Με την ευκαιρία του εορτασμού της 100ης επετείου από την ίδρυση της Γερμανικής Σχολής με συγκίνηση επαναφέρω στη μνήμη μου τα έξι χρόνια των γυμνασιακών μου σπουδών.
Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια την ατμόσφαιρα, το χώρο, τους ανθρώπους που έγιναν δάσκαλοί μου και μου έδωσαν τα κλειδιά, για να ξεκινήσω τη ζωή μου. Αισθάνομαι τις επιρροές τους, τους δρόμους που μου άνοιξαν, όχι σαν γνώσεις αλλά σαν παιδεία, σαν προετοιμασία για τη μεγάλη πορεία της ζωής.
Από την πρώτη Γυμνασίου – Quarta – ακολούθησα το γερμανικό τμήμα Β. Αν και τα γερμανικά μου δεν ήταν πολύ προχωρημένα – από μικρή μιλούσα γαλλικά – μέσα στους πρώτους μήνες εξοικειώθηκα αμέσως με τη δομή και τον πλούτο της γλώσσας και μπήκα στην avant-guarde της τάξης. Τα πρώτα δύο χρόνια Klassenlehrer ήταν η Fraeulein Gross, μια δυναμική νέα γυναίκα από την οποία κέρδισα το ρυθμό και την πρωτοβουλία. Κάθε πρωί ξεκινούσαμε με Kopfrechnen – σε αρκετά δύσκολους υπολογισμούς. Το πρωινό αυτό ξεκίνημα ρύθμιζε το μηχανισμό της υπόλοιπης ημέρας. Θυμάμαι στη συνέχεια τους Herren Lau και Rottke ως Klassenlehrer και τον τελευταίο κυρίως στη γεωγραφία, τη Fraeulein Moseke στα μαθηματικά και τη γεωμετρία, που μας αποκάλυπτε τη μαγεία τους. Από τότε διατηρώ το Πυθαγόρειο Θεώρημα στη γερμανική του απόδοση. Και ακόμα τη Fraeulein von Hauff στα γαλλικά και τον Herrn von Reuter στα λατινικά. Γνώρισα τη μεγάλη γερμανική λογοτεχνία από το Nibelungenlied στον Ηoelderlin, και στον Rilke και τους μεγάλους κλασικούς, τον Goethe και τον Schiller. Είχα τη φιλοδοξία να αποστηθίσω την Glocke – που δυστυχώς ποτέ δεν το εδήλωσα από ντροπή, επειδή κανένα άλλο παιδί δεν το είχε προσπαθήσει. Σπίτι μου είχα διαβάσει “die Leiden des jungen Werthers” με λυγμούς, χωρίς και αυτό να το ομολογήσω. Σε μια απαγγελία μιας στροφής από τη Μαργαρίτα του Faust “…bin weder Fraeulein weder schoen kann ungeleitet nach Hause gehen – από παραδρομή είπα ungekleidet …και φυσικά ντράπηκα πολύ. Τότε ντρεπόμασταν για κάτι τέτοιο.
Αλλά και η ελληνική παιδεία ήταν σε άξια χέρια. Στα πρώτα χρόνια είχα την κυρία Αναστασιάδου και τον κύριο Δημάρατο ως φιλολόγους. Και στους δύο χρωστώ ευγνωμοσύνη για τη μύησή μου στα αρχαία κείμενα, στη νεοελληνική λογοτεχνία και πάνω από όλα στη γνώση της γλώσσας.
Αυτοί διαμόρφωσαν, ο καθένας με τη δική του προσπέλαση, τον εγκέφαλό μου, ανοίγοντας ένα-ένα τα διαμερίσματα όπου θα ανεπτύσσετο η αντίληψη, η κρίση, η ευαισθησία, ο στοχασμός, η πειθαρχία, αλλά και η ελευθερία.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο ήμουν ανοικτή σε όλους τους τομείς: με τη διανόηση στις επιστήμες και με τις ευαισθησίες στις τέχνες. Ο τελευταίος καθηγητής μου, Rottke, μου είπε φεύγοντας “Θα περιμένω να διαβάσω για σένα κάποτε στις εφημερίδες”.
Μπήκα αμέσως στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου μελέτησα τους μεγάλους Γερμανούς νομικούς, που συμπλήρωσαν τη δομή της σκέψης μου. Εν τω μεταξύ στράφηκα στη ζωγραφική και αργότερα θα ακολουθούσα τις φυσικές επιστήμες.
Η γυμνασιακή μου παιδεία με οδήγησε για μεταπτυχιακές σπουδές στη Frankfurt/Μ. ‘Ακουσα μεταξύ άλλων τους διανοητές – φιλοσόφους της 10ετίας 60-70: Theodor Adorno και Max Horkheimer στη φιλοσοφία και τους Carlo Schmidt και Hermann Brill στην πολιτική σκέψη και πολιτειολογία.
Εκεί διαμόρφωσα την κριτική μου ικανότητα που με οδήγησε στην ανεξαρτησία και την ελευθερία θεώρησης του κόσμου. Είχα ήδη παντρευθεί τον άνδρα μου, ‘Αγγελο Γουλανδρή, στον οποίο οφείλω την καθοδήγηση και την τροφοδότηση – πνευματική και υλική – στη μακρά πορεία της αποστολής μας. Και οι δύο ακολουθήσαμε με διαφορετικούς δρόμους την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πνεύματος με κοινή αφετηρία τον αρχαίο ελληνικό λόγο και μείναμε αδιάφοροι σε ιδεολογίες που θεωρούσαμε εφήμερες και παρωχημένες. Αναζητούσαμε τις αξίες εκείνες που θα επανέφεραν την ισορροπία στον άνθρωπο και στην κοινωνία του.
Με την ίδρυση το 1963 του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ως κέντρου έρευνας και εκπαίδευσης, μπήκαμε επί κεφαλής στη μάχη για τη διάσωση και προστασία του ευαίσθητου οικοσυστήματος της χώρας μας. Και αυτό σε εποχή που η φύση δεν είχε ακόμα προσβληθεί από την αναπτυξιακή ψύχωση, τότε, όταν οι έννοιες “φυσικό περιβάλλον” και “ρύπανση” δεν είχαν ακόμα εισχωρήσει στην καθημερινή ζωή μας.
Θεωρήσαμε ότι είχαμε χρέος να αγωνισθούμε για την προστασία αυτού του χώρου, για τη διατήρηση του βιολογικού του ιστού, μέσα στον οποίο ο λαός μας απελάμβανε επί χιλιετίες την κοσμογονική λειτουργία του, εντεταγμένος σε μια οικολογική ισορροπία.
Θεωρήσαμε την Ελλάδα ως το μικρόκοσμο του πλανήτη, μέσα στον οποίο θα δοκιμάζαμε την αντίσταση στην υποβάθμιση, θα αφυπνίζαμε την περιβαλλοντική συνείδηση με γνώση και ευθύνη.
Η ανάμειξή μου στη “δημόσια ζωή” ήταν πρόσκαιρη. Ήταν μια εξαίρεση στην “ιδιωτική ζωή” που είχα επιλέξει ως ορμητήριο για ένα συνεχή αγώνα. Ως υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (1974-75) γνώρισα τις συνθήκες της ζωής των περιθωριακών πληθυσμών της κοινωνίας, που είτε γεννιούνται, είτε καταλήγουν στο περιθώριο. Ταυτόχρονα έζησα την τραγωδία που σπάρασσε την Κύπρο – τις διακόσιες χιλιάδες προσφύγων – προσφύγων στην ίδια τους τη χώρα.
Κράτησα το στίγμα αυτό ως δείγμα της απουσίας κάθε ηθικής τάξης. Μιας ηθικής τάξης που συνεχώς θα εξέλιπε από τον παγκόσμιο ορίζοντα. Τότε οδηγήθηκα στο χώρο της φυσικής νομοτέλειας και ο αγώνας μου στράφηκε στην επαναφορά του ανθρώπου σε ένα νέο κώδικα αξιών, σε μια νέα κοσμική ισορροπία. Ο αγώνας μου και τα μηνύματά του πήραν παγκόσμια έκταση και η φωνή μου εντάχθηκε στην πρωτοπορία του κόσμου για αναζήτηση ενός κώδικα αξιών, που θα εξασφαλίζουν τη λιτότητα στη ζωή, τη δικαιοσύνη μεταξύ των λαών και την αξιοπρέπεια του ατόμου σε μια κοινωνία ευθύνης και σεβασμού της φύσης.
Το Γερμανικό Σχολείο το κράτησα ως μοντέλο παιδείας, ως τη δεξαμενή αντλήσεως δομών, επιλογών, αξιών. Ξέρω ότι η σχολική παιδεία ακολούθησε από τότε άλλη κατεύθυνση. Δε νομίζω ότι πέτυχε τη διαμόρφωση του ελεύθερου και υπεύθυνου ανθρώπου. Ούτε συνέβαλε στην καλλιέργεια και στην πρωτοβουλία του. Γι’ αυτό και πάντα υποστηρίζω την επιστροφή και προσαρμογή της παιδείας σε έναν τέτοιο τύπο Γυμνασίου – Λυκείου, που σε μεγάλο βαθμό ήταν κλασικό.
Νίκη Γουλανδρή