμαθητές μου εξεπλάγησαν που με είδαν: “Κύριε, κύριε!, Ο Πίτσος ήρθε!”
Προφανώς τους έκανε εντύπωση που ξεκίνησα μόνος μου από το σχολείο και τους έφτασα στα νταμάρια. Παρόλη την απόσταση, η εσωτερική μου επιθυμία να είμαι πάντα μαζί του με έκανε να τους προλάβω.”