Η οικογένειά μας αποτελείτο από δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος. Ο αδελφός μου ο Ευάγγελος ήταν έξι χρόνια μικρότερος (σημ.: απόφοιτος του 1942, συμμαθητής της Βεατρίκης Δημητριάδου, της Ροδούλας Κούμαρη-Σταθάκη, της Έβης Στασινοπούλου-Τουλούπα). Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα συνέχισαν με τους φίλους του να είναι στα υπόγεια του σπιτιού και να λένε τα φιλικά τους. Εγώ παραβρισκόμουν λίγες φορές, λόγω διαφοράς ηλικίας. Μεταξύ των φίλων του ήταν και ο Ιάννης Ξενάκης, ο οποίος παραβρισκόταν και αυτός εκεί και έλεγε ο καθένας τη φιλοσοφία του. Νέα παιδιά όπως ήταν κάθε ένας έλεγε τα δικά του.
Ο αδερφός μου ήταν πολύ ανήσυχος και δεν ελάμβανε καμία προφύλαξη, κάτι που είχε απασχολήσει πολύ τον πατέρα μου. Γι΄ αυτό τον φρόντισε δίνοντάς του κανά δύο λιρίτσες, με ένα καΐκι να πάει με κανά δύο φίλους του στην Αίγυπτο. Εκεί τον εκπαίδευσαν και τον έβαλαν στο αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής, το οποίο διοικούσε τότε ο Γιάννης Καρράς, ο οποίος σαν καπετάνιος τον είχε υπό τις διαταγές του. ‘Οταν έφυγε ο αδερφός μου, οι φίλοι δεν έρχονταν πλέον σπίτι, στο υπόγειο.
Ο Ιάννης Ξενάκης είχε ειδικούς οικογενειακούς λόγους για τους οποίους παρέμεινε στην Ελλάδα. Βρέθηκε μία μέρα στον δεύτερο – τρίτο όροφο ενός κτιρίου, κάτι που ανησύχησε τους Γερμανούς και έστειλαν μία οβίδα, η οποία με τα θραύσματα της παραμόρφωσε το πρόσωπο του Ιάννη Ξενάκη και κατέστρεψε τον ένα οφθαλμό. Οι φίλοι του έσπευσαν αμέσως να τον περιποιηθούν μέχρις ότου μαζευτεί κάπως αυτή η κατάσταση και βέβαια ο Ξενάκης δεν μπορούσε να να φύγει διότι ήταν ακόμα υπό παρακολούθηση ιατρική. Εν τω μεταξύ ο χρόνος περνούσε, οι Γερμανοί είχαν φύγει και πλησίαζε η ώρα που θα έπρεπε να πάει στρατιώτης. Αυτό δεν το άντεξε και με κάποιον τρόπο έφυγε και βρέθηκε στο Παρίσι.
Ο Ιάννης Ξενάκης, στο Παρίσι, είχε πάει στο γραφείο του διάσημου αρχιτέκτονα Le Corbusier. Εκεί πήγε για να έχει μόνο την οικονομική δυνατότητα ώσεστε να ασχολείται με την μουσική του. Είχε παντρευτεί εν τω μεταξύ μία Γαλλίδα την οποία, στις λίγες επισκέψεις μου στο σπίτι του, την είχα γνωρίσει.
Το σπίτι τους ήταν ιδιόμορφο όσο και ο Ιάννης Ξενάκης ο ίδιος. Μία μεγάλη σάλα με τα ηλεκτρονικά του, τα όργανά του, τα γραφεία του, όλα ανακατωμένα. Η μισή αίθουσα είχε από πάνω ένα σαν πατάρι μεγάλο με μία ευρύχωρη σκάλα με την κρεβατοκάμαρά του. Κάποτε όταν τελείωσε με τις συνεχείς πλάκες που έβγαζε με τη μουσική του, την οποία κάθε χρόνο παρουσίαζαν διεθνώς αποφάσισε να κάνει το γύρο της Σικελίας με ένα κανό, αυτός και η γυναίκα του. Αυτό κράτησε δύο μήνες. Ύστερα η γυναίκα του έγραψε ένα βιβλίο “Je n’ aime pas la mer” (ακριβής μετάφραση: “Δεν αγαπώ τη θάλασσα”) και περιέγραφε μέσα τις λεπτομέρειες και τις ταλαιπωρίες τις οποίες είχαν σε αυτή τους την προσπάθεια. Νύχτα βγαίνανε διαλέγανε κάποιον όρμο και ξενυχτούσαν ή διάλεγαν μικρά χωριά κοντά στη θάλασσα και διανυκτέρευαν σε κάποιο ξενοδοχείο. Εν συνεχεία προχωρούσαν. Ήταν από τις ευχαριστήσεις του Ιάννη Ξενάκη να κάνει ιδιαίτερα και περίεργα πράγματα στη ζωλη του, όχι εύκολα, εις τα οποία η γυναίκα του τον ακολουθούσε παντού.
Είχα κάποτε πάει να τον δω και με είχε παρακαλέσει να κάνω κάτι επειδή δεν επιτρεπόταν να έρθει στην Ελλάδα, αφού θεωρούταν λιποτάκτης για τον ελληνικό στρατό, και έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να μπορεί να έρθει. Του είπα ότι θα κάνω ότι μπορώ για να βρω κάποιον τρόπο να έρθει για λίγο στην Ελλάδα. Ερώτησα γνωστούς στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και ένας πολύ φίλος, και μου είπαν ότι όταν έρθει το λιγότερο που θα γίνει, λόγω της παγκόσμιάς του φήμης, είναι να μπει φυλακή για ένα χρόνο. Φυσικά δεν το εδέχθη ο Ξενάκης και ήρθε στην Ελλάδα αφού πέρασαν τα 30 χρόνια.