Μετά από 65 χρόνια μπήκε πάλι ο παλιός ιδιοκτήτης στο πατρικό του σπίτι. Αν και από μια απόψη ήταν αλλαγμένο εξαιτίας της διαφορετικής λειτουργίας του, ο ίδιος δεν ένιωθε ξένος, αλλά συγκινημένος από τις ζωντανές και χαρούμενες αναμνήσεις που του γεννούσε κάθε δωμάτιο. Ο Θέοφιλος Καλλιτσάς, 86, ναύαρχος ε.α. έζησε στην παλιά αθηναϊκή κατοικία τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Όταν ο πατέρας του άρχισε να χτίζει την έπαυλη με το ρουστίκ ημιυπόγειο, την πύλη με τους κίονες και τη στέγη με τα περίτεχνα κιγκλιδώματα, ήταν οχτώ – εννιά χρονών και, όταν έπρεπε να πουληθεί το σπίτι, ήταν ένας νεαρός 21 ετών.
Μια από τις λίγες διατηρημένες νεοκλασικές επαύλεις της Αθήνας, κάποτε στα όρια της πόλης και τώρα στο κέντρο, σε μια πάροδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, βρίσκεται κοντά 40 χρόνια τώρα σε γερμανικά χέρια. Το 1956 τη νοίκιασε η Γερμανική Σχολή Αθηνών και τη χρησιμοποίησε ως ένα από τα τρία προσωρινά κτίρια της Σχολής. Όταν η ΓΣΑ μεταφέρθηκε στη νέα και τελική της θέση στο Μαρούσι, κράτησε το ωραίο, παλιό οικοδόμημα, για να στεγάσει τα προπαρασκευαστικά τμήματα (Kurshaus). Εδώ προετοιμάζονταν τα χρόνια που ακολούθησαν, με την επίβλεψη Γερμανών καθηγητών, αμέτρητα παιδιά αθηναϊκών οικογενειών για τις εισαγωγικές εξετάσεις του Γυμνασίου του ελληνικού τμήματος της ΓΣΑ. Το 1986 φάνηκε ότι έπρεπε να απομακρυνθούν για πάντα οι αίθουσες διδασκαλίας από εκεί, γιατί απαγορεύτηκε με νόμο της κυβέρνησης να διευθύνουν τα ιδιωτικά σχολεία φροντιστήρια. Αναγκαστικά λοιπόν η Γερμανική Σχολή έφυγε, το Deutsches Kurshaus όμως συνεχίστηκε με τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης. Οι ενοικιαστές φροντίζουν – ανάλογα με τις δυνατότητές τους – για τη διατήρηση και τη συντήρηση του πολύτιμου κτιρίου, μια υποχρέωση που μάλλον παραμελείται από τους τωρινούς ιδιοκτήτες, μια μεγάλη ελληνική τράπεζα.
Από το υπόγειο, που παλιά ήταν μια μικρή αυτόνομη κατοικία μέχρι το σκεπαστό εξώστη τα παλιά δωμάτια μετατράπηκαν σε τάξεις και γραφεία. Στο χαρακτηριστικό προθάλαμο, όπου το δάπεδο κοσμείται από ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, ρέουν στους τοίχους από πάνω μέχρι κάτω καταρράκτες από άνθη, σχηματίζοντας γιρλάντες και στεφάνια. Το γυψομάρμαρο ήταν σε μερικά σημεία επιχρυσωμένο, ειδικά στις αψίδες και στις κόγχες της ροκοκό ξύλινης επένδυσης στη σημερινή αίθουσα συνεδριάσεων που πιο παλιά κοσμούνταν με ελαιογραφίες. Εδώ υπήρχε σαλόνι και τραπεζαρία για δεξιώσεις 50 τουλάχιστον ατόμων, που ήταν δίπλα – όπως θυμάται ό Θεόφιλος Καλλιτσάς – στον ιερότερο χώρο των μακρινών παιδικών του χρόνων, στο γραφείο του εφοπλιστή πατέρα του, το οποίο είχε αντίστοιχα πλούσιες τοιχογραφίες. Εκεί που σήμερα βρίσκονται η αίθουσα των καθηγητών και το γραφείο υπήρχε ένα θερμοκήπιο. Ακόμα και η κουζίνα που, όπως συνηθιζόταν στα πλούσια αθηναϊκά σπίτια, αρχικά βρισκόταν στο ημιυπόγειο, στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο ισόγειο, για να μην κουράζεται η νοικοκυρά. Ακόμα και οι σοφίτες, στις οποίες έφτανε κανείς από την ξύλινη σκάλα υπηρεσίας και όπου έμεναν η μαγείρισσα και οι δύο οικιακές βοηθοί, είχαν διακοσμημένα ταβάνια. ‘Eνα πλούσιο σύνολο από έξι κρεβατοκάμαρες και μπάνια αποτελούσαν οι τωρινές αίθουσες διδασκαλίας του πρώτου ορόφου, που τότε έμεναν εκεί τα πέντε παιδιά της οικογένειας, ο Θεόφιλος με τις δυο αδερφές του και τους δυο αδερφούς του. Είχαν μια παραμάνα, θυμάται ο κύριος Καλλιτσάς, μια ορθόδοξη καλόγρια από την Αυστρία. Από το όνομα της, Maria Perleοnovitsch, υποθέτουμε ότι καταγόταν από την τετραεθνή περιοχή της παλιάς Αυστροουγαρίας. Νήστευε συχνά και επικοινωνούσε με τα παιδιά στα γαλλικά.
Την εποχή της διεθνούς οικονομικής κρίσης, μετά την ήττα στο Μικρασιατικό πόλεμο,τα χαμένα πλοία και τις ατυχείς προβλέψεις στο χρηματιστήριο από όπου δεν μπορούσε να σωθεί τίποτα, έπρεπε το 1930 η οικογένεια να πουλήσει το ωραίο σπίτι της. Ο νέος ιδιοκτήτης ήταν κάποιος Πολύτης, τραπεζίτης από την Κωνσταντινούπολη, που έδωσε το σπίτι προίκα στην κόρη του Λουλού, όταν παντρεύτηκε το γνωστό Αθηναίο οφθαλμίατρο και καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Χαραμή. Αυτός αντικατέστησε τις τέσσερις μαντεμένιες ρώσικες σόμπες με κεντρική θέρμανση. Για κάποια χρόνια δεν ξέρουμε τι συνέβη σ’ αυτήν την ενδιαφέρουσα – για την αρχιτεκτονική της και για τις πληροφορίες που μας δίνει για την αστική κοινωνία στην Αθήνα του Μεσοπολέμου – έπαυλη, μέχρι που -ιδιοκτησία πια της τράπεζας – ενοικιάζεται από τη Γερμανική Σχολή. Και για τη δικιά της καινούρια αρχή και για το νέο ξεκίνημα στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών μετά τον πόλεμο ίσως να έπαιξε κι αυτό το κτίριο κάποιο ρόλο.
Ursula Spindler – Niros
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε συντομευμένη μορφή στην Athener Zeitung στις 03.11.1995)