Η “Γερμανική” για μένα ξεκίνησε, χωρίς να το πολυθέλω, και ίσως λίγο τυχαία το Σεπτέμβριο του 1968 περνώντας από την πόρτα της οδού Μετσόβου, στο νεόκτιστο “Παράδεισο” σαν “Quartaki”. Θέλω να πω, στο νεόκτιστο κτίριο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών (ΓΣΑ), στον Παράδεισο Αμαρουσίου, που για τα επόμενα έξι χρόνια, τις πιο πολλές φορές φαινόταν – με τις παιδικές εφηβικές σκέψεις των 12 – 18 χρόνων – κάθε άλλο παρά “Παράδεισος”.
Την πρώτη ημέρα της μαθητικής μου ζωής στη Γερμανική, για κακή μου τύχη, έχασα το λεωφορείο και, φυσικά χωρίς να το θέλω, πήγα καθυστερημένος στο σχολείο. Θυμάμαι ότι στεκόμουν για πολύ ώρα μπροστά στην μπλε πόρτα της τότε Quarta Β και σκεφτόμουν τι θα πω και πώς θα το πω. Μετά από δισταγμούς και αγωνία κατέληξα πώς πρέπει να πω στα Γερμανικά: “Συγνώμη για την καθυστέρηση, αλλά έχασα το λεωφορείο”. Αποφασιστικά χτύπησα την πόρτα και μπήκα στην τάξη λέγοντας “Entschuldigung fuer die Verspaetung, aber ich habe den Bus verloren”, κάνοντας βέβαια λάθος στη μετάφραση! Έπειτα άκουσα τη φαινομενικά αυστηρή φωνή του καθηγητή: “Εδώ μιλάμε και Ελληνικά. ‘Ελα παιδί μου, κάθισε εδώ στο πρώτο θρανίο”. Κι έπειτα γέλια, νομίζω από σχεδόν όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες. Νομίζω γέλασα κι εγώ! Ευτυχώς, σύντομα μπόρεσα να πάω στο τελευταίο μεσαίο θρανίο, το οποίο κράτησα μαζί με το Γιάννη το Ραφτόπουλο για τα επόμενα 6 χρόνια. Ο καθηγητής με την αυστηρή φωνή ήταν ο μακαρίτης ο κύριος Δανιήλ. Η ζωή τα έφερε να πληροφορηθώ το αναπάντεχο ταξίδι του ένα πρωί πριν από μερικά χρόνια ξεφυλλίζοντας το περιοδικό του συλλόγου αποφοίτων της ΓΣΑ, Doerpfeldianer, στο γραφείο μου, στο University of British Columbia. Τα χαρτιά, τα βιβλία και όλα τα αντικείμενα γύρω μου θόλωσαν, όσο θυμόμουνα εκείνο το “τι θα πω και πώς θα το πω”.
Τάκης Μαθιόπουλος