Ο Αλέκος Κυριακός γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1922, όπου και τέλειωσε το Δημοτικό. Το 1936 ο πατέρας του, που εργαζόταν σε μία γερμανική εταιρεία, μετατέθηκε στην Ελλάδα γεγονός, που το δέχθηκε με ανακούφιση αφού ήταν ο μοναδικός μαθητής στο σχολείο του που αρνιόταν να ενταχθεί στη νεολαία του Χίτλερ. Στην Αθήνα πήγε αρχικά σε ελληνικό σχολείο και ένα χρόνο μετά το 1938 πήγε στη Γερμανική Σχολή, όταν διαπίστωσε την ύπαρξη της.
Το 1941, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Αθήνα τα μαθήματα λιγόστεψαν και ανάλαβε ο Βύρων Θεοδωρόπουλος να διδάξει, και μάλιστα στο σπίτι του Πέτρου Μόρντο, ώστε να μπορέσουν οι μαθητές να πάρουν το Abitur (ανάμεσα σ’ αυτούς δε ήταν και ο Μιλτιάδης Καρύδης, ο Θέμις Πάνος, ο Kurt Goldberg κ.α.)
Μέσα στο πόλεμο έκανε διάφορες δουλειές, ενώ μετά από αυτόν πήγε ένα χρόνο στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Μ.Τόμπρου. Επειδή οι Σχολές είχαν παραμείνει κλειστές στον πόλεμο έμαθε τη μαρμαρογλυφία εργαζόμενος στα μαρμαράδικα της οδού Αναπαύσεως.
Το 1948 έκανε την πρώτη και μοναδική ατομική του έκθεση με γλυπτά στην Αθήνα στον Παρνασσό. Αμέσως μετά έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου έμεινε ένα χρόνο συναναστρεφόμενος με ανθρώπους της Τέχνης όπως ο Θεόδωρος Στάμος, ο Τρούμαν Καπότε κ.α. που του συνέστησε ο καθηγητής και μεταφραστής Κίμων Φράιερ. Μετά από ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη μετακόμισε στην Πενσυλβάνια όπου εργάστηκε επάνω σε ξύλο, μπρούτζο και υαλοβάμβακα.
Επί πέντε χρόνια δίδαξε γλυπτική στο Wyomissing Institute of Fine Arts και έκανε διάφορες εκθέσεις με προτομές, πορτραίτα κυρίως για ιδώτες συλλέκτες. Το 1976 παρουσίασε τρία έργα στο Balch Institute στη συνοπτική έκθεση “Η Ελληνική Προοπτική – Η Συμβολή των Ελλήνων Καλλιτεχνών στην τέχνη των ΗΠΑ”, όπου το μεγαλύτερο έργο του, και επίκεντρο της έκθεσης είναι ένα υπερμεγέθες “πούμα”, που έκτοτε θα χρησιμοποιηθεί ως σήμα στα έντυπα του Πανεπιστημίου. Ένα χρόνο μετά το 1977 στήθηκε ένα μνημειώδους μεγέθους λιοντάρι στη κεντρική αίθουσα του Allentown Museum of Art, ανάμεσα σε ένα έργο του Rodin και της Barbara Hepworth, ενώ το 1995 ήταν ένας από τους έξι καλλιτέχνες που επέλεξε το Ελληνικό Πνευματικό Κέντρο του Παρισιού για να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα στην “Triennale De Sculpture” στο Jardin Des Plants.
Από το 1979 άρχισε να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ και το 1986 πλέον μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα, όπου διατηρεί επαφή με συμμαθητές του από τη Γερμανική Σχολή, ανάμεσα σε αυτούς και τη Νάτα Μελά.
Ξύλινα έργα του βρίσκονται ατην Εθνική Πινακοθήκη, στο παρεκκλήσι του Albright College στο Reading της Pennsylvania, μπρούτζινα (π.χ. η Sappho) στην Πινακοθήκη του Oakland, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Φιλαδέλφεια και αλλού.