Όταν το 1971 τελείωσα τη Γερμανική Σχολή και έδωσα εξετάσεις για το Πολυτεχνείο, ήμουν από τους τυχερούς εκείνους που έδιναν εξετάσεις χωρίς ιδιαίτερα πολύ άγχος, μια και είχα γίνει ήδη δεκτός στο Πολυτεχνείο του Darmstadt.
Αυτό το πλεονέκτημα το έχουμε εμείς της Γερμανικής. Έτσι μόλις έδωσα εξετάσεις, έφυγα για το Darmstadt, όπου το μόνο πράγμα που πρόφθασα να κάνω ήταν να ψάξω να βρω σπίτι, γιατί στο μεταξύ πέτυχα στη Σχολή Ηλεκτρολόγων στην Πάτρα.
Μάλιστα πρέπει να πω ότι σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία μου την οφείλω στον καθηγητή μου των Ελληνικών, τον κ. Γκιόλμα, που πραγματικά μας είχε μάθει πώς να γράφουμε εκθέσεις. Έτσι, στην έκθεση πήρα 39 στα 40, ενώ οι υποψήφιοι του Πολυτεχνείου συνήθως στην έκθεση μάλλον δεν πάνε πολύ καλά.
Μετά από τον πρώτο και πραγματικά το μοναδικό φοιτητικό μου χρόνο πήρα μεταγραφή στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, όπου και τελείωσα το 1976. Ήδη νωρίτερα είχα διακόψει την αναβολή του στρατού και είχα ξεκινήσει παράλληλα και τη θητεία μου, που τότε λόγω των Ελληνοτουρκικών κράτησε 36 μήνες, για να τελειώνω με όλα μια ώρα αρχίτερα. Ευτυχώς υπηρέτησα στην Αθήνα και με καλό ωράριο και έτσι μπορούσα να παρακολουθώ συγχρόνως και τη δουλειά μου.
‘Αλλωστε, όταν αποφάσισα να σπουδάσω ηλεκτρολόγος, ήξερα ότι δε θα εξασκήσω το επάγγελμα αυτό και ότι οι σπουδές μου θα με βοηθούσαν στην οικογενειακή εμπορική επιχείρηση, όπου οι πελάτες μας είναι οι περισσότεροι μηχανικοί και πλέον θα μιλούσαμε την ίδια γλώσσα ως “συνάδελφοι”.
Μια τάση που είχα ανέκαθεν με τα κοινά με έκανε να ασχοληθώ με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, όπου εκλέχτηκα το 1981 σύμβουλος, το 1986 Γεν. Γραμματέας και το 1993 Πρόεδρος, θέση που και σήμερα έχω.
Αν με ρωτήσει κανείς αν και σε τι με βοήθησε η Γερμανική, θα απαντούσα αμέσως “ναι και σε πολλά!”. Με βοήθησε κυρίως σε θέματα νοοτροπίας, οργάνωσης, μεθοδικότητας, προγραμματισμού. Είναι αυτά τα χαρακτηριστικά των Γερμανών, που χωρίς να το καταλάβεις γίνονται και δικά σου χαρακτηριστικά, σε άλλον περισσότερο και σε άλλον λιγότερο. Με βοήθησε επίσης και στο ότι έμαθα καλά και εύκολα μια δύσκολη γλώσσα που είναι σημαντικό εργαλείο, όχι μόνο για όσους κάνουν δουλειές με τη Γερμανία, αλλά για όλους, ειδικά τώρα όπου η ενοποιημένη Γερμανία έχει γίνει η αδιαμφισβήτητη οικονομική και πολιτική δύναμη της Ευρώπης.
Νομίζω ότι η απόκτηση της γερμανικής παιδείας, ειδικά σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου η οργάνωση, η πειθαρχία, ο προγραμματισμός και η σκληρή δουλειά είναι είδη σε ανεπάρκεια, μπορεί να δώσει σε κάποιον σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στην επαγγελματική και όχι μόνον πορεία.
Αν με ρωτήσει κανείς δύο πράγματα που θυμάμαι πιο έντονα από τη ζωή μου στη Γερμανική, νομίζω ότι δε θα πρωτοτυπήσω, αν πω ότι το πρώτο που θυμάμαι είναι η πρώτη μάλλον συνταρακτική επαφή με την κα Dilernia στα “Κουρ” και το άλλο η χαρά που αισθάνθηκα όταν μετακομίσαμε από το κτίριο της Μετσόβου στο κτίριο στο Μαρούσι. Και αν με ρωτήσει κανείς τι δε μου άρεσε, μπορώ να πω ότι δε μου άρεσε η “υπερβολική” μερικές φορές αυστηρότητα σε ασήμαντα πράγματα και οι περιορισμένες σχετικά δραστηριότητες σε θέματα αυστηρά εκτός μαθημάτων, διδακτέας ύλης και προγράμματος. Φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις οι εκδρομές με τον κ. Δημόπουλο.
Νομίζω ότι η Γερμανική Σχολή αποτελεί πραγματικά ένα ξεχωριστό σχολείο και είναι κρίμα που δεν υπάρχει ένα σύστημα που να ενισχύει λίγο τα παιδιά των αποφοίτων στη διαδικασία εισαγωγής στη Σχολή, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια αποφοίτων διαφορετικών γενεών, πράγμα που και τη Σχολή θα ενίσχυε και τους δεσμούς των αποφοίτων με αυτή.
Γιάννης Παπαθανασίου
Πρόεδρος Ε.Β.Ε.Α.